Η τρομοκρατική επίθεση με την έκρηξη που πραγματοποιήθηκε στο μετρό της Αγίας Πετρούπολης μας φέρνει αντιμέτωπους με το ζήτημα κατανόησης της απόφασης της Ρωσίας για στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία, καθώς και με τις περίπλοκες επιπτώσεις της.
Επειδή η χώρα μας βρίσκεται καθηλωμένη σε μια ιδιόμορφη απομόνωση εξαιτίας της ατέρμονης κρίσης και των συμπαραμαρτούντων, γεωπολιτικά ζητήματα που συνδέονται με την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής παρουσιάζονται συνήθως σχηματικά ή συνοπτικά. Επίσης, οι πόλεμοι προπαγάνδας που είναι μέρος μιας πολεμικής επιχείρησης και η προέλευση τους ποικίλει, αφαιρεί την δυνατότητα να εκτιμήσουμε ρεαλιστικά ότι η στρατηγική που ακολουθεί η Ρωσία λειτουργεί διαλεκτικά και, μάλιστα, ακολουθώντας ολιστικό πνεύμα.
Η απόφαση της Ρωσίας να εμπλακεί στον πόλεμο της Συρίας ήταν μια από τις πιο περίπλοκες και επικίνδυνες αποφάσεις που χρειάστηκε να λάβει ο Πούτιν στην τέταρτη θητεία της διακυβέρνησης του. Πέντε βασικοί λόγοι οδήγησαν την Ρωσία να επέμβει στρατιωτικά και ο πρώτος από αυτούς συνδέεται άμεσα με τον κίνδυνο τρομοκρατίας. Ήδη από τις αρχές του 2013 το ζήτημα των τζιχαντιστών που κατέφθαναν από τις περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης για να πολεμήσουν στη Συρία είχε καταγραφεί ως ανησυχητικό. Επομένως η επιχείρηση της Ρωσίας στη Συρία αποτελεί μια εκστρατεία «προληπτικού κτυπήματος», ώστε να περιοριστεί η επιστροφή μαχητών στη Ρωσία.
Το δεύτερο κίνητρο ήταν η προσπάθεια διάσωσης του Άσαντ, ο οποίος είναι στρατηγικός σύμμαχος της Μόσχας με στόχο όχι ακριβώς την επιβίωση του ίδιου αλλά την διασφάλιση της επιρροής και των περιφερειακών συμφερόντων της στην περιοχή. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Πούτιν αποφάσισε να επέμβει στρατιωτικά σε μια περίοδο, όταν η Ρωσία βρισκόταν κάτω από σπουδαία πίεση λόγω των διεθνών οικονομικών κυρώσεων μετά τον ρόλο της στα γεγονότα κατά και μετά την Ουκρανική κρίση. Έτσι, η εμπλοκή στη Συρία αποσκοπούσε να βγάλει την Ρωσία από ένα διεθνές καθεστώς απομόνωσης και να αναβαθμίσει το ρόλο της με σύνθετο τρόπο.
Οι εξελίξεις δείχνουν να δικαιώνουν τον παραπάνω στόχο, αποκαλύπτοντας ένα ακόμη κίνητρο πίσω από την απόφαση αυτή. Η στρατιωτική επιχείρηση στη Συρία ενίσχυσε τον ρόλο της Ρωσίας απέναντι στους περιφερειακούς αλλά και τους διεθνείς παίκτες, οι οποίοι συμμετέχουν -άμεσα ή έμμεσα- στις εχθροπραξίες. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ρωσία δρα σαν εγγυητική δύναμη εξουσίας στη περιοχή, καλλιεργώντας τις συνθήκες για ανεύρεση νέων συμμάχων αλλά αποκομίζοντας και σημαντικά οικονομικά οφέλη για την πολεμική βιομηχανία της. Τέλος, σε επικοινωνιακό και διπλωματικό επίπεδο, η ρωσική εμπλοκή παρουσιάστηκε και ως ένας σταθεροποιητικός παράγοντας για το προσφυγικό, αποτρέποντας την περαιτέρω μετακίνηση προσφύγων προς την Ευρώπη.
Ποια είναι, όμως, η «ολιστική προσέγγιση» που εφαρμόζει η Ρωσία και η οποία διαμορφώνει την λογική πίσω από την εμπλοκή της στη Συρία; Ποιους στρατηγικούς και επιχειρησιακούς σχεδιασμούς εξυπηρετεί και πώς συνδέεται με το τρομοκρατικό χτύπημα στην Αγία Πετρούπολη;
Σύμφωνα με τον Dmitry (Dima) Adamsky, καθηγητή στο Lauder School of Goverment, Diplomacy and Strategy, το αμυντικό αξίωμα που βοηθάει να κατανοήσουμε την λογική πίσω από τον τρόπο λήψης αποφάσεων της Ρωσίας είναι ο σοβιετικός όρος Razymnaia Dostatochnost (Reasonable Sufficiency σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία ή το αξίωμα της «λογικής επάρκειας» σε ελεύθερη απόδοση). Το συγκεκριμένο αμυντικό δόγμα που εφαρμόστηκε στην ύστερη περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης, επιδιώκει το μέγιστο αποτέλεσμα στη διασφάλιση των στρατηγικών υποθέσεων, επενδύοντας τους ελάχιστους δυνατούς πόρους. Πράγματι, η χειρότερη έκβαση για το Κρεμλίνο είναι η παρατεταμένη διάρκεια εμπλοκής της Ρωσίας στη Συρίας.
Ο δεύτερος κανόνας που ακολούθησε η Ρωσία ήταν να μην δεχθεί οποιαδήποτε μορφή βοήθειας από δυνάμεις που αντιμάχονταν τον Άσαντ (οποιεσδήποτε και αν είναι αυτές).
Ο τρίτος κανόνας που ακολουθεί η Ρωσία στην επιχείρηση της Συρίας είναι η υπαγωγή της σε εκείνο που οι ειδικοί ονομάζουν «new generation warfare» (πόλεμος νέας γενιάς). Πρόκειται για μια αντίληψη συντονισμένης διαχείρισης των στρατιωτικών επιχειρήσεων ταυτόχρονα σε στρατιωτικό, πολιτικό, πληροφοριακό, διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο. Αποτελεί μια εξαιρετικά φιλοσοφημένη προσέγγιση του πολέμου, η οποία καταγράφεται και ως «cross-domain coercion» (εξαναγκασμός σε πολλά σημεία) αλλά αρκετά συχνά εμφανίζεται λαθεμένα ως ρωσικός υβριδικός πόλεμος.
Το επιθυμητό αποτέλεσμα: H «Tσετσενιοποίηση» της Συρίας
Ο τελικός στόχος των ρωσικών επιχειρήσεων στη Συρία δεν θα πρέπει να μας μπερδεύει, αφού είναι σχετικά ευθύς: η συμφιλίωση και η μεταβατική διαδικασία θα πρέπει να οδηγήσουν (τουλάχιστον θεωρητικά) σε μερική ή καθολική αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας υπό τη διοίκηση μιας κοσμικής ηγεσίας που θα εξασφαλίζει τα συμφέροντα της Μόσχας. Οι Ρώσοι δεν έχουν κάποια εμμονή με την υποχρεωτική παραμονή του Άσαντ στην εξουσία, οραματίζονται, όμως, μια Τσετσενιοποίηση της Συρίας.
Τι ακριβώς είναι λοιπόν μια «Τσετσενιοποίηση» της Συρίας;
Υπάρχει μια αντιπολίτευση στον ζωτικό χώρο της οποίας το Κρεμλίνο προσπαθεί να εντοπίσει έναν μελλοντικό ηγέτη, ο οποίος θα «προετοιμαστεί» και θα συνεργαστεί με τη Μόσχα σαν ένας ηγέτης που θα λειτουργεί υπέρ των ρωσικών συμφερόντων, όπως έγινε και και με την περίπτωση του φιλορώσου Άχμαντ Καντίροφ. Ο Καντίροφ υπήρξε πρόεδρος της Τσετσενίας μέχρι που το 2004 δολοφονήθηκε από Τσετσένους αυτονομιστές. Για την ιστορία, στον πρώτο πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Τσετσενίας ο Καντίροφ είχε πολεμήσει στο πλευρό των αυτονομιστών αλλά στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του δεύτερου πολέμου, άλλαξε στρατόπεδο. Σήμερα ο γιος του Ραμζάν Καντίροφ είναι ηγέτης της Τσετσενίας. Μετά την δολοφονία του πατέρα του, ο Πούτιν είχε χρηματοδοτήσει τον Ραμζάν Καντίροφ, ώστε να εξολοθρεύσει τους Τσετσένους αυτονομιστές και να πατάξει την ισλαμιστική τρομοκρατία. Επομένως, στο πρόσωπο του Καντίροφ η Ρωσία βρήκε τον εκλεκτό της και αφού περιθωριοποίησε και ριζοσπαστικοποίησε την υπόλοιπη αντιπολίτευση, την κατέστρεψε στρατιωτικά με σχεδόν αριστοτεχνικό τρόπο. Κάπως έτσι η Τσετσενία επέστρεψε στον απόλυτο έλεγχο της Μόσχας.
Στο σχέδιο «Τσετσενιοποίησης» της Συρίας που οραματίζεται η Μόσχα εντάσσεται, σύμφωνα με τους αναλυτές, η προγραμματισμένη επέκταση της βάσης ανεφοδιασμού της Ρωσίας στην Ταρτούς σε πλήρη ναυτική βάση.
Τι έχει πετύχει μέχρι τώρα η Ρωσία από την επέμβαση της στη Συρία;
Σύμφωνα με τις αναλύσεις που κάνει η Μόσχα, τα αισθήματα από την έκβαση της επιχείρησης στη Συρία είναι ανάμεικτα. Τους πρώτους πέντε μήνες μετά την έναρξη της επιχείρησης υπήρχε αισιοδοξία, ενώ την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2016 καταγραφόταν αρκετή ανησυχία για τις εξελίξεις. Από το περασμένο φθινόπωρο μέχρι και σήμερα οι εκτιμήσεις είναι περισσότερο ψύχραιμες και ισορροπημένες, αλλά η τρομοκρατική επίθεση στην Αγία Πετρούπολη, μάλλον περιπλέκει τα πράγματα.
Ας δούμε τι έχει πετύχει η Ρωσία στη Συρία:
Έχει διασώσει το καθεστώς Άσαντ και έχει αποτρέψει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να επαναλάβουν ένα «σενάριο Λιβύης», όπου η αλλαγή καθεστώτος πραγματοποιήθηκε κάτω από συνθήκες ενός εξόχως υβριδικού πολέμου. Η περίπτωση της αλλαγής καθεστώτος που συνέβη στο Κίεβο κατά την διάρκεια της ουκρανικής κρίσης εντάσσεται, σύμφωνα με τους Ρώσους αναλυτές, στο απευκταίο στυλ ενός «σεναρίου Λιβύης».
Έχει πετύχει μια σημαντική συντριβή των τζιχαντιστών και μάλιστα όσων ταξίδεψαν στη Συρία από τα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης για να πολεμήσουν στο πλευρό του Ισλαμικού Κράτους και των άλλων τρομοκρατικών οργανώσεων. Πολλοί από αυτούς δεν θα επιστρέψουν ζωντανοί από τη Συρία.
Έχει στρέψει την προσοχή της Δύσης από το μέτωπο της Ουκρανίας. Μόλις πριν από ένα χρόνο η Ρωσία παρουσιαζόταν αρκετά απομονωμένη λόγω των οικονομικών κυρώσεων, όμως σήμερα έχει καταφέρει ακόμη και να διχάζει αρκετούς δυτικούς συμμάχους μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναφορικά με την αποτελεσματικότητα αλλά και τις συνέπειες που έχουν οι κυρώσεις της ΕΕ στα κράτη μέλη.
Έχει καταφέρει να αναδειχθεί ως απαραίτητος περιφερειακός και διεθνής παίκτης, προβάλλοντας εκ νέου την υπεροχή των συμβατικών στρατιωτικών δυνάμεων της. Παράλληλα, μέσω της επιχείρησης η Ρωσία έχει επισπεύσει τις μεταρρυθμίσεις που έχει σχεδιάσει για το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων της. Επομένως για το Κρεμλίνο η εμπλοκή στη Συρία είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από την ίδια την Συρία με πολλές δευτερεύουσες αλλά ευεργετικές επιπτώσεις: Τα συριακά πεδία μάχης προσφέρουν τη δυνατότητα στη Ρωσία να δοκιμάσει και να εκπαιδεύσει τις συμβατικές στρατιωτικές δυνάμεις της, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί έναν άριστο «εκθεσιακό χώρο» για το μάρκετινγκ της προώθησης και της μεταφοράς ρωσικών όπλων στη περιοχή και στην κεντρική Ασία.
Ποιες είναι οι αρνητικές επιπτώσεις για τη Ρωσία από την εμπλοκή της στη Συρία;
Η έκβαση της στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία εξελίσσεται σχετικά αργά ή αρκετά βραδύτερα από ό,τι υπολόγιζε.
Η Μόσχα δεν ασκεί πλήρη έλεγχο στο καθεστώς Άσαντ και δεν έχει διαμορφώσει ακόμη τις συνθήκες για την μετάβαση σε εναλλακτική ηγεσία μέσα από τους κόλπους της συριακής πολιτικής ελίτ, στους οποίους ασκεί επιρροή. Το σχέδιο της «Τσετσενιοποίησης» καθυστερεί.
Οι σχέσεις της Τεχεράνης με την Μόσχα είναι αρκετά ασαφείς και ανταγωνιστικές, παρόλο που και οι δυο στηρίζουν το καθεστώς Άσαντ. Οι εύθραυστες ισορροπίες στη Μέση Ανατολή και οι αμοιβαία σταθερές σχέσεις με το Ισραήλ (μέσα στο 2016 ο πρόεδρος Πούτιν συναντήθηκε έξι φορές με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπένγιαμιν Νετανιάχου) περιπλέκουν την εν λόγω σχέση ισορροπίας.
Η ριζοσπαστικοποίηση των μουσουλμάνων που ζουν στη Ρωσία, οι οποίοι είναι περίπου 20 εκατομμύρια και Σουνίτες συνιστά μια σημαντική απειλή. Το γεγονός, δηλαδή, ότι η Ρωσία πολεμά στη Συρία υπέρ των Σιιτών και ενάντια στους Σουνίτες είναι ασύμμετρο.
Τέλος, η Ρωσία επιθυμεί την εξασφάλιση της στρατηγικής σταθερότητας στο Αφγανιστάν αλλά και στην κεντρική Ασία (δηλαδή στις χώρες που αποτελούσαν εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως το Τατζικιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν) αλλά η παράταση της επιχείρησης μπορεί να δημιουργήσει παράπλευρες συνέπειες ως προς την εγγύηση αυτής της σταθερότητας.