Σύμφωνα με έρευνα της eurostat, η χώρας βρίσκεται στην πρώτη θέση της εργασίας σε καθεστώς μερικής απασχόλησης. Σε ποια θέση βρίσκονται οι άλλες χώρες. Για ποιους λόγους συμβαίνει αυτό.
Έρευνα της Eurostat σχετικά με την εργασία σε καθεστώς μερικής απασχόλησης έδειξε πως η Ελλάδα κατείχε την πρώτη θέση στον συγκεκριμένο τομέα για το 2018, με κυριότερο λόγο την αδυναμία εύρεσης εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Η συγκεκριμένη έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε σε όλα τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκή Ένωσης, καταγράφει, αφενός, τα ποσοστά μερικής απασχόλησης σε κάθε χώρα και, αφετέρου, τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό.
Τα ποσοστά μερικής απασχόλησης
Ο μέσος όρος των κρατών – μελών που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν στο 26%.
Η χώρα μας κρατά τα σκήπτρα της μερικής απασχόλησης έχοντας στην έρευνα το υψηλότερο ποσοστό, σημειώνοντας 70%. Την Ελλάδα ακολουθούν στα υψηλά ποσοστά η Ιταλία με 66%, η Κύπρος με 65% και η Βουλγαρία με 59%.
Στον αντίποδα αυτών των αποτελεσμάτων, βρίσκονται χώρες των οποίων οι πολίτες εργάζονται σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης και όπου η μερική απασχόληση αποτελεί ένα σχεδόν σπάνιο φαινόμενο στον εργασιακό τομέα.
Έτσι, σύμφωνα και με τον παρακάτω πίνακα, βλέπουμε ότι στη χαμηλότερη θέση της μερικής απασχόλησης βρίσκεται η Εσθονία με ποσοστό μόλις 6%, ακολουθούν το Βέλγιο, η Τσεχία και η Σλοβενία με 7%, καθώς και η με Ολλανδία 8%.
Τα ποσοστά των χωρών που εργάζονται σε μερική απασχόληση
Τα ποσοστά των χωρών που εργάζονται σε μερική απασχόληση EUROSTAT
Οι λόγοι που συμβαίνει αυτό
Το δεύτερο σκέλος της έρευνας, που αφορούσε τους λόγους για τους οποίους είναι τόσο υψηλά τα ποσοστά μερικής απασχόλησης, είχε μερικά πολύ σημαντικά και ενδιαφέροντα αποτελέσματα που διακρίνονται ανά φύλο.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον υπάρχει στις διαφορές που εντοπίζονται στους λόγους που που προβάλλει το κάθε φύλο, κάτι που δείχνει για άλλη μια φορά πως η ισότητα φύλων δεν έχει επιτευχθεί ακόμη πλήρως στο εργασιακό περιβάλλον.
Τρανό παράδειγμα αποτελεί το ότι οι άντρες δήλωσαν ως κυριότερο λόγο τη δυσκολία να βρουν εργασία πλήρους απασχόλησης, σημειώνοντας το πολύ υψηλό ποσοστό του 36%, ενώ στις γυναίκες το ποσοστό αγγίζει το 23%.
Στις γυναίκες, ωστόσο, πάνω από την αδυναμία εύρεσης εργασίας πλήρους απασχόλησης ήταν η φροντίδα των παιδιών ή ανθρώπων με μειωμένες ικανότητες, ως ο κυριότερος λόγος, σημειώνοντας το ποσοστό του 29%.
Πρόκειται για ένα στοιχείο που μας υπενθυμίζει πως στη σύγχρονη κοινωνία οι υποχρεώσεις των παιδιών, της ανατροφής και της φροντίδας τους, θεωρούνται ακόμη “δουλειά” της μητέρας, στερώντας της εργασιακό χρόνο και ευκαιρίες.