Η παρακάτω ιστορία είναι αληθινή. Δεν ανήκει σε αυτές που επιδιώκουν να μας ευαισθητοποιήσουν, μέρες που είναι, και να μας ενεργοποιήσουν εφήμερα συναισθήματα, που από αύριο θα απεμπολήσουμε στον βωμό της καθημερινότητας. Αντίθετα, θα πρέπει να μας προβληματίσει σχετικά με το πού οδεύουμε ως χώρα και ως κοινωνία.
Ο Γιάννης Ζ. είναι 53 ετών. Σπούδασε γυμναστής, αλλά επειδή γνωρίζει καλά βαλκανικές γλώσσες και με δεδομένη την ανεργία στον χώρο των σπουδών του απασχολήθηκε επί σειράν ετών ως διερμηνέας σε τουριστικές επιχειρήσεις της Μακεδονίας και της Θράκης.
Οι συνθήκες δουλειάς στον χώρο αυτό ήταν (και παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα) τέτοιες, που η επικόλληση ενσήμων φάνταζε ως ανέκδοτο. Το αποτέλεσμα ήταν ύστερα από χρόνια κυρίως εποχικής απασχόλησης ο Γιάννης να μη δικαιούται σήμερα καμία ασφαλιστική παροχή, τα εισοδήματά του να είναι πλέον σχεδόν μηδενικά και να είναι παράλληλα αναγκασμένος να φροντίζει την υπερήλικα μητέρα του, η οποία έχει προχωρημένο Αλτσχάιμερ και δεν έχει κανέναν άλλο στον κόσμο εκτός από αυτόν.
Πρόσφατα ο Γιάννης έπαθε εγκεφαλικό, ευτυχώς όχι πολύ ισχυρό. Διαγνώστηκε, όμως, ότι οφειλόταν σε έναν μεγάλο καλοήθη όγκο στον εγκέφαλο που έπρεπε να χειρουργηθεί άμεσα, αφού του είχε ήδη καταστρέψει σε σημαντικό βαθμό το οπτικό νεύρο, η όρασή του είχε περιοριστεί σημαντικά και κινδύνευε με ολική τύφλωση, αλλά και με ακόμη ένα, πιο ισχυρό και ίσως μοιραίο, εγκεφαλικό.
Με όσες δυνάμεις είχε, φρόντισε να βάλει τη μητέρα του σε ένα γηροκομείο, της είπε ψέματα ότι θα λείψει για εργασία στο εξωτερικό για λίγους μήνες, έκανε τον σταυρό του και χειρουργήθηκε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης λίγο πριν από τα Χριστούγεννα. Μία επιληπτική κρίση κατά τη διάρκεια της οκτάωρης και πλέον επέμβασης επιδείνωσε την κατάστασή του και επί σειράν ημερών οι γιατροί και ο ίδιος έδιναν μάχη για τη ζωή του. Ευτυχώς, ο Γιάννης τα κατάφερε και πριν από λίγες ημέρες μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της ιδιαίτερης πατρίδας του, σε πόλη της Βόρειας Ελλάδας.
Από δω και πέρα, όμως, αρχίζουν τα σοβαρότατα προβλήματα επιβίωσης. Με δεδομένο ότι η πενιχρή σύνταξη της μητέρας του πηγαίνει πλέον εξ ολοκλήρου για τη διαμονή της στο γηροκομείο, δεν υπάρχει πια το παραμικρό εισόδημα για τον ίδιο. Για δυνατότητα εργασίας, φυσικά, ούτε κατά διάνοια. Εκτός από τη βλάβη στο οπτικό νεύρο, που έχει περιορίσει σημαντικά την όρασή του, κινείται μόνο με τη βοήθεια ειδικού μηχανήματος, κάτι που θα του είναι απαραίτητο για αρκετό καιρό ακόμη, ενώ και αργότερα είναι άγνωστο σε ποιoν βαθμό θα έχει αποκατασταθεί η κινητικότητά του.
Από τη στιγμή, όμως, που δεν κινδυνεύει άμεσα η ζωή του, το νοσοκομείο πρόκειται να του δώσει εξιτήριο! Εξιτήριο για πού; Οποιαδήποτε μονάδα αποκατάστασης χρειάζεται ένα σημαντικότατο κονδύλι ημερησίως. Κοινωνικές δομές στην περιοχή δεν υπάρχουν. Οι αυστηρότατες προδιαγραφές για τη χορήγηση μιας αναπηρικής σύνταξης δεν κάνουν ορατό ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Οι γιατροί και οι κοινωνικοί λειτουργοί σηκώνουν τα χέρια. Η παραγωγή ακόμη ενός αστέγου, και μάλιστα με σημαντικότατα προβλήματα υγείας, που απειλούν ακόμη και τη ζωή του, είναι δεδομένη!
Και αναρωτιέται κανείς: Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος ο οποίος έκανε έστω το στοιχειώδες καθήκον του προς την πατρίδα, να υπηρετήσει δηλαδή στις Eνοπλες Δυνάμεις της (μπορώ να γνωρίζω ότι ο Γιάννης Ζ. έχει κάνει πολύ περισσότερα από αυτό), να μη δικαιούται αυτό που «δικαιούται» ο κάθε λαθρομετανάστης που εισέρχεται παράνομα στη χώρα μας και ζητά παρατύπως πολιτικό άσυλο; Ανθρωποι που δεν έχουν προσφέρει το παραμικρό στην πατρίδα μας, χωρίς μάλιστα να πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν πρόσφυγες, δικαιούνται στέγη, τροφή, περίθαλψη, ακόμη και επιδόματα διαβίωσης, κοινωνικές κάρτες κ.λπ., ενώ τα παιδιά τους πηγαίνουν στα ελληνικά σχολεία και οι γυναίκες τους γεννούν στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία. Στον αντίποδα, κάθε Ελληνας που κακή τη μοίρα του δεν πληροί τις προϋποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης πετιέται στα αζήτητα της κοινωνίας, θύμα μιας ανάλγητης πατρίδας που σκοτώνει και διώχνει τα παιδιά της.
Είπαμε στην αρχή ότι η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Μια αλήθεια που δεν αποτυπώνεται στα τηλεοπτικά δελτία και δεν αναδεικνύεται, όσο ζοφερή κι αν είναι πλέον για τους πολίτες μιας χώρας στην οποία η έννοια του ανθρωπισμού, όπως και πολλές άλλες, χρησιμοποιείται πια επιλεκτικά και κατά κανόνα σε βάρος εκείνων που με θυσίες εθνικές και κοινωνικές έχτισαν και σφυρηλάτησαν τις δομές της. Μόνον όταν η αλήθεια αυτή γίνει συνείδηση, οι ευχές για καλή χρονιά υπάρχει ελπίδα να ευοδωθούν.