Τις χρυσές δουλειές του αντιπροέδρου των Jumbo, Ευάγγελου Παπαευαγγέλου, με στοιχεία τα οποία μέχρι σήμερα δεν είχαν δει το φως της δημοσιότητας. Πώς στήθηκε το μεγάλο κόλπο της φοροδιαφυγής και του ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος με την πώληση ακινήτων σε Κινέζους που ήθελαν να επενδύσουν στην Ελλάδα διερευνούν οι αρχές.
Το βούλευμα αποκαλύπτει πως ο πρώην αντιπρόεδρος των Jumbo είχε προσκομίσει στις ελληνικές τράπεζες ακόμη και ψευδή ιδιωτικά πιστοποιητικά, τα οποία είχαν καταρτιστεί μεταξύ της εταιρείας του Destiny Επενδυτική Μ.ΙΚΕ, εκπροσωπούμενη από τον ίδιο και Κινέζους υπηκόους.
Με τα πιστοποιητικά αυτά, ο κ. Παπαευαγγέλου εμφανιζόταν στα τραπεζικά στελέχη της Αθήνας ως εκπρόσωπος του Economic Educational College of Athens και πιστοποιούσε ότι μέρος των κεφαλαίων που εισέρχονταν από την Κίνα στην Ελλάδα θα διετίθεντο ως δίδακτρα για τη φοίτηση Κινέζων στο συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αθήνας! Με αυτό τον τρόπο, όπως αναφέρεται στο βούλευμα, κατάφερε «να παραπλανήσει τις φορολογικές αρχές και κάθε τρίτο ότι τα εισερχόμενα από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας κεφάλαια που υπερέβαιναν κατά πολύ το ποσό των 120.000 ευρώ ήταν απολύτως δικαιολογημένα και μεταφέρονταν σε εκτέλεση των παραπάνω συμφωνητικών».
Μόνο που υψηλόβαθμο στέλεχος του κολεγίου, το οποίο κλήθηκε στους οικονομικούς εισαγγελείς για κατάθεση, υποστήριξε ότι ο κ. Παπαευαγγέλου «δεν είχε οποιαδήποτε εξουσία εκπροσώπησης του κολεγίου, ούτε εξουσία να συμβάλλεται στο όνομα και για λογαριασμό του». Στο δε κολέγιο, σύμφωνα με την κατάθεση, φοιτούν σήμερα μόλις δύο Κινέζοι υπήκοοι, οι οποίοι έχουν αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα, «αλλά ουδεμία σχέση έχουν με την εταιρεία Destiny του Ευ. Παπαευαγγέλου».
«Όχι» στην αποδέσμευση των λογαριασμών
Με το βούλευμα (478/2019) που εκδόθηκε στις 22 Ιανουαρίου, τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου υιοθετώντας πλήρως την πρόταση των οικονομικών εισαγγελέων Ιωάννη Δραγάτση και Θεολόγου Γ. Δελλήβεη απορρίπτουν εν μέρει την προσφυγή που είχε καταθέσει ο κ. Παπαευαγγέλου και οι εταιρείες του Destiny Επενδυτική Μ.ΙΚΕ και Β.W. Advisory Services M.IKE ζητώντας την ολική αποδέσμευση των τραπεζικών τους λογαριασμών, η οποία είχε γίνει με διάταξη της προέδρου της Αρχής για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος Αννας Ζαΐρη. Οι δικαστές απέρριψαν το αίτημα του επιχειρηματία για ολική άρση της διάταξης επιτρέποντας την αποδέσμευση ποσού μόλις 1.500 ευρώ μηνιαίως για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσής του.
Στο σκεπτικό, ωστόσο, του βουλεύματος περί απόρριψης της προσφυγής αποτυπώνεται ο τρόπος δράσης του κ. Παπαευαγγέλου, βάσει των στοιχείων που έχουν μέχρι στιγμής συγκεντρωθεί στο πλαίσιο της εισαγγελικής έρευνας που διενεργείται για την υπόθεση με παραγγελία της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου προς την επικεφαλής της οικονομικής εισαγγελίας Μαριάννα Ψαρουδάκη.
Ο επιχειρηματίας, συγγενικά του πρόσωπα αλλά και το δίκτυο των συνεργατών του (δικηγόροι, συμβολαιογράφοι κ.ά.) ελέγχονται για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής και της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος αλλά και για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Για την ίδια υπόθεση εξάλλου βρίσκεται σε εξέλιξη φορολογικός έλεγχος στην εταιρεία Advisory, καθώς και έρευνα για τις ευθύνες στελεχών των τραπεζών οι οποίες είχαν προμηθεύσει με POS τον επιχειρηματία, με αποτέλεσμα ο ίδιος να καταφέρει να παρακάμψει τους περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων (capital controls) που ισχύουν σε Ελλάδα και Κίνα. Ο έλεγχος στις τράπεζες διενεργείται καθώς, σύμφωνα με τη νομοθεσία, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να ερευνούν ασυνήθιστες συναλλαγές προκειμένου να αποκλείουν ενδεχόμενο ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
«Εγκληματικό σχέδιο με μεταφορά 50 εκατ. ευρώ»
Οι δικαστές στο βούλευμά τους μιλούν για τρεις μεθοδεύσεις του ελεγχόμενου από τις εισαγγελικές αρχές Ευάγγελου Παπαευαγγέλου, ο οποίος όταν είχε αποκαλυφθεί η υπόθεση υποστήριξε ότι όλες οι επιχειρηματικές του δραστηριότητες είναι νόμιμες.
«Ο Ευάγγελος Παπαευαγγέλου, γνώστης των εμπορικών και συναλλαγματικών κανόνων στην Κίνα αλλά και του νομικού πλαισίου χορήγησης και απόκτησης ελληνικής χρυσής βίζας και εκμεταλλευόμενος προφανώς την επιθυμία Κινέζων υπηκόων να αποκτήσουν μέσω αυτής δικαίωμα ανεμπόδιστης πρόσβασης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για την αξιοποίηση του συγκεκριμένου θεσμού», αναφέρουν τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου και προσθέτουν: «Εχοντας λοιπόν και σχετικές προσβάσεις στην αγορά της Κίνας, σε βραχύ χρονικό διάστημα ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα που του απέφερε σημαντικά κέρδη».
Ο επιχειρηματίας, όμως, σύμφωνα με το βούλευμα, δεν περιορίστηκε μόνο στην αναζήτηση ακινήτων στην Ελλάδα, τα οποία θα μπορούσε να πουλήσει σε Κινέζους ώστε να αποκτήσουν τη χρυσή βίζα, αλλά παράλληλα «με αντίστοιχο όφελός του» ασχολήθηκε με την όλη διαδικασία απόκτησης ακινήτου: «Συγκεκριμένα, όχι μόνο μεθόδευσε να υπάρξει νομιμοφανής και εύκολη εξαγωγή κεφαλαίων από την Κίνα στην Ελλάδα (κατά παράβαση των ισχυόντων στην Κίνα περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων), αλλά επίσης συνέστησε ένα πλήρες σύστημα δικηγόρων και συμβολαιογράφων για το άνοιγμα λογαριασμών στην Ελλάδα στο όνομα του Κινέζου υπηκόου και υποψήφιου αγοραστή και καθόρισε τους όρους και τη διαδικασία μεταβίβασης φροντίζοντας να υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό τίμημα και στο τίμημα στο αναγραφόμενο συμβόλαιο. Συνάμα προχώρησε σε μισθώσεις ακινήτων, που ο ίδιος μέσω των εταιρειών του είχε προηγουμένως πουλήσει σε Κινέζους αγοραστές. Με όλες αυτές τις ‘‘κάθετες’’ υπηρεσίες του, που περιελάμβαναν παροχή υπηρεσιών του χρηματοπιστωτικού τομέα, νομικών υπηρεσιών, υπηρεσιών κτηματικών συναλλαγών, πέτυχε να εισπράξει σημαντικές προμήθειες που απεκρύβησαν ως φορολογητέα ύλη (και ως εισόδημα και ως φόρος προστιθέμενης αξίας)».
Οι δύο εταιρείες συμφερόντων του πρώην αντιπροέδρου της Jumbo, κατά τους δικαστές, «κατάφερναν να φοροδιαφεύγουν καθώς δεν δήλωναν κανονικά τις προμήθειες που είχαν αποκρύψει από το φερόμενο ως καταβληθέν τίμημα των ακινήτων, εκδίδοντας σχετικό παραστατικό προμήθειας στο οποίο θα είχαν υποχρέωση να συμπεριλάβουν ΦΠΑ 24%». Ετσι, δεν φορολογούνταν για το συγκεκριμένο έσοδο με συντελεστή 29% και παράλληλα δεν απέδιδαν τον οφειλόμενο ΦΠΑ.
Ειδικότερα, η «πρώτη μεθόδευση», προκειμένου ο επιχειρηματίας να υλοποιήσει το «εγκληματικό του σχέδιο», περιγράφεται ως εξής στο βούλευμα: «Η μία από τις εταιρείες συμφερόντων του επιχειρηματία, η Destiny Επενδυτική Μ.ΙΚΕ, προμηθεύτηκε από ελληνικές τράπεζες (Εθνική Τράπεζα και Eurobank) το 2016 συσκευές POS, οι οποίες μπορούσαν να δεχτούν τη χρήση πιστωτικών και χρεωστικών καρτών. Καθώς το όριο περιορισμού στην Κίνα είναι το ποσό των 50.000 ευρώ ετησίως, μεταφέρονταν μέσω των παραπάνω τερματικών (POS), καθ’ υπόδειξιν του Ευάγγελου Παπαευαγγέλου από την Κίνα στην Ελλάδα, τμηματικά μεγάλα χρηματικά ποσά (τα οποία στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων προσέγγιζαν ή και υπερέβαιναν το ποσό των 300.000 ευρώ) με πιστοποιούμενο στην Εθνική Τράπεζα και στη Eurobank Ergasias λογαριασμό της Destiny και όχι στον λογαριασμό Κινέζου υπηκόου, δηλαδή του υποψήφιου αγοραστή».
Στο αρχικό δηλαδή στάδιο, κατά τους δικαστές, «έγινε μεταφορά κεφαλαίων μέσω πιστωτικών καρτών με τη χρήση POS από την Κίνα -στην οποία ισχύουν περιορισμοί- στην Ελλάδα και μάλιστα όχι σε λογαριασμό του υποψήφιου Κινέζου επενδυτή, αλλά απευθείας στο λογαριασμό της Destiny».
Επιλέχθηκε, δε, η χρήση τραπεζικών καρτών μέσω POS και γιατί με τον τρόπο αυτό «ο έλεγχος της νόμιμης ή μη κίνησης κεφαλαίων είναι δυσχερέστατος, καθώς πρόκειται για συναλλαγή εξ αποστάσεως, αλλά και γιατί μπορούσαν να εκδοθούν πιστωτικές κάρτες για περισσότερα μέλη της ίδιας οικογένειας και έτσι η μεταφορά κεφαλαίων μπορούσε εύκολα να διαλάθει το σύστημα περιορισμών στην εξαγωγή κεφαλαίων από την Κίνα». Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή μέσω των POS, διακινήθηκαν ποσά «που υπολογίζονται σε 50.000.000 ευρώ για μεγάλο χρονικό διάστημα εντός και εκτός Ελλάδος (Κίνα)».
Follow the money
Μετά τη μεταφορά των κεφαλαίων από την Κίνα σε ελληνικό λογαριασμό της Destiny λαμβάνει χώρα, σύμφωνα με το βούλευμα, η δεύτερη μεθόδευση. Οι δικηγόροι του κ. Παπαευαγγέλου έχοντας λάβει πληρεξούσια από τους υποψήφιους Κινέζους αγοραστές για να τους εκπροσωπούν σε όλα τα στάδια της συναλλαγής (τράπεζες, συμβολαιογράφους κ.λπ.), άνοιγαν λογαριασμούς σε ελληνικές τράπεζες στο όνομά τους. Σε αυτούς τους λογαριασμούς έκαναν κατάθεση των κεφαλαίων που είχαν αρχικά πιστωθεί στην Destiny. Στη συνέχεια, οι δικηγόροι έδιναν εντολή στην τράπεζα για έκδοση τραπεζικής επιταγής με δικαιούχο την πωλήτρια εταιρεία Destiny, την οποία εμφάνιζαν στους συμβολαιογράφους κατά την κατάρτιση αγοραπωλησίας του ακινήτου.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται στο βούλευμα, «στο στάδιο αυτό, αυτή καθαυτή η αρχική πίστωση του λογαριασμού της Destiny και εν συνεχεία η μεταφορά του ποσού σε λογαριασμό του Κινέζου υποψήφιου αγοραστή εστερείτο νόμιμης αιτίας, αφού κατά τον χρόνο της μεταφοράς δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε συναλλαγή». Δηλαδή, «ο λογαριασμός της Destiny ήταν ο λογαριασμός των παρανόμως εισαχθέντων μέσω των POS από την Κίνα στην Ελλάδα κεφαλαίων». Μάλιστα, όπως επισημαίνουν οι δικαστές, «το εν λόγω ζήτημα, όπως και το κατά πόσο όλοι οι εμπλεκόμενοι στη διαδικασία της πώλησης φορείς (συμβολαιογράφοι και δικηγόροι) είχαν τηρήσει τις διατάξεις για το ξέπλυμα και ιδίως αν είχαν ελέγξει τη νομιμότητα προέλευσης των κεφαλαίων των Κινέζων αγοραστών, ερευνάται επίσης».
Με απλά λόγια δηλαδή, «τα διαθέσιμα των υποψήφιων Κινέζων αγοραστών, όταν εισήχθησαν στην Ελλάδα, δεν πιστώθηκαν όπως θα έπρεπε σε δικό τους λογαριασμό, ώστε να ελεγχθεί η νομιμότητά τους, αλλά στον λογαριασμό της μελλοντικής πωλήτριας Destiny, από τον οποίο και μετακινήθηκαν προκειμένου να υπάρχουν διαθέσιμα για την καταβολή του τιμήματος αγοράς, αλλά και στην οποία πάλι επεστράφησαν, όταν καταρτίστηκε η σύμβαση πώλησης με πωλήτριες τις εταιρείες συμφερόντων του Ευάγγελου Παπαευαγγέλου και αγοραστές Κινέζους επενδυτές».
«Εικονικό τίμημα»
Η τρίτη μεθόδευση, κατά το βούλευμα, «συνίσταται στη μεταπώληση του ακινήτου έναντι τιμήματος το οποίο εικονικά στο συμβόλαιο μεταβίβασης ξεπερνούσε, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, το απαιτούμενο όριο της απόκτησης Golden Visa, δηλαδή το ποσό των 250.000 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα ήταν πολύ χαμηλότερο και ο Κινέζος αγοραστής επέστρεφε το πλεονάζον υπόλοιπο στην Destiny με τη μορφή προμήθειας».
Κατά τους δικαστές, η εικονικότητα των παραπάνω αγοραπωλησιών «συνίστατο στο ότι το πραγματικό τίμημα που θα καταβαλλόταν από τους Κινέζους αγοραστές ήταν πολύ υποδεέστερο του τιμήματος που αναγραφόταν στα επίμαχα συμβόλαια μεταβίβασης των ακινήτων από την Destiny σε αυτούς, ενώ το υπόλοιπο που αντιστοιχούσε στη μεταξύ τους διαφορά κάλυπτε τις υπέρογκες προμήθειες των εταιρειών συμφερόντων του Ευάγγελου Παπαευαγγέλου με τις επωνυμίες Destiny και Advisory».
Μάλιστα, όπως αναφέρεται στο βούλευμα, η διαφορά του τιμήματος της αρχικής απόκτησης των ακινήτων από τις δύο εταιρείες του κ. Παπαευαγγέλου και της μεταπώλησής τους στους Κινέζους αγοραστές ήταν τεράστια και σε αρκετές περιπτώσεις υπολειπόταν και αυτής της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Χαρακτηριστικά στο βούλευμα αναφέρεται περίπτωση όπου η Advisory, εκπροσωπούμενη αυτή τη φορά από τον γαμπρό του κ. Παπαευαγγέλου, αγοράζει αντί 155.000 ευρώ μεζονέτα, την οποία αμέσως μετά πουλά σε Κινέζο υπήκοο αντί 310.000 ευρώ!
Στις περισσότερες περιπτώσεις, αναφέρουν οι δικαστές, αν και η εταιρεία είχε αγοράσει το ακίνητο σε πολύ χαμηλή τιμή, το πούλαγε «σε τιμή τουλάχιστον ισούμενη με το ποσό των 250.000 ευρώ, ώστε ο κάθε Κινέζος υπήκοος αγοραστής να πληροί την προϋπόθεση του νόμου για την απόκτηση της άδειας παραμονής», που δεν είναι άλλη από το να αποκτήσει εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο στην ελληνική επικράτεια αξίας τουλάχιστον 250.000 ευρώ.
Αξιοσημείωτο, δε, είναι ότι μετά την πώληση των ακινήτων «σε αρκετές περιπτώσεις οι Κινέζοι έχοντας αποκτήσει πλέον την κυριότητα του ακινήτου και κατ’ επέκταση έχοντας καλύψει την προϋπόθεση του νόμου για την απόκτηση άδειας παραμονής στην Ελλάδα παραχωρούσαν προς εκμετάλλευση τα ίδια τα ακίνητα στις εταιρείες του Ευάγγελου Παπαευαγγέλου, δηλαδή στις πωλήτριες εταιρείες, είτε μέσω του συστήματος των βραχυχρόνιων (Airbnb) είτε μέσω μακροχρόνιων μισθώσεων».
Μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής οι Κινέζοι αγοραστές «υπέβαλλαν στην αρμόδια διεύθυνση αλλοδαπών και μετανάστευσης αιτήσεις για χορήγηση άδειας διαμονής προσκομίζοντας, μεταξύ των άλλων, τα παραπάνω εικονικά ως προς το τίμημα συμβόλαια αγοραπωλησίας ακινήτων». Με τον τρόπο αυτό, αναφέρει το βούλευμα, «επιτύγχαναν, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, την έκδοση της άδειας διαμονής, καταστρατηγώντας τις σχετικές διατάξεις που απαιτούν αφενός μεν η πραγματική αξία του ακινήτου να υπερβαίνει τις 250.000 ευρώ, αφετέρου δε η εξόφληση του τιμήματος να γίνεται αποκλειστικά και μόνο είτε με έμβασμα (από λογαριασμό του δικαιούχου, ώστε να προκύπτει και η νομιμότητα προέλευσης των κεφαλαίων), είτε με δίγραμμες επιταγές».
Μεταφορά κεφαλαίων στο Λουξεμβούργο
Στο βούλευμα γίνεται, όμως, αναφορά και σε προσπάθεια εκ μέρους του επιχειρηματία να σβήσει τα ίχνη «της εκδηλωθείσας παράνομης δραστηριότητάς του» με τη μεταφορά κεφαλαίων στο Λουξεμβούργο. Τα κεφάλαια μεταφέρονταν σε τραπεζικό λογαριασμό εταιρείας που είχε ως μοναδικούς μετόχους τις δύο κόρες του, οι οποίες ωστόσο στις φορολογικές τους δηλώσεις δηλώνουν άνεργες και χωρίς εισοδήματα από δραστηριότητες στο εξωτερικό.
«Η σημαντική διαφορά τιμήματος (η οποία κυμαινόταν μεταξύ 24% και 76%) μεταφερόταν ως προμήθεια σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η οικογενειακών συμφερόντων του Ευάγγελου Παπαευαγγέλου εταιρεία με την επωνυμία Hermes KPM Investments Ltd στην τράπεζα EFG του Λουξεμβούργου», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι δικαστές σημειώνοντας ότι στον τραπεζικό λογαριασμό της Hermes εμβάστηκαν από την Destiny σταδιακά από το 2015 έως το 2018 9.877.510 ευρώ.
«Πέρα από την πρόδηλη ανυπαρξία νόμιμης συναλλακτικής αιτίας για τη μεταφορά αυτών των σημαντικών ποσών, και μάλιστα σε περίοδο περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και στην Ελλάδα, μεταξύ των εταιρειών Destiny και Hermes, είναι προφανές ότι ο Ευάγγελος Παπαευαγγέλου χρησιμοποίησε το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας, μέλους της Ευρωζώνης, προκειμένου να νομιμοποιήσει όσα αποκέρδαινε από την ως άνω μεθοδευμένη δραστηριότητά του, και μάλιστα να νομιμοποιήσει κέρδος που κτήθηκε με την παραβίαση των ελληνικών φορολογικών διατάξεων», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βούλευμα.
Η βίλα του Πέτρου Κωστόπουλου και η μήνυση από τον Δήμο Αθηναίων
Μάλιστα οι δικαστές δεν παραλείπουν να κάνουν αναφορά και στην απόκτηση της βίλας του Πέτρου Κωστόπουλου από τον ελεγχόμενο επιχειρηματία. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στο βούλευμα, «μέρος από τις παράνομες προμήθειες που ο Ευάγγελος Παπαευαγγέλου εξασφάλισε μέσω της εγκληματικής δράσης των εταιρειών που εκπροσωπούσε διατέθηκε από τον ίδιο για την αγορά της υπερπολυτελούς μονοκατοικίας του ήδη πτωχεύσαντος επιχειρηματία Πέτρου Κωστόπουλου, η οποία έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 2018 έναντι τιμήματος 4,6 εκατ. ευρώ […]. Οπως προκύπτει δε από τις φορολογικές δηλώσεις του Ευάγγελου Παπαευαγγέλου, η οικία αυτή φαίνεται ως δήθεν μισθωμένη σε μία από τις δύο κόρες του», παρόλο που η τελευταία δηλώνει στις φορολογικές αρχές άλλη διεύθυνση κατοικίας.
Τέλος, στο βούλευμα γίνεται αναφορά και στο γεγονός ότι ο πρώην ισχυρός άνδρας των Jumbo «είχε καταρτίσει πλαστό έγγραφο, δυνάμει του οποίου ο Δήμος Αθηναίων φέρεται να εξουσιοδοτεί την εταιρεία Destiny να ενεργεί ως δήθεν επίσημα αναγνωρισμένο μεσιτικό γραφείο ακινήτων και πρακτορείο για το επενδυτικό πρόγραμμα ‘‘Ελληνική Χρυσή Βίζα’’, που περιελάμβανε πωλήσεις, οικονομικές και μεταναστευτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα και στην Κίνα». Μάλιστα, για το θέμα αυτό ο Δήμος Αθηναίων έχει υποβάλει ήδη μηνυτήρια αναφορά στην Εισαγγελία ζητώντας την απόδοση ποινικών ευθυνών για πλαστογραφία.