Εκείνο το πρωί ένας φαντάρος της Βέρμαχτ ανεβαίνει αγκομαχώντας τα μαρμάρινα σκαλιά της Ακρόπολης, πλησιάζει τον στύλο και κατεβάζει τη σημαία με τη σβάστικα. Την τυλίγει κάτω από τη μασχάλη του και πάνω από τον δεξί του ώμο, και κατεβαίνει προσεκτικά προς την έξοδο από τον Ιερό Βράχο. Κάτω τον περιμένει ένα στρατιωτικό όχημα με αναμμένη τη μηχανή. Κάπως έτσι αρχίζει η απελευθέρωση της Αθήνας, εκείνη την ημέρα της χαράς και της περισυλλογής.
Ήταν 12 Οκτωβρίου του 1944. Τα σήμαντρα άρχισαν δειλά δειλά να ηχούν. Ο κόσμος έβγαινε στους δρόμους, στην αρχή προσεκτικά, μετά κατά ομάδες και σε λίγο οι Αθηναίοι κατέκλυσαν το κέντρο της πόλης. Στους δρόμους αντάρτες με τα φισέκια σταυρωτά στο στήθος, με γενειάδες και μάτια που αστραποβολούσαν. Πανό με συνθήματα του ΚΚΕ και του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Ήταν το πρώτο τσιγάρο που άναβαν με άρωμα απελευθέρωσης. Στα νότια του Σαρωνικού κάποιοι διέκριναν κάτι γκρι όγκους να πλησιάζουν τις ακτές. Δύο εικοσιτετράωρα μετά ο στρατηγός Σκόμπι αποβιβαζόταν στη φαληρική ακτή. Οι Εγγλέζοι έφθασαν στην Αθήνα. Μετά κατέφθασε η κυβέρνηση από την Αλεξάνδρεια υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Οι Γερμανοί ηττήθηκαν, η Αθήνα απελευθερώθηκε. Δύο μήνες αργότερα, τα Δεκεμβριανά, ο διχασμός, η πράξη έναρξης του Εμφυλίου.
Εκείνη την ημέρα της 28ης Οκτωβρίου η Αθήνα ξύπναγε μουδιασμένη. Κάτι ψιθυριζόταν στα τραμ και στα καφενεία με τα αγουροξυπνημένα πρόσωπα. Τα παραρτήματα των εφημερίδων με έκτακτες εκδόσεις ανακοίνωναν το γεγονός. Η Ελλάδα ήταν σε πόλεμο. Επιστράτευση. Τα παλληκαράκια στου Ρουφ και από εκεί στα τρένα. Πάνω στο Καλπάκι τα πολυβόλα SKODA του ελληνικού στρατού «φτιούσαν μέταλλο», όπως θα έλεγε και ο Βάρναλης. Μια φούχτα φαντάροι και μία παλάμη συνταγματάρχες, ψυχωμένοι άνθρωποι, κάποιοι νεαροί ανθυπολοχαγοί έγραφαν ιστορία χωρίς να το ξέρουν. Οι Ιταλοί απόρησαν. Καθηλώθηκαν. Τρόμαξαν. Στην Αθήνα, στο Επιτελείο δεν το πίστευαν. Κάτι έγινε εκεί πάνω, στις δυτικές πλαγιές της Πίνδου. Η «Γραμμή» δεν έσπασε, ο στρατός δεν τράπηκε σε φυγή, τα φαντάρια παρέμεναν στα ορύγματα, τα πολυβόλα ξερνούσαν συνεχώς, αλλά πύρωναν τα άτιμα. Κάπως έτσι άρχισε η ανατροπή.
Είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που γιορτάζει την έναρξη του πολέμου κι όχι την ημέρα της απελευθέρωσης. Προτίμησε η ελίτ να επιβάλει τη μνήμη του «ΟΧΙ» του δικτάτορα και όχι το χαμόγελο της νίκης με τους δρόμους γεμάτους αντάρτες του ΕΛΑΣ και τα συνθήματα του ΚΚΕ. Γιορτάζουμε την αρχή κι όχι το νικηφόρο τέλος. Γιατί άραγε;
Τιμή και δόξα σε εκείνους που κράτησαν στο Καλπάκι, που δεν ενέδωσαν στον τρόμο, που αντεπιτέθηκαν και τους πήραν φαλάγγι, εκείνους τους ανώνυμους φαντάρους, τους άγνωστους υπαξιωματικούς, τους αξιωματικούς που τόλμησαν. Τιμή και δόξα σε όσους μετά την κατάρρευση πήραν τα βουνά, γέμισαν τα υπόγεια στις πόλεις, έστησαν το αντάρτικο, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, πολέμησαν στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, σήκωσαν τη σημαία στην Ιταλία, κράτησαν το μέτωπο ψηλά. Τιμή και δόξα σε εκείνους που κατέγραψαν το χρονικό αυτό και τώρα ξέρουμε.
Γιατί, όμως, γιορτάζουμε την αρχή κι όχι το τέλος; Ποια ήταν η παλατιανή ελίτ που μόλις έσπασε το Ρούπελ, καβάλησαν τα πλοία του Στόλου με τα σεντούκια και τα χρυσαφικά του για να φύγουν για την Αλεξάνδρεια;
Γιατί σε αυτήν τη χώρα μάς αρέσει να διαστρεβλώνουμε κι όχι να συζητάμε, να συναποφασίζουμε, να σκεπτόμαστε, βρε αδελφέ;
Πολλά χρόνια μετά ο Μάνος Χατζιδάκις τολμά και εξηγείται για να μην παρεξηγείται διά ζώσης στα ερτζιανά του δημόσιου ραδιοφώνου. Τα λέει χύμα και σταράτα. Τα έζησε, τα είδε, τα ένιωσε. Και ως όφειλε, τα είπε:
«Επειδή είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που δεν γιορτάζει την απελευθέρωση αλλά την έναρξη του πολέμου, τιμώντας ουσιαστικά έναν φασίστα δικτάτορα, ο οποίος υπό διαφορετικές συνθήκες θα έφτιαχνε μια Ελλάδα κατ’ εικόνα και ομοίωση της ναζιστικής Γερμανίας.
»Γιατί είπε το ΟΧΙ ο Μεταξάς, αφού θαύμαζε τον άξονα και κυβερνούσε με τον τρόπο του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού;
»Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά… Oι πιέσεις, οι Άγγλοι, τα ανάκτορα κ.τ.λ. Μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί και αν λέγαμε ΝΑΙ; Πάλι στα ίδια θα ήμασταν. Ένα-δυο χρόνια υπό συμμαχική επιστασία -μήπως δεν είμαστε πέντε και δέκα χρόνια κάτω από αυτούς;– κι ύστερα μες στη συμμαχία και τέλος στην ευρωπαϊκή κοινότητα.
»Άσε και εκείνη τη μεταπολεμική ψευδαίσθηση που μας την καλλιεργούσαν και οι πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις μας, ότι ήμασταν οι πρωταγωνιστές του πολέμου, οι περιούσιοι των συμμάχων. Πιστεύαμε στο τέλος, σαν τον Καραγκιόζη, πως εμείς σκοτώσαμε τον κατηραμένο όφι. Μεθύσαμε από δόξα, που μόνοι μας χαρίσαμε στους εαυτούς μας. Για μια ακόμη φορά νικήσανε οι Χίτες, οι κουτσαβάκηδες, οι ταγματασφαλίτες, οι βασανιστές και οι μέλλοντες Μιχαλόπουλοι και Κουρήδες. Αυτή είναι η 28η Οκτωβρίου. -M.X.».
Συνυπογράφουμε. Ας το ξανασυζητήσουμε λοιπόν…