Για σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων στην υπόθεση του κυκλώματος χρυσού, κάνουν λόγο στο σκεπτικό του βουλεύματος οι δικαστές του συμβουλίου.
Κρίνουν μάλιστα ότι «συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης» ότι έχουν διαπράξει το αδίκημα της λαθρεμπορίας και τις άλλες πράξεις που τους αποδίδονται (σ.σ εγκληματική οργάνωση, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος).
Στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους οι δικαστές, υιοθετούν την πρόταση της εισαγγελέως, η οποία ωστόσο, προτείνει την αποφυλάκιση των κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και του Ριχάρδου, λόγω της νομικής διαμάχης που έχει προκύψει για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος της λαθρεμπορίας, η οποία, όπως λέει θα επιλυθεί κατά την διάρκεια της ανάκρισης.
Ειδικότερα, οι δικαστές αποφαίνονται ότι «προκύπτει πως υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής , αφού παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς τους, συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ότι έχουν τελέσει τις διωκόμενες πράξεις , ιδίως ενόψει του ότι οι κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού κατελήφθησαν στην κατοχή των κατηγορουμένων και προορίζονταν για εξαγωγή στην Τουρκία, χωρίς να προκύπτει για αυτά η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευσή τους και την επ΄ αυτών επιμέτρηση φόρων , δηλαδή ΦΠΑ, και (ενδεχομένως) ειδικού φόρου πολυτελείας, με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα.
Επειδή όμως, όπως αναφέρουν οι δικαστές, οι κατηγορούμενοι είναι γνωστής διαμονής, και δεν είναι ύποπτοι φυγής, μπορούν να αποφυλακιστούν με περιοριστικούς όρους, οι οποίοι στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι αναγκαίοι.