Εννέα στους δέκα επιχειρηματίες της Θεσσαλονίκης εκτιμούν ότι κυρίαρχη αιτία για τη φοροδιαφυγή είναι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές.
Παράλληλα αμφισβητούν την ανταποδοτικότητα των ασφαλιστικών εισφορών δηλώνοντας ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από όσα λαμβάνουν σε σχέση με όσα πληρώνουν τόσο στο κομμάτι των συντάξεων (83%) όσο και των παροχών υγείας (84%).
Οι παραπάνω θέσεις των επιχειρηματιών αποτυπώνονται στις απαντήσεις που έδωσαν στις ad-hoc ερωτήσεις του “Βαρομέτρου” του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με την εταιρία Palmos Analysis.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, σε συνολικό δείγμα 1500 ατόμων (800 επιχειρήσεις, 700 καταναλωτές στον νομό).
Αναλυτικότερα, στην ερώτηση «Ποιες είναι κατά την γνώμη σας οι δύο βασικότερες αιτίες του φαινομένου της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα;», οι επιχειρηματίες, σε ποσοστό 86% καταδεικνύουν σαν «ρίζα του κακού» τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και έπεται με μεγάλη διαφορά η χαμηλή ανταποδοτικότητα από το δημόσιο με 41%.
Στη συνέχεια, σε ποσοστό 32% δηλώνουν πως θεωρούν ως υπεύθυνη για τη φοροδιαφυγή την έλλειψη φορολογικής συνείδησης των Ελλήνων και σε ποσοστό 17% την απουσία αποτελεσματικών φορολογικών ελέγχων.
Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρηματίες προτείνουν χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Για τα φυσικά πρόσωπα, απαντούν σε ποσοστό 31% ότι οι συντελεστές δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 6%-10%. Σε ποσοστό 28% οι επιχειρηματίες δηλώνουν ότι οι συντελεστές για τα φυσικά πρόσωπα θα πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 11%-15% και σε ποσοστό 13% ανάμεσα σε 16% και 20%.
Αντίστοιχα για τους φορολογικούς συντελεστές των νομικών προσώπων, το 32% των ερωτώμενων επιχειρηματιών θεωρεί ότι πρέπει να είναι μεταξύ 11%-15%, το 28% ανάμεσα στο 6%-10% και το 20% μεταξύ 16%-20%.
«Σε τι βαθμό θα λέγατε ότι συναρτάται η παραμονή της επιχείρησής σας στην Ελλάδα με το φορολογικό/ασφαλιστικό κόστος;». To 50% των επιχειρηματιών απαντά σε αυτό το ερώτημα ότι ο βαθμός αυτός είναι «πολύ μεγάλος και αρκετά μεγάλος», το 30% υποστηρίζει ότι δεν συναρτάται καθόλου, το 10% δηλώνει «ούτε μεγάλος/ούτε μικρός» και το 5% «μικρός».
Ανεπαρκής ενημέρωση για εξωδικαστικό και 120 δόσεις
Από τις ad-hoc ερωτήσεις αποκαλύπτεται ακόμη πως το 42% των επιχειρήσεων δεν είναι ενήμερο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, το 30% τον γνωρίζει, αλλά όχι και τόσο καλά και μόλις το 27% είναι καλά πληροφορημένο.
Αντίστοιχα, για την ρύθμιση των 120 δόσεων των ελευθέρων επαγγελματιών προς την εφορία και τον ΕΦΚΑ, το 38% ουδέν γνωρίζει, το 32% δεν γνωρίζει τόσο καλά και το 29% δηλώνει ενημερωμένο επαρκώς. Για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό το 25% τον θεωρεί μεν σωστό, αλλά εκτιμά πως δεν βοηθάει με τη σημερινή του μορφή, το 19% απαντά ότι είναι σωστός και βοηθάει όπως είναι σήμερα και το 12% υποστηρίζει ότι είναι λανθασμένος. Αντίστοιχα, για τις 120 δόσεις, το 26% θεωρεί τη ρύθμιση σωστή αλλά πιστεύει πως «δεν βοηθάει όπως είναι σήμερα», ίδιο ποσοστό απαντά ότι είναι σωστή και βοηθάει και το 10% δηλώνει ότι είναι λανθασμένη.
Ως προς το ασφαλιστικό σύστημα, όπως αναφέρθηκε και εισαγωγικά, οι επιχειρηματίες δηλώνουν σε ποσοστό 64% ότι η ανταποδοτικότητα των εισφορών που καταβάλλουν σε χέση με τις συντάξεις είναι «καθόλου ικανοποιητική» (το αντίστοιχο ποσοστό για τις παροχές υγείας είναι 59%).
Μάλιστα, εάν αθροιστούν και οι απαντήσεις των επιχειρήσεων, που χαρακτηρίζουν την ανταποδοτικότητα «λίγο ικανοποιητική», τότε προκύπτει ότι σε ποσοστό 83% είναι καθόλου ή λίγο ικανοποιημένες με τα όσα πληρώνουν και λαμβάνουν αντίστοιχα στο κομμάτι των συντάξεων (το αντίστοιχο ποσοστό για τις παροχές υγείας είναι 84%).
Οι καταναλωτές αποφασίζουν με κριτήριο πρωτίστως τις τιμές
Σε ό,τι αφορά τους καταναλωτές, στο πλαίσιο των ad-hoc ερωτήσεων αυτοί ερωτήθηκαν ποιοι είναι οι τρεις βασικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή καταστήματος για τις αγορές τους σε καταναλωτικά προϊόντα. Σε ποσοστό 79% (πολλαπλές απαντήσεις) απάντησαν πως είναι οι τιμές, σε ποσοστό 52% η ποιότητα, 38% η ελληνική προέλευση και 23% η γρήγορη πρόσβαση στο κατάστημα (απόσταση) κτλ.
Αντίστοιχα, οι προσφορές των καταστημάτων αποτελούν για το 39% των καταναλωτών το κυριότερο κριτήριο για τις αγορές τους και για το 41% αρκετά σημαντικό κριτήριο, που το συνεκτιμούν μαζί με άλλους παράγοντες.
Οι καταναλωτές αποδεικνύουν πως έχουν και περιβαλλοντικό αισθητήριο, καθώς το 64% αυτών δηλώνει ότι το μέτρο της χρέωσης του ειδικού τέλους για τις πλαστικές σακούλες θα συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος.
Για αυτό και το 59% των καταναλωτών από την στιγμή που εφαρμόστηκε το παραπάνω τέλος χρησιμοποιεί πλέον τσάντα αγορών πολλαπλών χρήσεων.