Εξαρθρώθηκε, από το Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, πολυμελής εγκληματική οργάνωση που διέπραττε ληστείες και διαρρήξεις σε οικίες σε διάφορες περιοχές της Αττικής
Μεσημβρινές ώρες της 19-10-2017, από αστυνομικούς της ανωτέρω Υπηρεσίας πραγματοποιήθηκε οργανωμένη επιχείρηση, στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας αλλά και στο Ναύπλιο, κατά τη διάρκεια της οποίας συνελήφθησαν έξι (6) από τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης (μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά μέλη) εκ των οποίων τέσσερις (4) άνδρες ηλικίας 30, 37, 40 και 42 ετών και δύο (2) γυναίκες ηλικίας 19 και 40 ετών, όλοι υπήκοοι Γεωργίας. Ταυτοποιήθηκε και αναζητείται, ένα (1) επιπλέον μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, επίσης υπήκοος Γεωργίας
Σε βάρος τους σχηματίσθηκε ποινική δικογραφία για τα κατά περίπτωση αδικήματα της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, ληστείες και διακεκριμένες κλοπές κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, πλαστογραφία μετά χρήσης και παράβαση του Νόμου περί όπλων.
Ως προ το ιστορικό της υπόθεσης, το Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ιδιοκτησίας διαπίστωσε κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα τη σύσταση και δράση εγκληματικής ομάδας, αποτελούμενης από άτομα Γεωργιανής υπηκοότητας, τα μέλη της οποίας διέπρατταν διακεκριμένες κλοπές και ληστείες από οικίες σε διάφορες περιοχές της Αττικής.
Για το λόγο αυτό συστήθηκε ειδική ομάδα αστυνομικών, με αποκλειστικό καθήκον τη συλλογή όλων των διαθέσιμων στοιχείων για τον εντοπισμό και την σύλληψη των μελών της.
Όπως προέκυψε από την έρευνα οι ανωτέρω κατηγορούμενοι τουλάχιστον από πενταετίας, είχαν συστήσει και ενταχθεί σε εγκληματική οργάνωση που διέπραττε κλοπές και ληστείες σε οικίες και σε εταιρείες, σε διάφορες περιοχές της Αττικής, χρησιμοποιώντας παράλληλα πλαστά έγγραφα, προκειμένου να κινούνται ελεύθερα χωρίς να κινδυνεύουν να εντοπισθούν και να συλληφθούν.
Η εγκληματική αυτή οργάνωση είχε τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν όλες τις καλά δομημένες και ιδιαίτερα δραστήριες εγκληματικές οργανώσεις στο πλαίσιο των Διεθνικών Εγκληματικών Ομάδων και Οργανώσεων του Ευρασιατικού Οργανωμένου Εγκλήματος, με κύριο χαρακτηριστικό την πίστη και την αφοσίωση στην ομάδα, η οποία διασφαλίζεται από το γεγονός ότι τα μέλη της έχουν κοινή εθνική και οικογενειακή βάση (οικογενειακές σχέσεις μεταξύ των μελών).
Η δράση της οργάνωσης περιλάμβανε κεντρικό συντονισμό, στρατολόγηση και εκπαίδευση των μελών, σχεδιασμό και παρακολούθηση των θυμάτων για την συλλογή πληροφοριών για τις συνήθειες τους, αντικατάσταση των συλληφθέντων μελών και την προστασία τους, αλλά και τη χρήση ψευδών στοιχείων ταυτότητας από τα ηγετικά στελέχη.
Ως προς την δομή της οργάνωσης, ο 37χρονος και ο 40χρονος από τους συλληφθέντες, έχαιραν του σεβασμού όλων των υπολοίπων μελών, διατηρώντας ηγετικό – συντονιστικό και αναντικατάστατο ρόλο στην οργάνωση, ακόμα και όταν κάποιος εξ αυτών είχε συλληφθεί από τις Αστυνομικές Αρχές.
Συγκεκριμένα, στο ανώτερο επίπεδο της οργάνωσης βρισκόταν ο 37χρονος, ο οποίος κατείχε τον τίτλο του « VOR » και από τον οποίο εξαρτιόταν η δραστηριότητα της οργάνωσης. Είχε τον απόλυτο έλεγχο της οργάνωσης και από αυτόν περνούσαν όλες οι σημαντικές αποφάσεις σχετικά με την δράση της ομάδας, τους στόχους, τα αφαιρεθέντα αντικείμενα και την περαιτέρω διάθεση αυτών. Μετά την διάπραξη κάθε αξιόποινης πράξης, έκρινε τα μέλη ανάλογα με τα αποτελέσματα, τις ενέργειες τους και τις επιδόσεις τους. Είχε τον πλήρη έλεγχο και τον συντονισμό, ακόμα και σε περίπτωση που βρισκόταν έγκλειστος κέντρων κράτησης.
Στην ιεραρχία της ομάδας, μετά τον « VOR » ακολουθούσε ο 40χρονος, ο οποίος ήταν ο επιχειρησιακός αρχηγός της οργάνωσης. Είχε πλούσιο εγκληματικό παρελθόν και εμπειρία ώστε να ασκεί αυστηρό έλεγχο στα υπόλοιπα μέλη.
Η οργάνωση κατείχε και «ταμείο» για την κάλυψη των άμεσων αναγκών τους με οικονομικό διαχειριστή τον 40χρονο. Στο ταμείο συνεισέφεραν όλα τα μέλη ενώ σε περίπτωση σύλληψης των μελών τα χρήματα χρησιμοποιούνταν για κάλυψη εξόδων για δικηγόρους, μεταφραστές κλπ.
Τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης ήταν επιπέδου δρόμου και ενεργούσαν με διακριτούς ρόλους (φυσικοί αυτουργοί, τσιλιαδόροι, κατοπτεύοντες), τηρώντας μεταξύ τους κανόνες σχετικής ιεραρχίας.
Η ομάδα διέθετε και υποστηρικτικά μέλη που παρείχαν με κάθε μέσο διευκόλυνση (φερόμενοι ως ιδιόκτητες αυτοκινήτων, ενοικιαστές διαμερισμάτων, άτομα που χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να διαθέσουν τα κλεμμένα στα ενεχυροδανειστήρια κλπ).
Σχετικά με τη διαμονή τους, η οργάνωση ακολουθούσε επίσης την πρακτική που ακολουθούν όλες οι αντίστοιχες οργανώσεις του Γεωργιανού Οργανωμένου Εγκλήματος, ήτοι ενοικίαση διαμερισμάτων σε στοιχεία γυναικών υπηκόων Γεωργίας ώστε να μην είναι εύκολος ο εντοπισμός τους, ενώ τα ενοίκια πληρώνονταν από τα έσοδα της εγκληματικής τους δραστηριότητας.
Την ίδια τακτική ακολουθούσαν και με τα αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσαν για την εγκληματική τους δραστηριότητα και τα οποία τις περισσότερες φορές ήταν καταχωρημένα σε στοιχεία έτερων αλλοδαπών προσώπων προκειμένου με αυτό τον τρόπο να καταστήσουν δυσχερή τον εντοπισμό τους, σε περίπτωση που το επιχειρησιακό όχημα γίνει αντιληπτό από μάρτυρες, την στιγμή που εκτελούσαν την κλοπή.
Χρησιμοποιούσαν συγκεκριμένη μεθοδολογία και για την δράση τους επέλεγαν τις περιοχές, τις οποίες εξερευνούσαν για να εντοπίσουν τους μελλοντικούς στόχους τους. Μετέβαιναν στην περιοχή που επέλεγαν τόσο πρωινές ώρες όπου οι ένοικοι έλειπαν όσο και βραδινές, χρησιμοποιώντας τα επιχειρησιακά αυτοκίνητα της οργάνωσης.
Η ενδυμασία τους ήταν διαφορετική ανάλογα με την περιοχή που επέλεγαν να δράσουν για να μην κινήσουν τις υποψίες των περαστικών.
Αφού επέλεγαν την περιοχή στην οποία θα δρούσαν και αποφάσιζαν να προχωρήσουν στην διάρρηξη των οικιών, στάθμευαν τα επιχειρησιακά αυτοκίνητα σε κοντινά των στόχων σημεία και στη συνέχεια χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα (για παράδειγμα προσποιούμενοι τους υπαλλήλους delivery ) προσπαθούσαν να πείσουν τους ιδιοκτήτες των οικιών να τους επιτρέψουν την πρόσβαση στην κεντρική είσοδο των πολυκατοικιών, προκειμένου να μην προβούν σε διάρρηξη, διότι κινδύνευαν να γίνουν αντιληπτοί από διερχόμενους πολίτες.
Τουλάχιστον δύο μέλη, επιτηρούσαν εξωτερικά την οικία, ενώ παράλληλα άλλο μέλος μιλούσε συνεχώς στο τηλέφωνο με τους τσιλιαδόρους για να έχει άμεση ενημέρωση αν πλησίαζε κάποιος από τους ενοίκους ή αστυνομικοί.
Προκειμένου μάλιστα να έχουν κάλυψη, σε περίπτωση που γίνουν αντιληπτοί από διερχόμενους ή ελεγχθούν από αστυνομικούς, σε κάποιες περιπτώσεις δεν δίσταζαν να πάρουν μαζί τους ηλικιωμένες ημεδαπές γυναίκες, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι τις φρόντιζε η 40χρονη, η οποία παρείχε υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας και φροντίδας ηλικιωμένων ατόμων.
Οι ηλικιωμένες παρέμεναν, καθ’ όλη την διάρκεια της διάρρηξης, στο αυτοκίνητο, νομίζοντας ότι επρόκειτο για βόλτα, κάτι που τις ευχαριστούσε ιδιαίτερα.
Όταν αποκτούσαν πρόσβαση στο εσωτερικό της πολυκατοικίας, επέλεγαν το διαμέρισμα στο οποίο θα ενεργούσαν, αφού βεβαιώνονταν ότι οι ένοικοι του απουσιάζουν και με τη χρήση διαρρηκτικών εργαλείων, παραβίαζαν τους ομφαλούς των κλειδαριών και εισέρχονταν στις οικίες. Σε άλλες περιπτώσεις σημάδευαν πρόσφορα διαμερίσματα σε περίπτωση που αποφάσιζαν να επιστρέψουν στην οικία για να την διαρρήξουν.
Κατείχαν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, εξειδίκευση και ικανότητες στην παραβίαση διαφόρων τύπων κλειδαριών που κυκλοφορούν.
Τα μέλη της οργάνωσης κατά την είσοδό τους στις οικίες, ερευνούσαν κάθε πιθανό σημείο στο οποίο θα μπορούσαν οι ένοικοι να αποκρύπτουν αντικείμενα αξίας. Ιδιαίτερη προτίμηση έδειχναν στο ηλεκτρικό ψυγείο της κάθε οικίας, αφενός μεν γιατί αυτό αποτελεί μία «έξυπνη» κρυψώνα, αφετέρου δε γιατί βλέποντας το περιεχόμενο του ψυγείου έβγαζαν συμπέρασμα ως προς την οικονομική επιφάνεια των ενοίκων.
Εκτός από τις οργανωμένες διαρρήξεις τα μέλη της οργάνωσης διέπρατταν και ληστείες, σε περίπτωση που οι ένοικοι των διαμερισμάτων βρίσκονταν εντός των οικιών τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα μέλη της οργάνωσης δεν δίστασαν να απειλούν τα θύματά τους με χρήση διαφόρων αντικειμένων (κατσαβίδια κλπ) προκειμένου να ασκήσουν ψυχολογική βία για να καταφέρουν να επιτύχουν τον σκοπό τους.
Αμέσως μετά τις διαρρήξεις, μετέβαιναν σε ενεχυροδανειστήρια, κυρίως στο κέντρο της Αθήνας όπου διέθεταν τα κλοπιμαία (κοσμήματα, ρολόγια, χρυσαφικά και λοιπά τιμαλφή) προς πώληση έναντι χρηματικών ποσών.
Τα οικονομικά οφέλη που αποκόμιζαν, τα μοιράζονταν μεταξύ τους καθ’ υπόδειξη και υπαγόρευση πάντα του 37χρονου, ο οποίος καθόριζε αυστηρά το ποσό που θα πάρει το κάθε μέλος, ανάλογα με τις υπηρεσίες του, την θέση του και τις ανάγκες του ταμείου της οργάνωσης.
Τα μέλη της οργάνωσης χρησιμοποιούσαν πλαστά έγγραφα ώστε να δυσχεραίνουν τον εντοπισμό τους από τις Αρχές.
Σε όλα τα στάδια των δραστηριοτήτων τους, ελάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης, ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες χρησιμοποιούσαν κινητά τηλέφωνα και κάρτες SIM, καταχωρημένες σε ονόματα ανύπαρκτων αλλοδαπών (κάρτες του κιλού), ενώ σε πολλές περιπτώσεις την ώρα των διαρρήξεων χρησιμοποιούσαν φορητούς ασυρμάτους για να ελαχιστοποιούν τις πιθανότητες εντοπισμού τους.
Από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν ένα (1) περίστροφο, πλήθος κοσμημάτων και ασημικών, μεγάλος αριθμός ηλεκτρονικών και ηλεκτρικών συσκευών όπως τηλεοράσεις, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, φωτογραφικές μηχανές, κινητά τηλέφωνα, αποδεικτικά εμβασμάτων στο εξωτερικό συνολικού ποσού που υπερβαίνει τις 85.000 ευρώ, δελτία αποστολής αντικειμένων και ιδιωτικά συμφωνητικά από ενεχυροδανειστήρια συνολικού ποσού που υπερβαίνει τις 27.000 ευρώ
Από τη μέχρι στιγμής έρευνα, εξιχνιάσθηκαν τριάντα πέντε (35) κλοπές από οικίες, με λεία που υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ.
Εκτιμάται ότι οι συλληφθέντες έχουν διαπράξει δεκάδες ακόμη κλοπές με παρόμοια μεθοδολογία. Οι έρευνες θα συνεχιστούν για την πλήρη εξακρίβωση του εύρους της εγκληματικής τους δραστηριότητας, την συμμετοχή τους σε παρόμοιες αξιόποινες πράξεις, την αναγνώριση και απόδοση στους παθόντες του συνόλου των κατασχεθέντων, καθώς και τον εντοπισμό και άλλων αγνώστων μελών της εγκληματικής οργάνωσης αλλά και τον εντοπισμό των χρηματικών ποσών που οι ανωτέρω δράστες έχουν αποστείλει στο εξωτερικό.
Σημειώνεται ότι σε βάρος του 37χρονου εκκρεμεί καταδικαστική απόφαση για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, διακεκριμένες κλοπές και οπλοκατοχή, με την οποία του επεβλήθη ποινή φυλάκισης οκτώ (8) ετών.
Οι συλληφθέντες, με την σε βάρος τους σχηματισθείσα δικογραφία, οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και παραπέμφθηκαν για κύρια Ανάκριση σε Τακτικό Ανακριτή.