Η πανδημία του COVID-19 ανοίγει βίαια την πόρτα να εισρεύσουν καταιγιστικά, παλιά αλλά και νέα, ερωτήματα σε σχέση με τη ραγδαία εξελισσόμενη παγκόσμια πραγματικότητα. Ενόσω υφιστάμεθα από τη μία την απειλή της μόλυνσης, και από την άλλη πρωτοφανή και παγκόσμιας εμβέλειας περιοριστικά μέτρα, προκύπτει η ανάγκη να ερμηνευτεί η πανδημία ως ένα κορυφαίο γεγονός που πλήττει συνολικά τον πλανήτη.
Η εξάπλωση της επιδημίας φόβου που παρατηρείται λόγω έκτασης και έντασης του COVID-19 εκκολάπτει, τόσο στην Ελλάδα ή στην Κύπρο όσο και διεθνώς, τις αθεράπευτες παθογένειες μιας κουλτούρας φόβου που, in vivo, γεννά πολλαπλούς κινδύνους στο σημερινό βιόκοσμο.
Καθώς η συστημικά πλέον διαταραγμένη ισορροπία έχει αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα κρίσης, όπου τα επιμέρους συστατικά του βιόκοσμου οροθετούνται από ένα ακαθόριστο σύστημα κοινωνικής, πολιτικής ή οικονομικής διαντίδρασης, η πανδημία του ιού σχηματίζει ένα πλαίσιο όχι μόνο τριβής προβλημάτων αλλά και σύμμιξης παθογόνων παραγόντων αβεβαιότητας, άγχους και φόβου που διέπουν είτε τη συλλογική είτε την ατομική στάση και συμπεριφορά.
Σε κάθε περίπτωση, η καθημερινή υπερ-έκθεση μπροστά στο αδυσώπητο καθεστώς της παγκόσμιας εξάπλωσης του ιού και, κατ´επέκταση, η εξοικείωση με ειδησεογραφία και εικόνες θανάτου, αλλά και η αίσθηση της αιχμαλωσίας – λόγω του κατ´ οίκον περιορισμού – και της συνεπακόλουθης επιβολής πολύπτυχων εργαλειακών σχέσεων, μας υποχρεώνουν να αναστοχαστούμε το φόβο ως διαμορφωτικό πλέον παράγοντα της διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού που θα ακολουθήσει, μετά το τέλος της πανδημίας, στη δημόσια σφαίρα του 21ου αιώνα.
Πραγματικά, στις νεωτερικές μας κοινωνίες – όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία του ανθρώπινου είδους-, αναπτύσσονται από το τελευταίο μισό του 20ου αιώνα και εντείνονται στην εποχή μας νέοι τύποι φόβου, οι οποίοι κυριαρχούν σε πλείστες πτυχές της δημόσιας σφαίρας: φόβοι για την υγεία, τους γριποειδείς ιούς, τις κλιματικές αλλαγές, το μεταναστευτικό ρεύμα, την απώλεια εργασίας, τα πυρηνικά, τη στρατιωτικοποίηση των διεθνών σχέσεων αλλά και φόβοι περιφερειακών εντάσεων, ανισοτήτων, φτωχοποίησης κοινωνιών, κατεδάφισης του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών κεκτημένων, κυριαρχίας κβαντικών τεχνολογιών και γενετικής μηχανικής.
Από τον Επίκουρο μέχρι τον Ετιέν ντε λα Μποεσί μέχρι την «Πραγματεία» του Σπινόζα και τη «Φαινομενολογία του Πνεύματος» του Χέγκελ, κατανοούμε πως σκέψη και πράξη οφείλουν να βρίσκονται στους αντίποδες του τρόμου και του φόβου.
Μολαταύτα, ο φόβος – άλλοτε καλλιεργούμενος και άλλοτε συντηρούμενος – αξιοποιείται ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης από μετανεωτερικούς υπερεθνικούς οργανισμούς, κράτη και επιχειρηματικούς μηχανισμούς.
Αναπτύσσοντας το συντονισμό και τη συναίνεση ως καθολική ανάγκη δημόσιας πολιτικής, οι εν λόγω οργανισμοί μεταλλάσσουν το φόβο σε «ατομική ευθύνη» των πολιτών απέναντι στην καταστολή του ιού. Ταυτόχρονα, ενοχοποιούν – κατά πάγια τακτική- μέλη του ζωικού βασιλείου ως υπεύθυνους φορείς του (εκάστοτε) ιού, ουδετεροποιώντας ή/και αποσιωπώντας μεθοδικά τη βιοχημική μηχανοποίηση του πολέμου, απ´ όπου ως γνωστόν δημιουργούνται διαρροές θανατηφόρων ιών από γριποειδεις νόσους.
Είναι κεντρικής, επομένως, σημασίας ζήτημα να κατανοήσουμε πως η ίδια η λειτουργία της μετανεωτερικότητας παράγει κινδύνους, αβεβαιότητα και φόβους. Παράλληλα, εγκαθιδρύει τεχνικές διαχειρίσης σε όλες σχεδόν τις διαστάσεις του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού apparatus.
Εν ολίγοις, δημιουργεί η ίδια τους κινδύνους που την απειλούν και, συνάμα, αναζητά μηχανισμούς που να αποτρέπουν την εντροπία της.
Ο εντοιχισμός και η νέα «κανονικοποίηση»
Κατά συνέπεια, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι στ´όνομα της αντιμετώπισης των κινδύνων, της ανασφάλειας και της κρίσης που δημιουργεί η εξάπλωση της πανδημίας, εκατομμύρια πολιτών σε όλο τον κόσμο, υπό καθεστώς τρόμου και φόβου, αποδέχονται ως καθήκον τον εντοιχισμό τους σε ένα «κλουβί υποτέλειας» (Weber), βιώνοντας παράλληλα μια νέα πτυχή «αποικιοποίησης του βιόκοσμου» (Habermas). Ωστόσο, πάνω σε αυτό τον άξονα ορθολογικότητας, ενδεδυμένου με την ηθική της υπευθυνότητας, δοκιμάζεται επί της ουσίας μια νεοφυής κανονικοποίηση του κοινωνικού σώματος. Ήδη ο Foucault – όπως και άλλοι στοχαστές – ερμηνεύει τις δυτικές κοινωνίες από τα τέλη του 18ου αιώνα με όρους βιο-εξουσίας και βιοπολιτικής. Μολαταύτα, από τον 17ο αιώνα παρατηρείται η πρακτική της απομόνωσης που σταδιακά αποκτά μορφή κυρίαρχης αντίληψης και προσέγγισης στην Ευρώπη.
Με αφορμή λοιπόν τη μεταδοτικότητα του (όποιου) ιού ως απειλής για την κοινωνική συνοχή ή ως απειλής για αναπτυξιακούς ρυθμούς, παρατηρούμε να επαληθεύεται ο πριν από τον Foucault λόγος του Canguilhem, όταν στο έργο του προσέγγιζε την ιατρική ως το πεδίο επί του οποίου κατεξοχήν δοκιμάζεται κάθε νέα αντίληψη περί «κανονικότητας» ή, άλλως, κανονικοποίησης του κοινωνικού σώματος.
Αυτή ακριβώς η αντίληψη είναι αδύνατη χωρίς την εκκόλαψη συνείδησης αδυναμίας και, συνάμα, χωρίς τη διασπορά κουλτούρας αβεβαιότητας, επικινδυνότητας και φόβου. Ακριβώς αυτή η κουλτούρα μεγιστοποιεί την προαγωγή της εποπτείας και της χειραγώγησης καθότι τείνει να συμμορφώνεται προς τις κυρίαρχες υποδείξεις και προς το νέο πλαίσιο ηθικών αρχών. Έτσι, φυσικοποιείται το παρά φύση, το κάθε τερατώδες, όπως αυτό προκύπτει ως κοινωνικός και πολιτικός μετασχηματισμός ή οικονομική μετάλλαξη μετά από κάθε κρίση (λ.χ. άνιση αναδιανομή πλούτου και ισχύος, ανισότητες κ.λπ.).
Εν πάση περιπτώσει, ο κόσμος μετά το τέλος της πανδημίας του COVID-19 δεν θα είναι όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Μέσω της κουλτούρας φόβου, κινδυνεύουμε να δικαιολογήσουμε και απολυτοποιήσουμε τη βιοπολιτική της εξουσίας και της κανονικοποίησης του κοινωνικού σώματος, ως ένα πλέον αδήριτο μεταμοντέρνο στάδιο ανάπτυξης, εντός του οποίου θα αυξάνεται εκρηκτικά ο φαινότυπος του μετάνθρωπου.
Η υφέρπουσα, ωστόσο ευδιάκριτη κουλτούρα φόβου – ο φόβος του φόβου – διέπεται, συν τοις άλλοις, και από μια ομοιογενή λογική. Στις παλιές, παραδοσιακές κοινωνίες, έλεγε η Heller, η λογική ήταν ομοιογενής. Η πανδημία όμως του COVID-19 όχι μόνο απέδειξε την εσφαλμένη αντίληψη της Ουγγαρέζας φιλοσόφου αλλά ενίσχυσε τη νεοσυντηρητικής αντίληψης «ενιαία σκέψη», ήτοι την υποταγή της σκέψης στον δεσποτισμό της ορθότητας. Να υποθέσω ότι στην εποχή μας το μέλλον έχει παρεισφρήσει στο παρόν ; Τελικά δικαιώνεται ο Novalis -και μαζί του οι ρομαντικοί της κάθε εποχής- όταν δήλωνε πως η ζωή είναι ακατανόητη με την κοινή Λογική.
Εν κατακλείδι, με αφορμή τον ιό θα πρέπει να αναστοχαστούμε πάνω στο νέο είδος κόσμου όπως αυτός φαίνεται να (ανα)διαμορφώνεται στα μεταμοντέρνα εκκολαπτήρια της κανονικοποίησης του κοινωνικού σώματος που υποβάλλονται εκατομμύρια πολιτών σε όλο τον πλανήτη, απ’ όπου θα ξεπηδήσουν νέες μορφές βιο-εξουσίας, (ανα)διανομής πλούτου, ισχύος, εργασίας, οικονομίας και διακυβέρνησης.
του Κώστα Γουλιάμου, Πρύτανη Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου