Δυσανάλογη η μείωση στις λιανικές τιμές των υγρών καυσίμων. Την υψηλή φορολογία “δείχνει” η αγορά
Η πρωτοφανής κατάρρευση των τιμών του αργού πετρελαίου στις ΗΠΑ, που κατέγραψαν για πρώτη φορά στην ιστορία αρνητικό πρόσημο, αλλά και η σημαντική πτώση στις υπόλοιπες διεθνείς αγορές, πέρα από τον προβληματισμό για τη σοβαρή κρίση που διέρχεται ο πετρελαϊκός τομέας παγκοσμίως, επαναφέρει και το θέμα της σχέσης των μειωμένων τιμών πετρελαίου με τις τελικές τιμές καταναλωτή.
Το σοκ που υπέστησαν οι παραγωγοί πετρελαίου, είτε αφορά αποκλειστικά τις συνέπειες από τα περιοριστικά μέτρα και την παύση σημαντικών ενεργοβόρων δραστηριοτήτων λόγω της πανδημίας, είτε εμπλέκει και κερδοσκοπικά παιχνίδια στις αγοραπωλησίες από τη μεγάλη πτώση της ζήτησης και την ατελείωτη κατηφόρα των τιμών του αργού, δεν μεταφράζεται απαραιτήτως σε θεαματική μείωση των τιμών λιανικής στα υγρά καύσιμα.
Η κατά μέσο όρο τιμή της βενζίνης στον κόσμο ανερχόταν στις 20.4 σε 0,86 ευρώ / λίτρο, ωστόσο υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των χωρών ανάλογα με τη φορολογία, τους οικονομικούς δείκτες και τις πολιτικές κάθε χώρας. Ενδεικτικά, στις ΗΠΑ, πριν καταρρεύσει εντελώς η τιμή του αργού WTI, η λιανική τιμή της βενζίνης βρέθηκε κάτω από το μισό ευρώ το λίτρο.
Η εξέλιξη των τιμών
Στην ελληνική αγορά, πάντως, η “βουτιά” των διεθνών τιμών του πετρελαίου δεν αντανακλάται στις τιμές λιανικής.
Βέβαια, ποτέ δεν υπάρχει πλήρης μετακύλιση της όποιας πτώσης του αργού στη λιανική, και προφανώς οι τιμές των βενζινών και του πετρελαίου θέρμανσης έχουν μειωθεί το τελευταίο περίπου δίμηνο στην εγχώρια αγορά, όμως όχι στα επίπεδα που θα αναμενόταν με βάση την πορεία του αργού και με τη ζήτηση να “βουλιάζει” ως αποτέλεσμα των μέτρων κατά της πανδημίας.
Σημειώνεται ότι για την ελληνική αγορά το αργό πετρέλαιο αναφοράς είναι το λεγόμενο brent, η τιμή του οποίου σήμερα διαμορφώνεται κοντά στα 20 δολάρια / βαρέλι, όταν την αντίστοιχη περσινή περίοδο βρισκόταν στα 74,57 δολάρια / βαρέλι. Η ετήσια μεταβολή είναι της τάξεως του -72% περίπου στην τιμή του αργού τύπου brent.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η τιμή της αμόλυβδης βρίσκεται στα 1,342 ευρώ / λίτρο, ενώ την αντίστοιχη περσινή περίοδο βρισκόταν στο επίπεδο των 1,639 ευρώ/λίτρο, μείωση που ανέρχεται σε περίπου 18%.
Πριν κατρακυλήσουν οι διεθνείς τιμές στα ιστορικά χαμηλά, η κάθετη πτώση της ζήτησης είχε ήδη αρχίσει να πιέζει τις λιανικές τιμές προς τα κάτω. Σε σχεδόν δύο μήνες, από τις 26 Φεβρουαρίου, όταν ανακοινώθηκε επίσημα το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα οι τιμές των πετρελαιοειδών (σ.σ.: με βάση τις μέσες τιμές πανελλαδικά, όπως καταγράφονται από το Παρατηρητήριο Τιμών Καυσίμων του υπουργείου Ανάπτυξης) έχουν μειωθεί αισθητά: -15,96% στην αμόλυβδη, -14,9% στο ντίζελ και -22,6% στο πετρέλαιο θέρμανσης, που βρίσκεται πλέον προς το τέλος της περιόδου διάθεσής του στα 78 λεπτά / λίτρο…
Σε κάθε περίπτωση, η επιβάρυνση των εισοδημάτων των καταναλωτών από τις δαπάνες για πετρελαιοειδή είναι σημαντική: βάσει στοιχείων της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το μέσο ελληνικό νοικοκυριό καταναλώνει περίπου 184 ευρώ τον μήνα για ενεργειακά προϊόντα, εκ των οποίων το 70% περίπου είναι πετρελαϊκά. Αυτό σημαίνει ότι δύο μέσοι μισθοί της ελληνικής οικογένειας τον χρόνο (σ.σ.: πάνω από 1.500 ευρώ) καταναλώνονται σε προϊόντα πετρελαίου.
Δυσανάλογες μειώσεις στην αντλία
Για “εύκολη απάντηση” στο ερώτημα γιατί δεν πέφτουν ανάλογα με τις διεθνείς οι εγχώριες τιμές καταναλωτή έκανε λόγο ο διευθύνων σύμβουλος των Ελληνικών Πετρελαίων Α. Σιάμισιης μιλώντας πριν από λίγες μέρες σε ραδιοφωνικό σταθμό για την κατάσταση στην αγορά πετρελαιοειδών, παραπέμποντας στην υψηλή φορολογία των καυσίμων. Ειδικότερα, ανέφερε ότι από 1,30 με 1,40 ευρώ / λίτρο που διαμορφώνεται σήμερα η τιμή της αμόλυβδης στη λιανική, περίπου το 1 ευρώ αντιστοιχεί σε φόρους. Διευκρίνισε επίσης ότι η τιμή του αργού δεν είναι η τελική τιμή αγοράς, αλλά πρόκειται για τιμή αναφοράς, σημειώνοντας “δεν σημαίνει ότι αγοράζεις πετρέλαιο στην τιμή αυτή, γιατί έχεις τα μεταφορικά, την όλη διαδικασία της αποθήκευσης, τα ασφαλιστήρια, άρα δεν είναι η τιμή αυτή που τελικά πληρώνει ένα διυλιστήριο”.
Ο ίδιος πάντως εκτίμησε ότι εφόσον οι τιμές αυτές παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα και το υπόλοιπο του 2020, κάτι που αναμένεται, “νομίζω ότι θα έχουμε το όφελος ενός περιβάλλοντος χαμηλών τιμών πετρελαίου και βεβαίως ως καταναλωτές θα έχουμε σχετικά χαμηλότερες τιμές, σημειώνοντας πάλι την επίδραση των φόρων και των δασμών, που δυστυχώς είναι θέμα που δεν το ελέγχουμε εμείς”.
Αντίστοιχες είναι διαχρονικά, όχι μόνο στη σημερινή συγκυρία, και οι απόψεις των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών και των πρατηριούχων για το μεγάλο μερίδιο της φορολογίας στα καύσιμα, που δεν επιτρέπει θεαματικές μειώσεις στην τελική τιμή.
Είναι γεγονός ότι υπάρχει υπερφορολόγηση των καυσίμων στη χώρα μας, καθώς περίπου το 65% – 70% της τιμής της αμόλυβδης αφορά φόρους και δασμούς (ΕΦΚ, ΦΠΑ κ.ά.). Δηλαδή, στη σημερινή τιμή της αμόλυβδης των 1,342 ευρώ / λίτρο (μέση τιμή πανελλαδικά), περίπου 87-94 λεπτά αντιστοιχούν σε φόρους.
Επομένως, οποιαδήποτε αυξομείωση των διεθνών τιμών έχει αντίκτυπο μόνο στο 25% – 30% της τιμής της αντλίας, που αποτελεί το κόστος του προϊόντος και τα περιθώρια κέρδους. Οι λιανικές τιμές και άρα το μεικτό περιθώριο κέρδους εταιρειών εμπορίας και πρατηρίων -πέρα από το κόστος του προϊόντος- περιλαμβάνουν: το κόστος μεταφοράς (βυτιοφόρων αυτοκινήτων), χρηματοοικονομικά έξοδα (κόστος αποθεμάτων, πιστώσεις, επενδύσεις κ.λπ.), το κόστος εμπορίας (εκτελωνισμού, αποθήκευσης και διακίνησης κ.λπ.).
Πάντως, ο πρώην διευθύνων σύμβουλος των ΕΛ.ΠΕ. Γ. Στεργιούλης, μιλώντας πρόσφατα στον ρ/σ Στο Κόκκινο, επισήμανε ότι παράλληλα παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο στην αγορά καυσίμων, που μπορεί να αποτελέσει και αντικείμενο έρευνας, σε σχέση με τη διαμόρφωση των περιθωρίων κέρδους εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών και πρατηρίων. Όπως εξήγησε, σύμφωνα με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου του Μαρτίου, δεν πρέπει να υπάρχει περιθώριο κέρδους μεγαλύτερο από αυτό του Ιανουαρίου για όλα τα προϊόντα, όμως, πρόσθεσε, “φοβάμαι ότι, ενώ οι τιμές διυλιστηρίου ακολούθησαν σε μεγάλο βαθμό τις τιμές του αργού πετρελαίου, οι τιμές καταναλωτή δεν τις ακολούθησαν. Πρέπει να διπλασιάστηκε το κέρδος των εταιρειών εμπορίας και των πρατηρίων, το οποίο σημαίνει ότι το υπουργείο Ανάπτυξης, το Παρατητήριο Τιμών, θα έπρεπε ήδη να έχει κάνει μια παρέμβαση για να περάσει αυτή η μείωση τιμών και στον καταναλωτή”.