Είναι τεράστια η ευθύνη του χρηματοπιστωτικού κλάδου διεθνώς, στις κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών που εντείνονται συνεχώς, ενώ γίνονται όλο και πιο συχνές – οπότε είναι αναγκαία η ρύθμιση του, η οποία δεν πρόκειται να συμβεί εάν δεν αφαιρεθεί το βασιλικό προνόμιο που παραδόθηκε ανεύθυνα από τους πολιτικούς στις τράπεζες: η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά.
Ανάλυση
Σε θέματα που αφορούν τις εμπορικές τράπεζες, τις κεντρικές τράπεζες και γενικότερα το χρήμα χωρίς αντίκρισμα έχουμε αναφερθεί πολλές φορές – επειδή θεωρούμε πως οι συνεχείς κρίσεις που βιώνουμε είναι το αποτέλεσμα του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού συστήματος, έτσι όπως αυτό δημιουργήθηκε μετά την έξοδο από τον κανόνα του χρυσού το 1971, ειδικά μετά την απελευθέρωση της λειτουργίας των τραπεζών, οπότε την πλήρη ασυδοσία τους. Είναι βέβαια πολύ δύσκολο να κατανοήσει κανείς τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, τα τοκογλυφικά του χαρακτηριστικά και τη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά – αφού έρχεται σε αντίθεση τόσο με τη λογική, όσο και με την παιδεία που μας έχει επιβληθεί. Εν τούτοις, εάν δεν το καταλάβουμε και δεν πάψουμε να πιστεύουμε στους μύθους που το ίδιο το σύστημα έχει θέσει σε κυκλοφορία, όπως για παράδειγμα το ότι οι τράπεζες είναι οι διαμεσολαβητές μεταξύ των αποταμιευτών και των δανειζομένων, πως δανείζουν δηλαδή μόνο τις καταθέσεις τους, θα συνεχίσουμε να είμαστε σκλάβοι των τραπεζών και των τόκων – με πολύ οδυνηρά αποτελέσματα για το βιοτικό μας επίπεδο, τη δημοκρατία και την ελευθερία μας.
Η Ελλάδα βέβαια έχει πολύ διαφορετικά προβλήματα να αντιμετωπίσει, αφού είναι η μοναδική χώρα που έχει παραμείνει βυθισμένη στην κρίση μετά το 2008 – με το κατά κεφαλήν της εισόδημα να είναι δυστυχώς κάτω από αυτό του 2000, γεγονός που σημαίνει ότι έχει γυρίσει πολλές δεκαετίες πίσω. Με δεδομένες δε τις προβλέψεις για ένα επόμενο κραχ, το οποίο συμβαίνει νομοτελειακά ανά δέκα περίπου έτη με αιτία το μανιοκαταθλιπτικό χρηματοπιστωτικό μας σύστημα, το μέλλον της δεν φαίνεται να είναι καθόλου ευχάριστο – αφού κρατούσε ομπρέλα όταν έβρεχε χρήματα σε ολόκληρο τον πλανήτη, ενώ δεν θα έχει τίποτα για να προφυλαχτεί όταν ξεσπάσει η επόμενη καταιγίδα, η οποία θα είναι πιθανότατα πολύ πιο δυνατή.
Άλλες χώρες όμως, όπως η Ελβετία, γνωρίζουν πολύ καλά τι συμβαίνει, πώς λειτουργούν οι τράπεζες και με ποιές απειλές είναι αντιμέτωπες – έχοντας διδαχθεί από την κρίση του 2008, από την οποία κινδύνευσε να καταρρεύσει το ελβετικό τραπεζικό σύστημα, όπου οι δύο μεγάλες τράπεζες της χώρας διασώθηκαν την τελευταία στιγμή με τα τεράστια ποσά που τους έδωσε η κεντρική. Ως εκ τούτου οι Πολίτες τους θέλουν να το αλλάξουν, περιορίζοντας τις τράπεζες – με ένα δημοψήφισμα που έχουν επιβάλλει στα πλαίσια του πολιτεύματος τους (άμεση Δημοκρατία), το οποίο θα διεξαχθεί τον Ιούνιο.
Πρόκειται για την υιοθέτηση του πλήρους χρήματος, την οποία προωθεί μία πρωτοβουλία Πολιτών που έχει στελεχωθεί με εξειδικευμένους επιστήμονες – οπότε θεωρήσαμε σκόπιμη την υπενθύμιση ενός ανανεωμένου παλαιοτέρου κειμένου μας, έτσι ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα το θέμα, καθώς επίσης τι σημαίνει πραγματικά υπεύθυνος Πολίτης. Στα πλαίσια αυτά τα εξής: ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΧΡΗΜΑ Σε προηγούμενο κείμενο της σελίδας (Η στρατηγική της Ισλανδίας) αναφέρθηκε ότι, για να μπορέσει μία χώρα να σταθεί πραγματικά στα πόδια της, πρέπει να σταματήσει να εξαρτάται από το παγκόσμιο τοκογλυφικό σύστημα – υιοθετώντας το πλήρες χρήμα και εθνικοποιώντας, πριν από κάθε τι άλλο, την κεντρική της τράπεζα, η οποία πρέπει να έχει τον απόλυτο έλεγχο της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά. Διαφορετικά είναι έρμαιο της παγκόσμιας ελίτ και των ισχυρών κρατών του πλανήτη, τα οποία την απομυζούν κυριολεκτικά – συνήθως με τη βοήθεια των οικονομικών κρίσεων, με το χρηματισμό της πολιτικής της ηγεσίας, με τους τόκους για ανύπαρκτα ουσιαστικά χρήματα κοκ.
Υπενθυμίσαμε δε πώς η Τράπεζα της Ελλάδας δεν ανήκει στο ελληνικό δημόσιο, οπότε θα έπρεπε να εθνικοποιηθεί πριν από οποιαδήποτε άλλη ενέργεια της όποιας κυβέρνησης – πόσο μάλλον όταν αποτελεί τη βασική «πηγή διαρροών», με αποδέκτες τους διεθνείς τοκογλύφους οι οποίοι, μέσω αυτής, γνωρίζουν όλα τα μυστικά της χώρας μας.
Περαιτέρω, στη μελέτη που παρουσιάστηκε στην κυβέρνηση της Ισλανδίας, τονίσθηκαν τα πλεονεκτήματα της υιοθέτησης του συστήματος του πλήρους χρήματος – ξεκινώντας από το ότι, οι ιδιωτικές τράπεζες θα έπαυαν να εγγράφουν τεράστια κέρδη από την αγορά, καθώς επίσης από την πώληση των ομολόγων του δημοσίου (οι ελληνικές τράπεζες κέρδιζαν περί το 5% πριν από τη χρεοκοπία της Ελλάδας, με μηδενικό σχεδόν κόστος), εις βάρος των φορολογουμένων Πολιτών, επειδή οι κυβερνήσεις επιβαρύνονται με υψηλότατους τόκους από τους ιδιώτες-αγοραστές των ομολόγων.
Συνέχιζε δε (πηγή) με το εξής: «Επειδή η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά έχει δοθεί στις ιδιωτικές τράπεζες, η κεντρική τράπεζα της Ισλανδίας, οπότε το δημόσιο, χάνει σημαντικά εισοδήματα από τους τόκους – ενώ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτά τα έσοδα για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, για τον περιορισμό της φορολογίας των Πολιτών κοκ. Σε ένα σύστημα πλήρους χρήματος, οι ιδιωτικές τράπεζες δεν μπορούν να δημιουργήσουν χρήματα από το πουθενά. Η νομισματική κυριαρχία, η ισχυρότατη αυτή εξουσία, ευρίσκεται στα χέρια της κεντρικής τράπεζας – η οποία έχει την εντολή να εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα της οικονομίας και της κοινωνίας, στο σύνολο τους. Στο παραπάνω σύστημα όλα τα χρήματα που τίθενται σε κυκλοφορία, είτε σε φυσική, είτε σε ηλεκτρονική μορφή, δημιουργούνται από την κεντρική τράπεζα.
Οι ιδιωτικές (εμπορικές) τράπεζες δεν δημιουργούν πλέον χρήματα, συνεχίζοντας όμως να προσφέρουν υπηρεσίες συναλλαγών στους πελάτες τους, καθώς επίσης δάνεια – μετατρεπόμενες τότε μόνο σε μεσάζοντες, μεταξύ των καταθετών και των δανειζομένων». Υπάρχει βέβαια ένας ακόμη πολύ σημαντικός κανόνας: η υπηρεσία πληρωμών πρέπει να αποτελείται από λογαριασμούς συναλλαγών ιδιωτών και επιχειρήσεων. Τα χρήματα σε αυτούς τους λογαριασμούς θα είναι ηλεκτρονικά πλήρη χρήματα, τα οποία θα δημιουργούνται από την κεντρική τράπεζα. Οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί συναλλαγών δεν έχουν κανένα ρίσκο, επειδή παραμένουν άτοκοι στην κεντρική τράπεζα – ενώ η κεντρική τράπεζα δεν τους θέτει στη διάθεση των ιδιωτικών τραπεζών, για τη διεξαγωγή επενδύσεων.
Συνεχίζοντας, η κεντρική τράπεζα είναι η μοναδική υπεύθυνη για τη δημιουργία των απαραίτητων χρημάτων, όσον αφορά την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης. Αντί λοιπόν να αρκείται στα επιτόκια, για να ρυθμίζεται αυτόματα η δημιουργία χρημάτων από τις ιδιωτικές τράπεζες, η κεντρική τράπεζα μπορεί να αλλάζει μόνη της την ποσότητα χρήματος στην οικονομία. Οι αποφάσεις τώρα για τη δημιουργία νέων χρημάτων θα λαμβάνονται από μία επιτροπή ειδικών επιστημόνων, η οποία θα είναι ανεξάρτητη από την εκάστοτε κυβέρνηση – τα συμπεράσματα και οι ενέργειες της οποίας θα είναι απόλυτα διαφανή, όπως τα αντίστοιχα των νομισματικών επιτροπών.
Η επιτροπή αυτή, η τέταρτη ουσιαστικά εξουσία σε μία χώρα με πολίτευμα άμεσης δημοκρατίας (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική και νομισματική εξουσία), θα μπορούσε να ψηφίζεται απ’ ευθείας από τους Πολίτες – όπου όμως υποψήφιοι θα ήταν οι καλύτεροι επιστήμονες της«. Οι αντιδράσεις των τοκογλύφων Περαιτέρω, το παραπάνω σύστημα έχει ήδη προταθεί από τον οικονομολόγο I. Fisher, καθώς επίσης από αρκετούς άλλους, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 – ως ο ιδανικός τρόπος για την καταπολέμηση της.
Εν τούτοις το τραπεζικό λόμπι, πανίσχυρο ανέκαθεν, κατάφερε να τοποθετηθεί στο αρχείο η πρόταση – αφού ήταν εναντίον των συμφερόντων του. Εάν είχε υιοθετηθεί, τότε το Κογκρέσο των Η.Π.Α. θα μπορούσε να θεσμοθετήσει κάτι ανάλογο, με αυτό που συζητείται σήμερα στην Ισλανδία – με αποτέλεσμα να αφαιρούταν από την ιδιωτική Fed (ανάλυση) η άδεια δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά. Σε μία τέτοια περίπτωση, όπως αναφέρεται στο αμερικανικό σύνταγμα (Άρθρο 1, παράγραφος 8), το Κογκρέσο θα είχε πλέον την εξουσία να τυπώνει χρήματα, καθορίζοντας το ίδιο την αξία τους. Φυσικά το βασικότερο στοιχείο της μελέτης της Ισλανδίας είναι η εθνικοποίηση της κεντρικής τράπεζας, η οποία θα έπρεπε υποχρεωτικά να ανήκει στο δημόσιο – όπως επίσης η έκδοση χρημάτων, έτσι ώστε να πάψουν να προκαλούνται συνεχώς οικονομικά κραχ, υφέσεις ή ανεργία, να μην πληρώνει το κράτος τόκους για τα χρήματα που θέτει στην κυκλοφορία κοκ.
Συνεχίζοντας, η υιοθέτηση του συστήματος του πλήρους χρήματος, από τεχνικής πλευράς, δεν είναι καθόλου δύσκολο να πραγματοποιηθεί, ενώ το μοναδικό που απαιτείται είναι ουσιαστικά η πολιτική βούληση – η θέληση των κυβερνήσεων να ενεργούν προς όφελος του κράτους και των Πολιτών τους, χωρίς να τους εγκαταλείπουν στο έλεος των τοκογλύφων. Η δυσκολία έγκειται στην αντίθεση των τραπεζικών «γκάγκστερ», οι οποίοι δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να χάσουν το «βασιλικό« τους προνόμιο – έχοντας τα χρήματα και τις ικανότητες να προστατεύσουν τη βασική πηγή του αμύθητου πλούτου και της πολιτικής ισχύος τους. Εύλογα λοιπόν υποθέτει κανείς πως η Ισλανδία θα τοποθετηθεί στο στόχαστρο τους, καθώς επίσης οποιαδήποτε άλλη χώρα σκεφθεί να υιοθετήσει κάτι ανάλογο – όπως για παράδειγμα η Ρωσία, η οποία επίσης σχεδιάζει ένα τέτοιο σύστημα πλήρους χρήματος, μετά τις τρομακτικές οικονομικές επιθέσεις που δέχθηκε από τις Η.Π.Α. Όσον αφορά τη χώρα μας, η προηγούμενη κυβέρνηση βιάστηκε να ανανεώσει τη σύμβαση της με την ιδιωτική Τράπεζα της Ελλάδας για αρκετά χρόνια, λίγο πριν λήξει – υπογράφοντας έτσι την άνευ όρων υποταγή της πατρίδας μας στους τοκογλύφους, χωρίς κανένας Έλληνας να το αντιληφθεί, αφού τα ΜΜΕ τήρησαν σχεδόν απόλυτη σιωπή είτε σκόπιμα, είτε από άγνοια.
Περαιτέρω, υπάρχουν και σε άλλα κράτη Πολίτες που υποστηρίζουν το σύστημα του πλήρους χρήματος, θέλοντας να απελευθερωθούν «άπαξ και δια παντός» από το χρηματοπιστωτικό κτήνος – όπως η δεύτερη χώρα που έχει ως κυρίαρχο πολίτευμα την άμεση δημοκρατία: η Ελβετία, η εξέλιξη του ΑΕΠ της οποίας μετά την κρίση του 2008 ήταν καλύτερη από αυτήν της Γερμανίας (γράφημα). Όπως διαπιστώνεται από το γράφημα, παρά το ότι οι τράπεζες της Ελβετίας ήταν σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένες στα αμερικανικά ενυπόθηκα δάνεια, η πτώση του ΑΕΠ της χώρας ήταν πολύ μικρότερη από αυτήν της Γερμανίας (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά στήλη) – ενώ έχει ξεπεράσει αρκετά τα επίπεδα του 2009.
Η ελβετική πρωτοβουλία Συνεχίζοντας, η «πρωτοβουλία για την υιοθέτηση του πλήρους χρήματος» στην Ελβετία (Vollgeld-Initiative), μία οργάνωση δηλαδή που ασχολείται ενεργά με το θέμα, συγκεντρώνοντας υπογραφές Πολιτών, απαιτεί το μονεταριστικό εκσυγχρονισμό της χώρας, έτσι ώστε να πάψουν να υπάρχουν οικονομικές κρίσεις – τοποθετούμενη στα εξής τρία κεντρικά σημεία: (α) Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας (SNB, ανήκει πλειοψηφικά κατά 52% στα καντόνια και στις τράπεζες τους, ενώ είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο – πηγή) οφείλει να έχει το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης χρημάτων – είτε σε φυσική, είτε σε ηλεκτρονική μορφή. Οι ιδιωτικές (εμπορικές τράπεζες) δεν πρέπει να δημιουργούν χρήματα από το πουθενά, δανείζοντας μόνο τις καταθέσεις των πελατών τους. (β) Η έκδοση χρημάτων πρέπει να πάψει να είναι συνδεδεμένη με το χρέος της οικονομίας και της κοινωνίας. (γ) Τα κέρδη από την έκδοση χρημάτων πρέπει να οδηγούνται στα κρατικά ταμεία – έτσι ώστε να «ανακουφίζουν» τον προϋπολογισμό και να ωφελούν το κοινωνικό σύνολο. Κατά την ελβετική πρωτοβουλία και τα τρία παραπάνω στοιχεία είναι «ιστορικά ριζωμένα» στη χώρα, ενώ το φράγκο ήταν ουσιαστικά «κατασκευασμένο» για πάρα πολλά χρόνια, είχε σχεδιαστεί από την αρχή δηλαδή ως πλήρες χρήμα – οπότε πρέπει να επανέλθει στη συγκεκριμένη του μορφή.
Δημιουργήθηκε δε το 1848 με τη μορφή του ασημένιου νομίσματος, όταν στην καινούργια τότε ιδρυθείσα ομοσπονδιακή δημοκρατία, δόθηκε από το σύνταγμα το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης του. Η ομοσπονδία παρακολουθούσε, επόπτευε καλύτερα την εκτύπωση των νομισμάτων, καθορίζοντας το περιεχόμενο τους σε ασήμι. Το ασημένιο φράγκο ήταν ένα ασφαλές και χωρίς χρέη νόμισμα, η αξία του οποίου αντιπροσώπευε το περιεχόμενο του στο ευγενές μέταλλο. Ιστορική αναδρομή Το επόμενο κεφάλαιο στην ιστορία του ελβετικού φράγκου ξεκίνησε με τη χρήση των χαρτονομισμάτων, ως μέσο συναλλαγής – η οποία αναπτύχθηκε ραγδαία, στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Κάθε τράπεζα τότε μπορούσε να τυπώνει μόνη της χαρτονομίσματα, τα οποία είχαν ως αντίκρισμα το ασημένιο φράγκο – ανταλλασσόταν δηλαδή με αυτό, αποτελώντας από νομικής πλευράς ένα υποκατάστατο των χρημάτων.
Εν τούτοις πολλές τράπεζες δεν ήταν πρόθυμες να ρευστοποιήσουν τα χαρτονομίσματα άλλων τραπεζών, ή απαιτούσαν μία σημαντικά ακριβότερη τιμή. Ορισμένες δε αδυνατούσαν να ανταλλάξουν τα χαρτονομίσματα των πελατών τους με ασημένια φράγκα, επειδή είχαν εκδώσει πολύ περισσότερα, από όσα αντιστοιχούσαν στα αποθέματα τους. Για να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα η Ελβετία, σε μία αναθεώρηση του συντάγματος της το 1874, καθόρισε νομικά τις προϋποθέσεις της έκδοσης, της κάλυψης, καθώς επίσης της ανταλλαγής των χαρτονομισμάτων – κάτι που αποδείχθηκε ανεπαρκές, αφού τα μειονεκτήματα της ύπαρξης πολλών κεντρικών τραπεζών (με την έννοια της έκδοσης χάρτινων νομισμάτων), παρέμειναν ως είχαν.
Έτσι, τοποθετήθηκε ως στόχος μία θεμελιώδης νομισματική μεταρρύθμιση, μέσω της οποίας το κράτος θα είχε το μονοπώλιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων. Το κοινοβούλιο λοιπόν, με μία επίσημη τοποθέτηση του στις 30 Δεκεμβρίου του 1890, υποστήριξε πως η ύπαρξη πολλών εκδοτριών τραπεζών οδηγεί σε έντονες χρηματοπιστωτικές κρίσεις – επειδή η εμπιστοσύνη στη φερεγγυότητα της κάθε μίας είναι εύκολο να χαθεί, λόγω των πολλών υποκαταστημάτων και των πάσης φύσεως υποχρεώσεων τους, με αποτέλεσμα τυχόν απώλεια της εμπιστοσύνης σε κάποια, να προκαλεί μία ανάλογη απώλεια σε όλες τις υπόλοιπες. Επομένως, για να εξασφαλισθεί η απαιτούμενη εμπιστοσύνη, οπότε η χωρίς προβλήματα κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων, θα έπρεπε να υπάρχει μόνο μία τράπεζα – η οποία θα εξέδιδε κατ’ αποκλειστικότητα χαρτονομίσματα, εξυπηρετώντας το κοινωνικό σύνολο. Το βασικό αντικείμενο δε αυτής της «κεντρικής τράπεζας», η οποία θα έπρεπε να είναι ισχυρή, χωρίς να κινδυνεύει από τον υστερόβουλο και μικροαστικό ανταγωνισμό των υπολοίπων, θα ήταν η συνεχής επαφή της με το σύνολο των τραπεζών της χώρας.
Η παραπάνω τοποθέτηση του ελβετικού κοινοβουλίου, οδήγησε στο να δοθεί στο κράτος το μονοπώλιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων – μέσω της ψήφισης ενός νόμου από τους Πολίτες της άμεσης δημοκρατίας (18.10.91). Μέχρι να λειτουργήσει όμως η κεντρική τράπεζα (SNB), καθώς επίσης να ασκήσει το μονοπωλιακό δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομισμάτων, πέρασαν αρκετά χρόνια. Ολοκληρώνοντας, το άρθρο του ελβετικού συντάγματος από το 1891 που αφορά το μονοπώλιο του κράτους στην έκδοση χαρτονομισμάτων αρχίζει ως εξής: «Το δικαίωμα στην έκδοση χαρτονομισμάτων, καθώς επίσης άλλων παρόμοιων χρημάτων, αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του κράτους» Επειδή τώρα η προσθήκη «άλλων παρόμοιων χρημάτων» αφαιρέθηκε από την αναθεώρηση του 1999 που αφορά τη νομισματική πολιτική, η «Πρωτοβουλία του Πλήρους Χρήματος» απαιτεί να γραφτεί ξανά στο σύνταγμα – κάτι που θα εξηγηθεί στη συνέχεια. Το κρατικό μονοπώλιο της δημιουργίας χρήματος Η Ελβετία, από το 1891 έως το 1999 είχε ως κράτος, με βάση το σύνταγμα της, το ολοκληρωτικό μονοπώλιο της δημιουργίας χρημάτων – τόσο όσον αφορά τα μετρητά (μεταλλικά και χάρτινα νομίσματα), όσο και τα «άλλα παρόμοια χρήματα», όπως τα ηλεκτρονικά. Το μονοπώλιο όμως αυτό ήταν μόνο στα χαρτιά – αφού στην πράξη οι τράπεζες δεν το σεβόντουσαν, όταν ξεκίνησαν τις συναλλαγές χωρίς μετρητά, εκδίδοντας ηλεκτρονικά χρήματα.
Έκτοτε η έκδοση ηλεκτρονικών λογιστικών χρημάτων εκ μέρους των ιδιωτικών τραπεζών αυξήθηκε κατακόρυφα – ενώ μετά το 1999 η διαδικασία επιταχύνθηκε, όπως συμπεραίνεται μεταξύ άλλων από την αύξηση των τραπεζικών ισολογισμών (γράφημα). Σήμερα, τα ηλεκτρονικά χρήματα έχουν μερίδιο της τάξης του 90% των συνολικών χρημάτων που κυκλοφορούν στην Ελβετία – ενώ όλοι οι λογαριασμοί καταθέσεων αποτελούνται κυρίως από αυτού του είδους τα λογιστικά χρήματα, τα οποία εκδίδονται από τις ιδιωτικές τράπεζες. Το κράτος αποδεχόταν σιωπηρά, έδειχνε ανοχή δηλαδή για πάρα πολλά χρόνια, όσον αφορά τη συγκεκριμένη λειτουργία των τραπεζών, η οποία δεν ήταν «συμβατή» με τις επιταγές του συντάγματος – ενώ με την αναθεώρηση του 1999 το σύνταγμα προσαρμόσθηκε στην πράξη, αντί να συμβεί το αντίθετο, χωρίς να γίνει θέμα δημόσια η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, εκ μέρους των ιδιωτικών τραπεζών.
Το τέλος του κρατικού μονοπωλίου λοιπόν, όσον αφορά την έκδοση χρημάτων, έλαβε χώρα εν αγνοία ουσιαστικά των Πολιτών της Ελβετίας – παρά το ότι το ομοσπονδιακό συμβούλιο τόνισε πως, όσον αφορά τις τραπεζικές καταθέσεις, δεν πρόκειται για πραγματικά χρήματα, αιτιολογώντας την τοποθέτηση του ως εξής: «Τα χρήματα αυτά, λόγω της διαφορετικής πιστοληπτικής αξιολόγησης των εκάστοτε τραπεζών, δεν έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά – ενώ τους λείπει η τυποποίηση, καθώς επίσης η ευκολία ανταλλαγής, την οποία απολαμβάνουν τα μετρητά χρήματα». Ισχύει βέβαια το ότι οι τραπεζικές καταθέσεις, όπως προηγουμένως τα χαρτονομίσματα (τα οποία πλέον προσπαθούν όλες οι τράπεζες να τα καταργήσουν, επιβάλλοντας στα κράτη μέσω των πολιτικών τις θέσεις τους), είναι από νομικής άποψης υποκατάστατο των πραγματικών χρημάτων. Εν τούτοις, όπως αποδείχθηκε από την τραγωδία της Κύπρου (την οποία απέφυγε η Ελβετία διασώζοντας το 2008 την UBS), οι τραπεζικές καταθέσεις, στην περίπτωση της χρεοκοπίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, δεν έχουν σε καμία περίπτωση την ίδια αξία με τα μετρητά χρήματα – πόσο μάλλον όταν πλέον οι πελάτες των τραπεζών επιβαρύνονται με την παρακολούθηση της οικονομικής τους κατάστασης, μη έχοντας παράλληλα τις απαιτούμενες γνώσεις και πληροφορίες.
Η ανάγκη ριζικής αλλαγής Με κριτήριο τα παραπάνω η «Πρωτοβουλία του Πλήρους Χρήματος» επιδιώκει αφενός μεν τη θεσμική κατοχύρωση του ηλεκτρονικού λογιστικού χρήματος των τραπεζών, αφετέρου την υπαγωγή του στο κρατικό μονοπώλιο – ισχυριζόμενη πολύ σωστά ότι, τα προβλήματα και οι κίνδυνοι της έκδοσης υποκατάστατων ηλεκτρονικών χρημάτων από τις ιδιωτικές τράπεζες είναι ανάλογα με το παρελθόν, όπου οι τράπεζες εξέδιδαν μόνες τους τα χαρτονομίσματα. Επομένως, ισχύουν τα ίδια επιχειρήματα, με βάση τα οποία οι Ελβετοί ψήφισαν το 1891 τη δημιουργία ενός κρατικού μονοπωλίου, όσον αφορά την έκδοση χαρτονομισμάτων – οπότε η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να ανακτήσει το μονοπώλιο της δημιουργίας χρημάτων, επίσης σε ηλεκτρονική μορφή, με την ταυτόχρονη απαγόρευση να δημιουργούν λογιστικά χρήματα οι ιδιωτικές τράπεζες.
Ο στόχος αυτής της διαδικασίας είναι επίσης ο ίδιος με τότε: Η σταθερότητα του συστήματος των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, η ασφάλεια των τραπεζικών καταθέσεων των Πολιτών, καθώς επίσης μία επαρκής προσφορά χρήματος στην οικονομία – έτσι ώστε να επιτυγχάνεται μία προνοητική, ελεγχόμενη και δημοκρατικά νομιμοποιημένη νομισματική πολιτική. Η «Πρωτοβουλία του Πλήρους Χρήματος» επιδιώκει επίσης να είναι τόσο τα μετρητά χρήματα, όσο και τα ηλεκτρονικά ελεύθερα χρεών, όπως στο παρελθόν τα ασημένια φράγκα – όχι όπως τα σημερινά, τα οποία επιβαρύνονται ουσιαστικά με τα χρέη της εκάστοτε οικονομίας.
Αυτό δεν σημαίνει πως χρειάζονται ξανά μεταλλικά νομίσματα, αφού τα χρήματα είναι καλυμμένα από το ΑΕΠ της χώρας – από όλα αυτά δηλαδή, τα οποία μπορεί να αγοράσει κανείς με χρήματα. Όσον αφορά δε την ποσότητα χρήματος, μπορεί να αυξάνεται ανάλογα με το ΑΕΠ, όταν όμως δεν κλιμακώνεται το χρέος της οικονομίας. Τα ελεύθερα χρεών χρήματα μπορεί να καταγράφονται είτε εκτός του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας (όπως συμβαίνει με τα νομίσματα), είτε εντός του – στο παθητικό ως ποσότητα χρήματος, καθώς επίσης στο ενεργητικό ως συμμετοχή στην οικονομία της χώρας. Ολοκληρώνοντας, το πλήρες χρήμα θα μπορούσε να ανακουφίσει τον προϋπολογισμό της Ελβετίας – ειδικά επειδή η συμμετοχή των καντονιών στα κέρδη της κεντρικής τράπεζας ορίζεται από το σύνταγμα της χώρας, ήδη από το 1891. Εάν λοιπόν η κεντρική τράπεζα είχε το μονοπώλιο της δημιουργίας ηλεκτρονικών χρημάτων, τότε τα κέρδη της θα ήταν πολύ μεγάλα, ωφελώντας τους Πολίτες της και όχι τις τοκογλυφικές τράπεζες.
Τα νέα χρήματα που θα δημιουργούνταν θα μπορούσαν να καταλήξουν στην οικονομία μέσω των δημοσίων δαπανών, με αποτέλεσμα να συμβάλλουν τόσο στην αποπληρωμή των δημοσίων χρεών, όσο και στη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων – ενώ θα δινόταν τέλος στη δικτατορία των τραπεζών. Οι διαφορές μεταξύ του παλαιού και του νέου συστήματος που προτείνεται, φαίνονται στο γράφημα που μεγεθύνεται πατώντας επάνω – ενώ έχουμε ήδη αναλύσει τα υπέρ και κατά των δύο συστημάτων (πηγή).
Επίλογος
Είναι προφανής η τεράστια ευθύνη του χρηματοπιστωτικού κλάδου διεθνώς, στις κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών – οι οποίες εντείνονται συνεχώς, ενώ γίνονται όλο και πιο συχνές. Στα πλαίσια αυτά είναι επείγουσα και αναγκαία η ρύθμιση του, η οποία δεν πρόκειται να συμβεί εάν δεν αφαιρεθεί το «βασιλικό προνόμιο» που παραδόθηκε ανεύθυνα από τους πολιτικούς στις τράπεζες: η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά. Επίσης δεν πρόκειται να συμβεί, όσο οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, οι οποίες διοικούν απολυταρχικά τα κράτη, ανήκουν στους διεθνείς τοκογλύφους – με αποτέλεσμα να εγγράφουν τεράστια κέρδη εις βάρος των Πολιτών.
Παράλληλα, διαστρεβλώνουν εντελώς τη λειτουργία της οικονομίας, μεταφέροντας μέσω των οικονομικών κρίσεων, των πακέτων ποσοτικής διευκόλυνσης κοκ., τα εισοδήματα του 99% του πληθυσμού στη μειοψηφική ελίτ του 1% – με αποτέλεσμα να γίνονται οι φτωχοί φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι. Επομένως, η υιοθέτηση του πλήρους χρήματος, όπου τα δάνεια των εμπορικών τραπεζών θα καλύπτονται κατά 100% από τις καταθέσεις τους, καθώς επίσης η ανάκτηση του προνομίου της έκδοσης χρημάτων από εθνικοποιημένες πλέον κεντρικές τράπεζες, οφείλει να είναι η πρώτη προτεραιότητα των Πολιτών – την οποία πρέπει να επιβάλλουν στις κυβερνήσεις τους, με κάθε θυσία.