Τα προβλήματα της Ελλάδας με τις τουρκικές κινήσεις στο Αιγαίο δεν είναι ασφαλώς υπόθεση χθεσινή. Όμως ο χρόνος κάθε άλλο παρά αποδεικνύεται “γιατρός”. Αντιθέτως, αυτό που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα, συμπεριλαμβανομένων και όσων συνέβησαν το τελευταίο 48ωρο, είναι μία διαρκής και πολύπλευρη επιδείνωση της κατάστασης.
Πρώτον, η στάση της Τουρκίας, ειδικά στην περιοχή των Ιμίων, δεν προσδιορίζεται μόνο από δηλώσεις ή από μία σχετικά διακριτική στρατιωτική παρουσία, αλλά εμφανώς αποβλέπει στην δημιουργία “ατυχήματος”, με φυσική επαφή ελληνικών και τουρκικών σκαφών. Ο εμβολισμός της ελληνικής ακταιωρού τα μεσάνυχτα της Δευτέρας δεν ήταν άλλωστε μεμονωμένο περιστατικό, εφόσον κάτι παρόμοιο συνέβη στις 17 Ιανουαρίου με την κανονιοφόρο “Νικηφόρος”.
Δεύτερον, η τουρκική επιχειρηματολογία δεν εδράζεται πλέον στη λογική των “γκρίζων ζωνών”, των οποίων το καθεστώς θα πρέπει να αποσαφηνισθεί, αλλά στον ισχυρισμό ότι πρόκειται για τουρκικά εδάφη. Γνωστή είναι και η θεωρία των “τουρκικών νησίδων που έχουν καταληφθεί παρανόμως από την Ελλάδα” και τις οποίες η αξιωματική αντιπολίτευση της Τουρκίας, κατεξοχήν θιασώτης αυτής της άποψης, μετρά σε 18. Είναι χαρακτηριστικό ότι και η σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών την Τρίτη κάνει λόγο για “τις τουρκικές νησίδες Καρντάκ”.
Τρίτον, η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία της Τουρκίας εμφανίζονται περισσότερο ευθυγραμμισμένες. Οι δηλώσεις του Tayyip Erdogan την Τρίτη ότι η χώρα του είναι σε θέση να υπερασπισθεί τα συμφέροντά της στο Αιγαίο και την Κύπρο, όπως το πράττει στο Αφρίν (όπου διεξάγει την στρατιωτική επιχείρηση “Κλάδος Ελαίας”) δεν αποτελεί παρά επανάληψη προηγούμενων δηλώσεων του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου στρατηγού Hulusi Akar. Μάλιστα η επιχείρηση στο Αφρίν αναλύεται διεθνώς ως δείγμα της αρμονίας που έχουν πετύχει στις σχέσεις τους ο στρατός και ο Erdogan υπό την αναμφισβήτητη πλέον ηγεμονία του δεύτερου. Η εποχή που το τουρκικό παρακράτος σχεδίαζε θερμά επεισόδια στο Αιγαίο προκειμένου να επιτύχει την ανατροπή Erdogan (βλ. Σχέδιο “Βαριοπούλα”) ανήκει στο παρελθόν.
Τέταρτον, η Τουρκία δεν διστάζει να ανοίγει πολλαπλά μέτωπα απειλώντας λ.χ. την Ελλάδα παράλληλα με την κρίση που εκτυλίσσεται στην ΑΟΖ Κύπρου (και σε υποστήριξή της), ενώ ταυτοχρόνως επιχειρεί (καίτοι δίχως εντυπωσιακά αποτελέσματα) στην συριακή επικράτεια. Άλλωστε τυχόν αδυναμίες της, στρατιωτικές και άλλες, που ενδεχομένως αποκαλύπτονται σε αυτό το στάδιο, τις αποκρύπτει ο πολλαπλασιασμός του “θορύβου”.
Πέμπτον, η πολιτική της Άγκυρας δεν στηρίζεται μόνο στην επίδειξη δύναμης ή μόνο στην επιδίωξη διαλόγου, αλλά στον αρμονικό συνδυασμό τους, στον επανορισμό της έννοιας των δικαιωμάτων της με περιστασιακή καταφυγή στην παραβίαση της νομιμότητας και κατόπιν κατοχύρωση των όποιων αποτελεσμάτων στο λεξιλόγιό της. Με αυτή την έννοια, η τηλεφωνική επικοινωνία Binali Yildirim-Αλέξη Τσίπρα, με πρωτοβουλία του πρώτου, δεν είναι μόνο “τράβηγμα του φρένου” σε σχέση με την ένταση που είχε αναπτυχθεί, αλλά και υπαγόρευση στην Αθήνα των αναπροσαρμογών στις οποίες οφείλει να προβεί ώστε να μην επαναληφθούν αντίστοιχα επεισόδια.
Έκτο και στη συγκυρία κρισιμότερο, είναι το γεγονός ότι κανένας διεθνής παίκτης (εξαιρουμένου ενδεχομένως του Vladimir Putin) δεν έχει “μόχλευση” στον Tayyip Erdogan, ενώ οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε βαθύτατη κρίση, όπως δείχνουν και τα μηνύματα που ανταλλάσσονται ενόψει της συνάντησης του Rex Tillerson με τον Τούρκο ομόλογό του. Οι δύο ισχυρότεροι στρατοί του ΝΑΤΟ απειλείται ακόμη και να έρθουν σε αντιπαράθεση, αν κρίνουμε από τις προειδοποιήσεις της Τουρκίας ότι θα κινηθεί και εναντίον του κουρδικού θύλακα στο Μanbij, ενώ η εγγραφή στον αμερικανικό προϋπολογισμό κονδυλίου για την εκπαίδευση των “Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων” (δηλ. των Κούρδων της Συρίας) έχει κλιμακώσει την τουρκική οργή. Δεν είναι αυτή μία εικόνα μεσολαβητικής παρεμβολής των ΗΠΑ για την αποσόβηση εντάσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Του Κώστα Ράπτη