Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς έκανε μια δήλωση («Την επόμενη φορά η απάντηση [στην Τουρκία] δεν θα είναι ειρηνική») που ικανοποίησε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Το πρόβλημα, με τη δήλωση, είναι πως αν υπάρξει επόμενη φορά –που θα υπάρξει– θα πρέπει αυτά που είπε ο υπουργός, να εφαρμοστούν. Αν και πάλι ποιήσουμε την νήσσαν χάνουμε ένα ακόμη μέρος της αποτρεπτικής μας δυνατότητας.
Διότι αποτροπή σημαίνει πως όταν προειδοποιούμε για κάτι το υλοποιούμε και έχει αποτέλεσμα.
Άρα, η δήλωση του υπουργού Εξωτερικών αναδεικνύει δύο ζητήματα: το ένα είναι η συνέπεια λόγων και έργων και το άλλο η δυνατότητα να υλοποιήσουμε όσα οι επίσημοι εκπρόσωποι του κράτους δηλώνουν. Στις εξωτερικές σχέσεις, και ιδιαιτέρως στις σχέσεις με την Τουρκία, οι δηλώσεις χρειάζονται προσοχή. Ό,τι λέμε, το εννοούμε.
Η κρίση που ζήσαμε τις τελευταίες ημέρες με την Τουρκία θα επαναληφθεί με υπαιτιότητα της γειτονικής χώρας για πολλούς λόγους. Όλα συγκλίνουν στην εκτίμηση αυτή. Και το ερώτημα είναι πώς αναχαιτίζεται η επιθετικότητα της Τουρκίας χωρίς καταφυγή σε πολεμική αναμέτρηση. Διότι μια πολεμική σύγκρουση θα είναι μεν καταστροφική και για τις δύο χώρες, αλλά θα επηρεάσει βαρύτερα την Ελλάδα και τον ελληνισμό. Άρα, πρέπει να την αποκλείσουμε.
Ο ρητός αποκλεισμός της πολεμικής αναμέτρησης δεν μειώνει τη δυνατότητα αντιμετώπισης της τουρκικής επιθετικότητας. Θα δούμε γιατί.
Γιατί γίνεται η εκτίμηση επανάληψης φαινομένων κρίσης; Για τους εξής τρείς λόγους: Ο πρώτος είναι η κυρίαρχη ιδεολογία στη γειτονική χώρα. Η Τουρκία ουδέποτε λειτούργησε ως Δυτικού τύπου δημοκρατία. Κάποιες παραχωρήσεις έγιναν σε μια σκληρή εθνικιστική ιδεολογία που άλλοτε εκφράστηκε με τα χαρακτηριστικά του κεμαλισμού και άλλοτε του ισλαμισμού. Η σημερινή σύνθεσή της τα έχει όλα. Έχει ισλαμισμό, όπως εκφράζεται από τον Ερντογάν και τους ακολούθους που του απέμειναν, έχει κεμαλισμό όπως εκφράζεται από τους κεμαλιστές στρατιωτικούς που συνεργάζονται μαζί του, και έχει τα παραδοσιακά φασιστικά χαρακτηριστικά, αυτά που θαύμαζαν οι Γερμανοί στην ιδεολογία και πρακτική του Κεμάλ, την οποία εν πολλοίς υπαγόρευσαν και βοήθησαν στην υλοποίησή της. Αυταρχισμό, ακραίο εθνικισμό, εθνική εκκαθάριση.
Η τριπλή αυτή σύνθεση είναι προβληματική για τους γείτονες της Τουρκίας, αλλά είναι, πλέον, καταστρεπτική για την ίδια την Τουρκία. Μπορεί να απέδωσε έως σήμερα, δεν έχει όμως άλλα περιθώρια να συνεχίσει να αποδίδει. Κρατά τη χώρα σε έναν αναχρονισμό ο οποίος θα της κοστίσει ακριβά. Η έξοδος από τις πολεμικές περιπέτειες στις οποίες την έχει οδηγήσει θα επιφέρει καίριο πλήγμα, ακόμη και στην εδαφική της ακεραιότητα.
Ούτε η ιδεολογία του ισλαμοκεμαλοφασισμού ούτε η Τουρκία ως κρατική υπόσταση με τα σημερινά δεδομένα –και κυρίως με τη σημερινή συμπεριφορά– βοηθούν στην αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας στην περιοχή. Το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούνται οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις το επιβεβαιώνει. Η Τουρκία με την κυρίαρχη ιδεολογία που έχει καλλιεργήσει στην κοινωνία της δεν μπορεί να αποδεχθεί τις αλλαγές που συντελούνται. Η απομόνωσή της θα αποβεί μοιραία, πρωτίστως για την ίδια.
Ο δεύτερος λόγος που θα ξαναζήσουμε φαινόμενα κρίσης Ελλάδας-Τουρκίας είναι το στρατιωτικό της δόγμα και η πολιτική της στην περιοχή.
Η Τουρκία στην προσπάθειά της να διχοτομήσει το Αιγαίο στον 25ο Μεσημβρινό (περνά από το μέσον του Αιγαίου) επιχειρεί να γκριζάρει περιοχές που ανήκουν στην ελληνική κυριαρχία. Τα Ίμια είναι μια τέτοια περίπτωση. Προκειμένου να πετύχει το στόχο της, φθάνει μέχρι του σημείου να διακινδυνεύει ρήξη στρατιωτικού χαρακτήρα με την Ελλάδα. Διότι στην περίπτωση που εμβόλιζε το λιμενικό σκάφος στα Ίμια και υπήρχαν νεκροί, θα ήταν πολύ δύσκολο να μην κλιμακωθεί η κρίση.
Τα Ίμια, όμως, για την Τουρκία είναι μόνο η αρχή. Δεν την βοηθούν στην προσπάθειά της να διχοτομήσει το Αιγαίο. Χρειάζεται και άλλα νησιά. Τα έχει προσδιορίσει. Είναι τα 18 νησιά των οποίων αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία. Η δυναμική της ιδεολογίας της, που επισημάνθηκε παραπάνω, δεν της επιτρέπει να μην τα διεκδικήσει. Και μιλάμε για την Τουρκία. Όχι για την Τουρκία του Ερντογάν. Διότι ακόμη και ο Ερντογάν υφίσταται στο θέμα αυτό την πίεση της κεμαλικής αντιπολίτευσης.
Είναι χειρότεροι σ’ αυτό το θέμα οι κεμαλιστές από τον Ερντογάν. Όχι μόνο ο πολύς Κιλιτσντάρογλου, ηγέτης της αντιπολίτευσης, πιέζει προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά είναι σίγουρο πως το ίδιο κάνουν και οι κεμαλικοί στρατιωτικοί. Θα πρέπει να περιμένουμε μια κλιμάκωση από πλευράς της Τουρκίας. Σε μερικά από τα νησιά αυτά τοποθετήθηκε στρατιωτική φρουρά –πολύ ορθώς–, αλλά υπάρχουν και άλλα τα οποία δεν κατοικούνται και στα οποία εύκολα θα μπορούσε να αποβιβαστεί μια τουρκική δύναμη. Το δίλημμα για την Ελλάδα στην περίπτωση αυτή είναι τι θα κάνει. Το πιθανότερο που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς είναι να αρχίσουν συνομιλίες αποκλιμάκωσης.
Τι θα ζητήσει η Τουρκία για την υποχώρησή της; Δεν αποκλείεται, ακόμη και την αποστρατικοποίηση της Δωδεκανήσου.
Να αφεθούν δηλαδή τα νησιά χωρίς στρατιωτική προστασία. Ίσως για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο ο υπουργός Άμυνας δηλώνει κατά καιρούς πως θα υπάρξει κτύπημα εναντίον οποιουδήποτε πατήσει ελληνικό νησί. Δηλαδή; Τι άλλο χτύπημα από στρατιωτικό;
Υπάρχει και ένας ακόμη λόγος που δεν αποκλείεται ένα νέο θερμό επεισόδιο. Οι επικείμενες προεδρικές εκλογές στην Τουρκία. Ο Ερντογάν παίζει τη ζωή του στις εκλογές αυτές. Πρέπει πάση θυσία να τις κερδίσει. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η πλειονότητα της τουρκικής κοινής γνώμης, από τη μια δεν μπορεί να συγχωρεθεί μια στρατιωτική ήττα όπως διαφαίνεται στο Αφρίν, από την άλλη οποιαδήποτε πρόκληση προς την Ελλάδα γίνεται ενθουσιωδώς αποδεκτή. Άρα, ο δρόμος για τη νίκη του Ερντογάν έχει ορισμένα χαρακτηριστικά απολύτως προσδιορισμένα. Η πρόκληση προς την Ελλάδα θα του δώσει πόντους.
Φθάσαμε έτσι στην περιγραφή της πραγματικής κατάστασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις: για τους λόγους που προαναφέραμε, μια ελληνοτουρκική σύγκρουση δεν πρέπει να αποκλείεται. Και το μεγάλο ερώτημα είναι πώς αντιμετωπίζεται.
Η απάντηση είναι εύκολη. Με τα τρία ήδη ισχύος: Την ήπια, τη μεσαία και τη σκληρή.
Ήπια ισχύς είναι η δύναμη που δίνουν σε μια χώρα οι συμμαχίες της, η συμμετοχή της σε οργανισμούς, η οικονομία της, ο πολιτισμός της, η πολιτισμική της επιρροή, η ομόνοια στο εσωτερικό της, ο ομαλός και μη διχαστικός πολιτικός βίος της και άλλα πολλά.
Μεσαία ισχύς είναι οι δυνατότητες που έχει μια χώρα να ασκεί πολιτική μέσω των νέων μέσων που έχουν ως πυρήνα τους υπολογιστές και τη σύγχρονη τεχνολογία.
Και σκληρή ισχύς είναι η στρατιωτική της δύναμη.
Και για τις τρείς θα μιλήσουμε στο επόμενο άρθρο μας. Η ανάπτυξη των τριών αυτών μορφών ισχύος ίσως είναι το φιλί του πρίγκιπα στην Ωραία Κοιμωμένη.