Με καταθέσεις μαρτύρων άρχισε η δίκη για τις φονικές πλημμύρες στην Μάνδρα τον Νοέμβριο του 2017 που είχε ως τραγικό απολογισμό 25 θύματα και 21 κατηγορούμενους να έχουν παραπεμφθεί στο εδώλιο.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η πρώην περιφερειάρχης Αττικής Ρένα Δούρου, στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης της επίμαχη περίοδο, υπάλληλοι πολεοδομίας και δασαρχείων.
Πρώτος μάρτυρας ο καθηγητής του Πανεπιστήμιο Αθηνών Ευθύμιος Λέκκας. Όπως κατέθεσε ο κ. Λέκκας μελέτησε επιστημονικά το φαινόμενο καθώς παρουσίαζε τεράστιο ενδιαφέρον για τη διαχείριση κρίσεων φυσικών καταστροφών.
Ο κ. Λέκκας εξήγησε στο δικαστήριο πως το πλημμυρικό φαινόμενο δεν εξαρτάται μόνο από το ύψος της βροχής και τη ραγδαιότητα αλλά δεκάδες άλλους παράγοντες.
Στην προκειμένη περίπτωση αφενός ήταν τεράστια και ραγδαία η βροχόπτωση και αφετέρου «βοήθησε» στη δημιουργία του φαινομένου η μορφολογία του εδάφους, η ανεξέλεγκτη δόμηση αλλά και η απουσία θεσμικού πλαισίου.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο τόνισε πως αντίστοιχη βροχόπτωση δεν είχε πέσει στη περιοχή τα προηγούμενα 150 χρόνια, ενώ, ήταν η πιο ραγδαία σε όλη την Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια. Όσο αφορά μάλιστα το ρέμα Σούρες, στο οποίο τόνισε πως δεν είχε παρατηρηθεί αντίστοιχο φαινόμενο τα τελευταία 3.000 χρόνια. Βέβαια επισήμανε πως στην κοίτη του συγκεκριμένου ρέματος είχε κτιστεί ένα εργοστάσιο.
«Ήταν τεράστιο το ύψος βροχής, πρωτόγνωρο για την Αττική. Υπήρξε έντονη ραγδαιότητα. Ήταν η πιο ραγδαία βροχόπτωση που έχουμε δει τα τελευταία 20 χρόνια σε όλη την Ελλάδα. Η φύση του εδάφους διευκόλυνε την έντονη απορροή των νερών και ότι υπήρξε τεράστιος όγκος φερτών υλικών που τριπλασίασε τον όγκο του νερού. Διαπιστώσαμε ότι τέτοια βροχόπτωση στην ίδια περιοχή δεν είδαμε τα τελευταία τουλάχιστον 150 χρόνια» τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Λέκκας.
Σε κάθε περίπτωση στην περιοχή της Μάνδρας δεν υπήρχε αντιπλημμυρικός σχεδιασμός ενώ σημείωσε ο κ. Λέκκας αντίστοιχα πως μόλις προ ημερών δόθηκε οδηγία στους Δήμους, με το νέο θεσμικό πλαίσιο της Πολιτικής Προστασίας πώς να προσδιορίζουν τον πλημμυρικό κίνδυνο».
Παράλληλα, παρατηρείται και απουσία πολεοδομικού και χωροταξικός σχεδιασμός επισημαίνοντας πως τα 2/3 της πόλης από το 1960 και μετά αναπτύχθηκαν πάνω στη κοίτη του ποταμού.
«Η πόλη της Μάνδρας ουσιαστικά χτίστηκε μετά το ’60 στην κοίτη του ποταμού, χωρίς κανένα έργο» επισήμανε, προσθέτοντας πως «ενώ σαν χώρα έχουμε από τις αρχές της δεκαετίας του 80 αντισεισμική προστασία και αντισεισμικό σχεδιασμό, δεν έχουμε καταφέρει να αποκτήσουμε αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο για τις πλημμύρες και τις φωτιές».
Παράλληλα, τόνισε, απαντώντας σε ερώτηση της έδρας, πως θα μπορούσαν τα αντιπλημμυρικά έργα να μειώσουν τον κίνδυνο της πλημμύρας ωστόσο αντίστοιχα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και αρνητικά.