Πρόσφατα είχα την άμεση εμπειρία της διαβίωσης, για ικανό χρονικό διάστημα, σε γειτονική χώρα. Από εκείνες που είχαμε ως κοινωνία συνηθίσει να “υποτιμούμε”. Σαν να είναι δήθεν προορισμένες να ζουν σε επίπεδο χαμηλότερο από το δικό μας. Συγκεκριμένα στη Σόφια της γειτονικής Βουλγαρίας. Θα ήθελα να μοιραστώ χρήσιμα συμπεράσματα, σε μια προσπάθεια συμβολής στην αναστροφή της πορείας που ακολουθούμε.
Έως χθες, ελάχιστες γνώσεις διέθετε πλήθος από εμάς για τους συγκεκριμένους γείτονες. Το βλέμμα μας, σταθερά στους άλλους, τους “προηγμένους”. Και η άποψή μας για τους άμεσους γείτονες, της Βαλκανικής, φευγαλέα. Σαν κολλημένη στη δεκαετία του ΄90, τότε που μιλούσαμε για την ηγετική παρουσία της χώρας μας στην περιοχή, την “ατμομηχανή” που έσερνε τις υπόλοιπες χώρες στον παράδεισο της ανάπτυξης. Της Ευρώπης και των λοιπών Οργανισμών. Προίκα από εκείνη την εποχή και η υποτιμητική έκφραση “μισθοί Βουλγαρίας”. Ότι δηλ. εμείς δεν θα ανεχθούμε ποτέ τέτοιους μισθούς και ότι κάποιοι, αυτό είχαν ως σχέδιο.
Έως εδώ καλά. Το πρόβλημα ξεκινά στο ότι αυτή η παραδοχή δεν είχε συνέχεια. Δεν εξηγούσε δηλαδή, πώς ακριβώς θα κρατούσαμε το συγκεκριμένο βιοτικό μας επίπεδο. Το είχε δεδομένο, ως αξίωμα. Εμείς, ως περιούσιος λαός κάποιου είδους, δεν είναι δυνατό να φτάσουμε ποτέ σε αυτό το “ταπεινό” επίπεδο άλλων, όπως πχ των Βούλγαρων γειτόνων. Καμία συζήτηση εις βάθος, σε επίπεδο κοινωνίας. Για την παραγωγικότητα, την εκπαίδευση, το δημογραφικό, την ανεργία, τις επενδύσεις. Και για τα “δευτερεύοντα”, υποδόρια χαρακτηριστικά, που όμως είναι τόσο κρίσιμα σε μια κοινωνία. Το κοινωνικό κλίμα, τη συνεργασία, τους δείκτες αισιοδοξίας και τη δίψα για εξέλιξη και κοινωνική άνοδο. Όλα αυτά, για εμάς τουλάχιστον, αποτελούσαν ήσσονος σημασία λεπτομέρεια.
Γιατί, αν το δούμε προσεκτικά και δίκαια, το υψηλό σχετικά βιοτικό επίπεδο της χώρας μας (και το χαμηλό αντίστοιχα πολλών από τους γείτονες) σε μέγιστο βαθμό οφειλόταν για δεκαετίες, στις καίριες ιστορικά στρατηγικές επιλογές της χώρας και ιδίως κορυφαίων της προσωπικοτήτων. Βασικά στην κατάταξη της Ελλάδας στη σφαίρα των “δυτικών” χωρών, που για καιρό ήταν ταυτόσημο με την ανάπτυξη και την πρόοδο, μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Και αργότερα με την επιλογή της ένταξης στην τότε ΕΟΚ, αλλά και στους υπόλοιπους οικονομικούς και στρατιωτικούς Οργανισμούς, στους οποίους επιδιώκουν ακόμη να ενταχθούν οι γείτονες.
Όσο και αν κάποιοι, επηρεασμένοι από τη μακρά και βαθιά κρίση, ακόμη αμφισβητούν τις ευεργεσίες που απόλαυσε η χώρα μας από τη συμπερίληψή της στους “ισχυρούς”, αρκεί να δει τις επίσημες στατιστικές των διεθνών οργανισμών. Ακόμη και σήμερα, με την πτώση ρεκόρ του ΑΕΠ μας, η Ελλάδα συνεχίζει να συγκαταλέγεται στις πιο ισχυρές οικονομικά χώρες παγκοσμίως (κατά κεφαλήν ΑΕΠ και άλλοι δείκτες). Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως δεν υπολειπόμαστε σοβαρά από τους πάνω από εμάς, ούτε πως δεν χάσαμε σημαντικό έδαφος. Δίνει όμως ένα μέτρο, για να γνωρίζουμε πού είμαστε, για ποιο λόγο και πού θα μπορούσαμε να είμαστε.
Το θέμα είναι πως τα οφέλη αυτά, τα οποία γευτήκαμε για δεκαετίες και τα οποία συνδυάστηκαν και με γενναίες κατά καιρούς προσπάθειες της κοινωνίας, δεν ήταν δεδομένο πως θα διατηρούνταν επ’ άπειρο, έτσι για τα “ωραία μας μάτια”. Η κρίση ήρθε και γκρέμισε πεποιθήσεις και παρεξηγήσεις. Επειδή όμως, παρότι πέρασε ήδη σχεδόν μία δεκαετία και πολλοί ακόμη αρνούνται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, οφείλουμε και πάλι να υποδείξουμε καταστάσεις και να κρούσουμε τον κώδωνα του κινδύνου. Για να παραμείνουμε στο επίπεδο που συνηθίσαμε για τόσον καιρό, πόσο μάλλον για να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος και να προσεγγίσουμε εκ νέου τις πιο αναπτυγμένες χώρες, χρειάζεται προσπάθεια. Δουλειά πολύ. Τίποτε δεν είναι δεδομένο, σε έναν τόσο ασταθή κόσμο και με τόσο αυξημένο διεθνή ανταγωνισμό. Όταν όλοι γνωρίζουν πια τι μπορεί να προσφέρει η σύγχρονη οικονομία της γνώσης και της τεχνολογίας και το επιδιώκουν με σφρίγος και καλπασμό, δεν μπορείς να επαναπαύεσαι σε κανενός είδους “δάφνες” και να περιμένεις αενάως το “μάννα” εξ ουρανού.
Και εξηγούμαι, επειδή οι έννοιες αυτές έχουν κακοποιηθεί και παρεξηγηθεί. Με τον όρο “προσπάθεια και δουλειά” δεν εννοώ πια και άλλες “θυσίες”. Παθητικές και μη παραγωγικές. Το είδαμε αυτό, το ζήσαμε και εξαντλήθηκε. Όχι. Αναφέρομαι ιδίως στην ευθύνη των ηγέτιδων δυνάμεων της κοινωνίας. Στην πολιτική, την οικονομία, τη διανόηση. Στον τρόπο συντονισμού των παραγωγικών μονάδων και δυνάμεων. Στη συνειδητοποίηση του τρόπου λειτουργίας του σύγχρονου κόσμου και την αξιοποίηση καινοτόμων ιδεών. Πέρα και πάνω απ’ όλα, γιατί από συνταγές έχουμε χορτάσει, δόξα το Θεό υπάρχουν πολλές και σε αφθονία, στο γενικότερο κοινωνικό κλίμα! Στην εν γένει ατμόσφαιρα. Που μπορεί είτε να δηλητηριάζει τα πάντα, όπως σήμερα, είτε να καλλιεργεί μια αίσθηση αισιοδοξίας κι ευφορίας. Ότι ένα καλύτερο αύριο είναι εφικτό. Όχι “μαγικά” ή επειδή μας το “χρωστάνε”, αλλά βασισμένο σε αυθεντική πίστη στις δυνατότητές μας! Στις δυνάμεις μας, σήμερα!
Αυτά, καταγράφονται υπό την επιρροή ισχυρών εικόνων από τη γείτονα. Που, ανάμεσα στα κατάλοιπα ενός πιο “γκρίζου” πρόσφατου παρελθόντος (επιρροή κομμουνισμού, εύγλωττα αποτυπωμένη σε σκυθρωπά, απρόσωπα και ογκώδη κτίρια ανύπαρκτης αισθητικής), μπορεί κανείς να διακρίνει ανάγλυφη μια νέα αισιοδοξία και έναν εφηβικό δυναμισμό. Κτίρια που θυμίζουν έντονα τις πιο αναπτυγμένες συνοικίες της Δύσης, υποδομές κατά σημεία ζηλευτές (όχι τόσο στα “βαριά” χαρακτηριστικά, αλλά σε έξυπνες εφαρμογές που αναρωτιέσαι αλήθεια γιατί δεν υπάρχουν εδώ), αλλά και στην εν γένει κρατική λειτουργία, στα απλά και καθημερινά. Αστυνόμευση, παρκάρισμα, οδική συμπεριφορά.
Και το πιο εντυπωσιακό, στο βαθμό που το διέκρινα. Μια άλλη κοινωνική δυναμική. Με πολίτες πρόθυμους για εξέλιξη και διψασμένους γι’ αυτή. Με διάθεση συνεργασίας και δημιουργίας δικτύων σε όλα τα επίπεδα. Το τελευταίο χαρακτηριστικό ήταν αυτό που περισσότερο με κινητοποίησε για το συγκεκριμένο κείμενο. Η παρουσία δικτύων συνεργασίας που όλο και αυξάνεται, είναι ένα σημείο που θα πρέπει να μελετηθεί στα προσεχή χρόνια. Χωρίς να έχω επίσημα στοιχεία, προχωρώ στην εκτίμηση πως αυτό, από μόνο του, θα οδηγήσει σε σημαντική αυξητική τάση τους κυριότερους δείκτες της χώρας, στα προσεχή χρόνια.
Φυσικά, δεν είναι όλα ρόδινα και εκεί. Και φυσικά, η χώρα μας, ακόμη διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Από τη “φύση” και τη θέση της, αλλά και από την κεκτημένη δεκαετιών. Ναι, σε πολλούς τομείς, η τεχνογνωσία και οι υποδομές μας, ακόμη υπερτερούν και μάλιστα δια γυμνού οφθαλμού (οδικό δίκτυο, τράπεζες κλπ). Ναι, οι υπηρεσίες που παρέχουμε ακόμη υπερτερούν και ναι το ανθρώπινο δυναμικό εδώ (όσο απομένει στην πατρίδα και δεν αναχωρεί για να βρει την τύχη του αλλού) είναι περισσότερο εξειδικευμένο και ενσωματωμένο στη διεθνή οικονομία (γνώση γλωσσών και πολλά). Πλην όμως, η τάση που διακρίνεται είναι αυτή της ραγδαίας μείωσης της απόστασης. Και αυτό δεν καταγράφεται με καμία τάση φοβική ή μνησικακία. Το αντίθετο. Το κλίμα που συνάντησα και τα κοινά χαρακτηριστικά νοοτροπίας, για ένα λαό που ελάχιστα γνώριζα, μου δημιούργησαν ζεστή διάθεση και αισθήματα “ζήλιας” για τη ζωτικότητά τους. Τους ευχαριστώ για το πρότυπο και τη νέα διάθεση μαχητικότητας, το κίνητρο που μου έδωσαν, για το δικό μου τόπο.
Η χώρα μας οφείλει, επιτέλους, να αποκτήσει πλήρη και αντικειμενική εικόνα της κατάστασης. Της δικής της και της διεθνούς. Να αντιληφθεί, ουσιαστικά και όχι ρητορικά, τα πλεονεκτήματά της και τις ευεργεσίες της και να επενδύσει σε αυτά. Να παραμερίσει, σήμερα, τις μεμψιμοιρίες και ιδίως τις παραινέσεις για διχασμό και αλληλοσπαραγμό. Επιτέλους, να δώσει τέλος στο αξίωμα του “να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα”. Της ήσσονος προσπάθειας και της μετριοκρατίας. Της αναξιοκρατίας και του “ωχ αδερφέ”. Της προχειρότητας και του σχεδιασμού στο γόνατο και μόνο κατόπιν καταστροφής. Δυνατότητες πάντοτε είχαμε. Η ιστορία, και εννοώ την πρόσφατη, το έχει αποδείξει.
Η συγκυριακή μας πτώση δεν πρέπει να μας εμπεδώνει την καταστροφολογία. Οι πρόσφατες ενδείξεις δεν είναι θετικές. Αν συνεχίσουμε σε αυτό το δρόμο και επιμένω στον “ψυχολογικό” και κοινωνικό παράγοντα, η οπισθοδρόμηση δεν θα έχει όριο. Οι έως πρόσφατα υστερούντες γείτονες, σύντομα θα γίνουν οδηγοί. Αν μείνουμε σε αυτά. Αν συνεχίσουμε να ενισχύουμε εκείνους που τοκίζουν στα αρνητικά μας για να ευημερούν οι ίδιοι. Τα ζήσαμε, δε θέλουμε άλλο. Ψάχνουμε πια εκείνον που θα πιστέψει στη χώρα, θα ηγηθεί και θα εμπνεύσει. Κι έχουμε άξιους ανάμεσά μας. Το δείχνουν στην πρώτη ευκαιρία. Από την επιστήμη και τον αθλητισμό, έως τον εθελοντισμό και γενικά τους τομείς προσφοράς. Ως πότε κάποιο “σύστημα” θα τους κρατά καθηλωμένους και θα παρουσιάζονται μόνο ως “εξαίρεση”;
Επιτέλους, μπορούμε και αξίζουμε καλύτερα! Το κάναμε ξανά. Χρωστάμε στους εαυτούς και τα παιδιά μας να το αρχίσουμε πάλι. Να δείξουμε πως η Ελλάδα των “δυστυχών γερόντων”, της ανεργίας και της εγκατάλειψης, της καμένης γης και της ανομίας, της ταλαιπωρίας και της υστέρησης, υπήρξε μόνο ως νοσηρό σενάριο, μιας αρνητικής συγκυρίας. Και η Ελλάδα της προκοπής και της αξιοσύνης, του προτύπου θεσμών, ανάπτυξης και δημοκρατίας για την περιοχή, έχει ακόμη ζωή και προοπτική. Ακούεται ωραίο, κάποιοι θα πουν ουτοπικό. Πιστεύω είναι ο μόνος στόχος για τον οποίο αξίζει να παλέψουμε, παραμένοντας ενεργοί, ακατάβλητοι και αισιόδοξοι στη γενέθλια γη.
* Νίκος Κασκαβέλης, Δικηγόρος