Οφείλει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να υπογράψει το Προεδρικό Διάταγμα με τις αλλαγές στην ηγεσία της Δικαιοσύνης, που αποφάσισε το υπουργικό συμβούλιο ή πρέπει να πράξει το αντίθετο;
Η «Κ» φιλοξενεί τις απόψεις του επίκουρου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και γενικού γραμματέα της κυβέρνησης Ακρίτα Καϊδατζή και του καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Σπύρου Βλαχόπουλου.
Το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα, πάντως, δεν είχε σταλεί έως χθες στην προεδρία της Δημοκρατίας.
Ο νόμος Καστανίδη και ο διορισμός με Π.Δ. «όπως νόμος ορίζει»
ΑΚΡΙΤΑΣ ΚΑΪΔΑΤΖΗΣ*
Το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος προβλέπει ότι η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης γίνεται από το υπουργικό συμβούλιο και οι επιλεγέντες διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, «όπως νόμος ορίζει». Ο νόμος Καστανίδη (ν. 3841/2010) ορίζει τη διαδικασία, που περιλαμβάνει προεπιλογή ορισμένου αριθμού υποψηφίων για κάθε θέση, γνώμη της διάσκεψης των προέδρων της Βουλής και επιλογή από το υπουργικό συμβούλιο. Κατά τον νόμο, ο υπουργός κινεί τις διαδικασίες «το αργότερο έως το τέλος Απριλίου» και η διάσκεψη γνωμοδοτεί «μέσα σε δύο μήνες». Ο νομοθέτης θέλει, επομένως, να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία πριν από τις 30 Ιουνίου.
Ο νόμος λέει επίσης ότι η γνώμη της διάσκεψης μπορεί να παραλειφθεί, «αν δεν είναι δυνατή η σύγκλησή της λόγω διάλυσης της Βουλής». Ο νομοθέτης δεν θέλησε να επηρεάζεται η διαδικασία από τη διάλυση της Βουλής, επομένως ούτε από την απλή προαναγγελία εκλογών, πολλώ δε μάλλον όταν η Βουλή έχει ήδη δώσει τη γνώμη της.
Η διαδικασία κινήθηκε από τον υπουργό Δικαιοσύνης στις 3 Μαΐου 2019, ελάχιστα μετά την προθεσμία που τάσσει ο νόμος. Στα δέκα χρόνια που εφαρμόζεται ο νόμος Καστανίδη, αυτή ήταν η πρώτη φορά που η διαδικασία κινήθηκε (σχεδόν) εμπροθέσμως. Η διάσκεψη των προέδρων της Βουλής γνωμοδότησε επίσης εμπροθέσμως, μεταξύ 15 και 20 Μαΐου.
Η διαδικασία επιλογής ολοκληρώθηκε με την απόφαση του υπουργικού συμβουλίου στις 31 Μαΐου. Το ότι μεταξύ της γνώμης της Βουλής και της απόφασης αυτής μεσολάβησαν οι ευρωεκλογές και προαναγγέλθηκαν βουλευτικές εκλογές (χωρίς ακόμη να διαλυθεί η Βουλή) δεν επηρεάζει τη διαδικασία ούτε κατά το Σύνταγμα, που δεν λέει τίποτε σχετικά, ούτε κατά τον νόμο, που λέει ότι η διαδικασία επιλογής πρέπει να ολοκληρώνεται πριν από τις 30 Ιουνίου και δεν διακόπτεται ούτε με τη διάλυση της Βουλής.
Μετά την ολοκλήρωση της επιλογής μένει να διοριστούν οι επιλεγέντες. Η κυβέρνηση στέλνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την απόφαση επιλογής και αυτός εκδίδει το διάταγμα διορισμού. Εννοείται ότι, καθώς οι προς πλήρωση θέσεις κενώνονται στις 30 Ιουνίου, οι επιλεγέντες θα διοριστούν από 1ης Ιουλίου. Και μόνον τότε θα καταλάβουν τις θέσεις, αφότου θα έχουν αποχωρήσει όσοι τις κατέχουν σήμερα.
Χρειάζεται να προηγηθεί η κένωση των θέσεων πριν εκδοθεί το διάταγμα; Οχι, από πουθενά δεν προκύπτει τέτοια υποχρέωση. Ούτε από τον νόμο ούτε από το Σύνταγμα ούτε από κάποια γενική αρχή του δικαίου. Η προφανής υποχρέωση είναι οι επιλεγέντες να μην αναλάβουν καθήκοντα πριν από την αποχώρηση όσων σήμερα κατέχουν τις θέσεις. Εφόσον αυτό τηρείται, τίποτε δεν εμποδίζει την έκδοση του διατάγματος διορισμού τους σε προγενέστερο χρόνο, εφόσον σε αυτό γίνεται σαφές ότι διορίζονται «από 1ης Ιουλίου 2019».
Προβάλλεται η αντίρρηση ότι ποτέ στο παρελθόν δεν εκδόθηκε τέτοιο διάταγμα πριν την 1η Ιουλίου και την κένωση των θέσεων. Αυτό όμως συνέβη διότι στο παρελθόν οι κυβερνήσεις σπανίως τηρούσαν τις προθεσμίες που τάσσει ο νόμος και δεν ολοκλήρωναν την επιλογή πριν από τις 30 Ιουνίου. (Η παρούσα κυβέρνηση βαρύνεται με πολύμηνες καθυστερήσεις στο πεδίο αυτό.) Θα ήταν παράλογο να καταλογίζουμε στην κυβέρνηση ότι για πρώτη φορά τήρησε τις προθεσμίες που τάσσει ο νόμος!
Επομένως, είναι αμφίβολο αν έχει καν διαμορφωθεί σχετική πρακτική. Αλλά ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει πρακτική, αυτή δεν παράγει άκαμπτο κανόνα. Αν συντρέχει λόγος, η πρακτική μπορεί να αλλάξει. Και εν προκειμένω συντρέχουν δύο τουλάχιστον σοβαροί λόγοι.
Ο πρώτος λόγος είναι γενικός: Από το γράμμα και το πνεύμα του νόμου (ενόψει των προθεσμιών που θέτει) απορρέει η υποχρέωση διορισμού της ηγεσίας της Δικαιοσύνης το συντομότερο δυνατό, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια της λειτουργίας τόσο σημαντικών κρατικών οργάνων. Δεδομένου ότι η ομαλή λειτουργία των ανώτατων δικαστηρίων επιβάλλει την πλήρωση των θέσεων, η διοίκηση έχει υποχρέωση να κινεί τη διαδικασία «αμελλητί» (έτσι η απόφαση 1991/1990 ολομέλειας Συμβουλίου της Επικρατείας). Αμελλητί σημαίνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Εφόσον, επομένως, έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία επιλογής, ο διορισμός δεν μπορεί να καθυστερεί περισσότερο από τον χρόνο που απαιτείται για την έκδοση του διατάγματος.
Ο δεύτερος λόγος είναι ειδικός και έχει να κάνει με τη συγκυρία: Μία μόλις εβδομάδα μετά την αποχώρηση προέδρου και εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, διενεργούνται βουλευτικές εκλογές. Ο ρόλος του Αρείου Πάγου είναι κεντρικός τόσο για την προετοιμασία και τη διενέργεια της εκλογικής διαδικασίας όσο και για την έκδοση των αποτελεσμάτων και την ανακήρυξη των βουλευτών. Είναι σημαντικό η νέα ηγεσία του δικαστηρίου να έχει εγκαίρως διοριστεί, ώστε να αναλάβει καθήκοντα αμέσως μόλις αποχωρήσει η παρούσα ηγεσία.
Προβάλλεται επίσης η αντίρρηση ότι με τον τρόπο αυτό θα έχουμε για λίγες εβδομάδες μέχρι το τέλος του μήνα δύο προέδρους ή εισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Ο ισχυρισμός είναι απολύτως αβάσιμος. Εφόσον το διάταγμα ρητά θα ορίζει ότι οι διορισθέντες αναλαμβάνουν «από 1ης Ιουλίου 2019», δεν τίθεται ζήτημα διαρχίας. Η μεταβατική αυτή περίοδος δεν είναι κάτι ασύνηθες. Οσοι εκλέχθηκαν στις αυτοδιοικητικές εκλογές θα αναλάβουν την 1η Σεπτεμβρίου, χωρίς φυσικά να υπάρχει διαρχία. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέχθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2015, αλλά ορκίστηκε και ανέλαβε στις 13 Μαρτίου, μόλις έληξε η θητεία του προκατόχου του.
Μπορεί ο Πρόεδρος να ελέγξει το διάταγμα; Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει δέσμια αρμοδιότητα –και όχι διακριτική ευχέρεια– να εκδώσει ατομικό διάταγμα που νομίμως προτείνουν οι αρμόδιοι υπουργοί, εν προκειμένω το υπουργικό συμβούλιο. Το μόνο ερώτημα που τίθεται είναι αν το προτεινόμενο διάταγμα είναι νόμιμο ή όχι.
Επομένως, βεβαίως και ελέγχει το διάταγμα ο Πρόεδρος πριν το εκδώσει. Ομως, αυτό που ελέγχει είναι αυστηρώς και μόνον η νομιμότητα: Τηρήθηκε το Σύνταγμα και ο νόμος κατά τη διαδικασία επιλογής; Εχουν οι επιλεγέντες τα νόμιμα προσόντα; Τηρήθηκε ο τύπος της προεπιλογής και της γνώμης της Βουλής; Αυτό που δεν ελέγχει είναι η (πολιτική) σκοπιμότητα των επιλογών ή η (πολιτική) νομιμοποίηση της κυβέρνησης που τις διενέργησε.
Και τούτο διότι, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Συντάγματος, κάθε πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας προσυπογράφεται από τον αρμόδιο υπουργό, «ο οποίος με μόνη την υπογραφή του γίνεται υπεύθυνος». Την πολιτική ευθύνη για κάθε διάταγμα του Προέδρου την αναλαμβάνει η κυβέρνηση που το προτείνει. Ο Πρόεδρος απαλλάσσεται από οποιαδήποτε πολιτική ευθύνη, είναι αυτό που λέμε «πολιτικά ανεύθυνος», γι’ αυτό και δεν ασκεί πολιτικές αρμοδιότητες.
* Ο κ. Ακρίτας Καϊδατζής είναι επίκ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ, γενικός γραμματέας της κυβέρνησης.
Σύνταγμα και συνθήκες του πολιτεύματος
ΣΠΥΡΟΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ*
Το Σύνταγμα δεν είναι ένα συνηθισμένο νομοθέτημα. Εμφανίζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και λειτουργίες: αποτελεί τον ανώτατο καταστατικό χάρτη της Πολιτείας, είναι λιτό στη διατύπωσή του και «ζει» μέσα από την πολιτική πραγματικότητα. Οι ιδιαιτερότητες αυτές αντανακλώνται και στο επίπεδο της συνταγματικής θεωρίας και πράξης. Ετσι, στο συνταγματικό δίκαιο υπάρχει η κατηγορία των «συνθηκών του πολιτεύματος». Πρόκειται για τις πολιτικές εκείνες πρακτικές που συνδέονται με τη λειτουργία του πολιτεύματος και, παρότι δεν ελέγχονται δικαστικά, θεωρούνται δεσμευτικές από όλους τους θεσμικούς παράγοντες της πολιτικής και πολιτειακής ζωής. Συνθήκες του πολιτεύματος αποτελούν λ.χ. η διοργάνωση συγκέντρωσης από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα κατά την τελευταία ημέρα της προεκλογικής περιόδου ή ο διορισμός «υπηρεσιακού» υπουργού Εσωτερικών κατά την προεκλογική περίοδο, ο οποίος θεωρείται αυτονόητος αν και δεν προβλέπεται από καμία συνταγματική διάταξη.
Οσον αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα του υπουργικού συμβουλίου για την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, το Σύνταγμα δεν θέτει κάποιο ρητό περιορισμό. Από την άλλη, όμως, αποτελεί συνθήκη του πολιτεύματος μια κυβέρνηση να μη λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις όταν επίκεινται εκλογές και να περιορίζεται στη διαχείριση των τρεχουσών και επειγουσών υποθέσεων.
Αυτό πρέπει να συμβαίνει και σε συγκυρίες όπως η προκείμενη, όπου βρισκόμαστε κατ’ ουσίαν σε προεκλογική περίοδο και είναι δεδομένη η προκήρυξη των εκλογών σε λίγες ημέρες. Υπάρχει βέβαια το επιχείρημα από τον νόμο 3641/2010 που προβλέπει ότι η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής μπορεί να παραλειφθεί, αν δεν είναι δυνατή η σύγκληση της Βουλής λόγω διάλυσής της. Δεν θεωρώ, όμως, ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να ανατρέψει την προαναφερθείσα συνθήκη του πολιτεύματος και, επομένως, θα πρέπει να προκριθεί μια ερμηνεία που να συνάδει με αυτήν. Η ρύθμιση του νόμου περί παράλειψης της γνώμης της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής θα μπορούσε λ.χ. να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει Βουλή και μετά τη λήξη της θητείας της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, και η νέα κυβέρνηση που προκύπτει μετά τις εκλογές κρίνει αναγκαία την ταχεία λήξη της εκκρεμότητας.
Ποιος, όμως, θα αποφασίσει για το εάν μια κυβέρνηση μπορεί σε κατ’ ουσίαν προεκλογική περίοδο να επιλέγει την ηγεσία της Δικαιοσύνης; Η αρμοδιότητα αυτή δεν μπορεί παρά να ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Πολύ εύκολα ξεχνάμε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος (άρθρο 30 Σ.) και όχι απλός τυπικός διεκπεραιωτής πολιτειακών διαδικασιών. Στις ρυθμιστικές του δε αρμοδιότητες ανήκει η επίλυση των διαφωνιών μεταξύ των πολιτικών και πολιτειακών παραγόντων με στάθμιση όλων των κρίσιμων συνταγματικών παραμέτρων. Προ ολίγων εβδομάδων είχαμε τη χαρά, με τον καλό συνάδελφο Γιάννη Τασσόπουλο, να αρθρογραφήσουμε από τις ίδιες φιλόξενες στήλες, σε ένα γενικότερο επίπεδο, υπέρ της ενίσχυσης και πραγματικής άσκησης των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η χώρα χρειάζεται «θεσμικά αντίβαρα» και το καταλληλότερο πρόσωπο, στα θέματα οργάνωσης και λειτουργίας του πολιτεύματος, δεν είναι άλλο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Μακάρι το ζήτημα που ανέκυψε να αποτελέσει την αφορμή για να αλλάξει ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Τα προβλήματα ξεκινούν από το ότι η αρμοδιότητα επιλογής ανήκει στην εκάστοτε κυβέρνηση. Δεν θα ήταν προτιμότερο η επιλογή αυτή να ανήκει στους φυσικούς της φορείς, δηλαδή στους ίδιους τους δικαστές; Γι’ αυτό, όμως, θα πρέπει να περιμένουμε την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, γιατί η παρούσα Βουλή δεν συμπεριέλαβε, παρά τις αντίθετες προτάσεις, το σχετικό άρθρο 90 του Συντάγματος στις αναθεωρητέες διατάξεις.
* Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.