Για την επέτειο των πενήντα χρόνων από το πραξικόπημα, ο Μάνος Χατζηδάκης, συγγραφέας και ερευνητής της δράσης του Γεωργίου Παπαδόπουλου, προετοιμάζεται εδώ και επτά χρόνια. Τόσο του πήρε να προετοιμάσει τους τέσσερις τόμους της νέας βιογραφίας του δικτάτορα. Ξεφυλλίζοντας τις εκδόσεις, γραμμένες στην καθαρεύουσα, το πιθανότερο είναι να θεωρήσει κανείς πως ο συγγραφέας είχε ζήσει το πραξικόπημα από κοντά. Ομως ο Χατζηδάκης δεν είχε καν γεννηθεί στις 21 Απριλίου του 1967. Οταν έπεσε η χούντα εκείνος ήταν μόλις δύο χρόνων. Σπούδασε σε ΙΕΚ διοίκηση επιχειρήσεων και δουλεύει εδώ και 19 χρόνια στην ΕΛΠΑ. Κάθε ελεύθερη ώρα του όμως είναι αφιερωμένη στην επταετία.
Η οικογένειά του δεν είχε κάποια σχέση με τους πραξικοπηματίες. Αν και ο πατέρας του ήταν φίλα προσκείμενος στην ιδεολογία τους: «Τον θυμάμαι να μου μιλάει για μια χρυσή εποχή. Από την άλλη, στο σχολείο άκουγα για τους βασανισμούς, για μια μαύρη εποχή και ήμουν περίεργος να δω πού βρίσκεται η αλήθεια». Εγινε θαμώνας ενός μικρού παλαιοπωλείου στην Ακαδημίας με εκδόσεις της εποχής και άρχισε να μελετά. Το 2004 έγραψε το πρώτο του βιβλίο και ακολούθησαν άλλα δεκατρία. «Δεν υπάρχουν νοσταλγοί ούτε αμετανόητοι», απαντάει όταν ερωτάται εάν είναι κάτι από τα δύο. «Υπάρχει μια ιστορική περίοδος και η ανάγκη να καταγραφεί με ψυχραιμία. Μέχρι τώρα μόνο η μία πλευρά έχει ακουστεί», εξηγεί. Είναι σαφές πως ο ίδιος βρίσκεται στην… άλλη πλευρά. Ούτε ο ίδιος το αρνείται. Στον τέταρτο τόμο συμπεριλαμβάνει μάλιστα και το περιστατικό που βάζει και τον ίδιο στην ιστορία που αφηγείται.
Η γνωριμία
Ηταν 1994, εκείνος μόλις 19 χρόνων και μέλος της ΕΠEΝ όταν κατάφερε να έρθει σε επαφή με τη σύζυγο του Παπαδόπουλου, Δέσποινα. Της ζήτησε να του γνωρίσει τον Παπαδόπουλο. «Θα έρθεις μαζί μου στο επισκεπτήριο της Πέμπτης», του υποσχέθηκε εκείνη. Ετσι κι έγινε. Ανέβηκαν μαζί την τσίγκινη σκάλα των γυναικείων φυλακών που οδηγούσε στην απομονωμένη πτέρυγα όπου κρατείτο. Ο Χατζηδάκης ήταν αγχωμένος. Θυμάται πως με δυσκολία ψέλλισε μερικές κουβέντες, αλλά ο «πρόεδρος» –όπως τον αποκαλεί ακόμα και σήμερα– τον έκανε γρήγορα να νιώσει άνετα. Επιασαν την κουβέντα και του προσέφερε τσιγάρο. Ο πατέρας του, που τον συνόδευε, αστειεύτηκε πως αυτό το τσιγάρο θα μπει σε προθήκη στο σαλόνι τους. «Για εμένα επρόκειτο για έναν θρύλο. Είμαι Παπαδοπουλικός», παραδέχεται σήμερα ο Χατζηδάκης.
Από εκείνη την πρώτη επίσκεψη μέχρι τον θάνατό του, κάθε Πέμπτη ήταν εκεί. Αργότερα κράτησε επαφή με τον γιο του τον Χρήστο που ζει στο Σικάγο, αλλά και με τον ανιψιό του, που έχει και μεγάλο κομμάτι του αρχείου του. Μπήκε στο «δωμάτιο των άλμπουμ» στο σπίτι της Δέσποινας Παπαδοπούλου στην Ερυθραία και πέρασε ώρες μελετώντας το άγνωστο φωτογραφικό υλικό της επταετίας. Ετσι, άρχισαν να ανοίγουν και άλλα σπίτια, μπήκε ακόμα και σε διαθήκες, με την εντολή να κληρονομήσει και διαχειριστεί ιστορικά αρχεία των πρωταγωνιστών.
Αν και αυτό δεν ήταν πάντα μια εύκολη υπόθεση. Πριν από κάμποσα χρόνια, η οικογένεια ενός στρατιωτικού και υπουργού επί χούντας του εμπιστεύτηκε τα χειρόγραφα απομνημονεύματα του πατέρα τους, που βρίσκονταν καταχωνιασμένα σε ένα συρτάρι. Οταν ήρθε η ώρα να τα εκδώσει, τον παρακάλεσαν να περιμένει λίγο γιατί ο εγγονός είχε μόλις μπει στο πανεπιστήμιο. «Να μην τραβήξει την προσοχή για λάθος λόγους στο ξεκίνημά του», εξήγησαν. Επειτα από μερικά χρόνια όταν επανήλθε, του είπαν πως ένα από τα αδέρφια της οικογένειας έψαχνε για δουλειά. «Καλύτερα να το αφήσουμε για να μην τον δυσκολέψουμε». Ακόμα το σκέπτονται. Το ίδιο συνέβη και με μια ακόμη οικογένεια που είχε κάποιον συγγενή με το ίδιο επίθετο στον στρατό. «Μπορεί να αγαπάνε την εποχή, να τιμούν τους γονείς τους, αλλά φοβούνται. Για χρόνια ήταν κυνηγημένοι. Το καταλαβαίνω αλλά πρέπει να το ξεπεράσουν», εξηγεί ο Χατζηδάκης.
Οι συγκεντρώσεις
Πίσω από κλειστές πόρτες, οι εναπομείναντες χουντικοί συνέχισαν να συγκεντρώνονται με κάθε ευκαιρία. Συνήθως σε συνεδριακές αίθουσες ξενοδοχείων αναπολούν τα «περασμένα μεγαλεία». Γι’ αυτούς η δικτατορία ήταν «Επανάσταση» και οι βασανισμοί ή η εξορία ουδέποτε υπήρξαν.
Πρόσφατα, μετά την κηδεία του Παττακού υπήρχε η σκέψη να οργανωθεί μια μεγάλη ανοικτή εκδήλωση, αλλά μια από τις κόρες του τούς παρακάλεσε να το αποφύγουν. Υπήρχε ο φόβος ότι θα επαναληφθούν όσα είχαν γίνει στην κηδεία του Παπαδόπουλου το 1999, όταν ο Μιχαλολιάκος έκανε την εμφάνισή του και μαζί με την ομάδα του χαιρέτησαν το φέρετρο ναζιστικά. Δεν θα ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που η Χρυσή Αυγή προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τον ιδεολογικό τους χώρο.
Το καλοκαίρι του 2012, Αθηναίος επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στην επαρχία κάλεσε σε δείπνο τον Χατζηδάκη μαζί με τους δυο υιούς των πρωταιτίων της χούντας, Χρήστο Παπαδόπουλο και Γιάννη Μακαρέζο. Στο roof garden κεντρικού ξενοδοχείου με θέα την Ακρόπολη τούς αποκάλυψε τον λόγο του δείπνου: Ο Τάκης Μιχαλόλιας τον είχε πάρει τηλέφωνο την προηγούμενη ημέρα και του είχε μεταφέρει την επιθυμία του αδερφού του, Νίκου Μιχαλολιάκου, να συμπεριλάβει τους τρεις άνδρες στο ψηφοδέλτιο της Χρυσής Αυγής. Οι προσκεκλημένοι άκουσαν την πρόταση με αμηχανία. Ο επιχειρηματίας πέρασε το υπόλοιπο της βραδιάς προσπαθώντας να τους πείσει για τις καλές προθέσεις των Χρυσαυγιτών, πως μια τέτοια κίνηση θα οδηγούσε στη νομική και ηθική αποκατάσταση της δικτατορίας. Τους αποκάλυψε μάλιστα πως ο Μιχαλολιάκος σκόπευε να φτιάξει και μουσείο για να τιμήσει τον Παπαδόπουλο. Οι τρεις άνδρες αρνήθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη, αλλά τους είχε κάνει εντύπωση πως ξαφνικά έμπαινε στο παιχνίδι και ένας ακόμα… μνηστήρας για το περίφημο μουσείο.
Πρόκειται για ένα πρότζεκτ που μια κλειστή ομάδα προσπαθεί εδώ και καιρό να υλοποιήσει. Τη δημιουργία ενός χώρου όπου θα στεγαστούν όλα τα αρχεία αλλά και αντικείμενα της επταετίας, που βρίσκονται διασκορπισμένα σε προθήκες σαλονιών. (Στην πλειονότητά τους στο σπίτι του Αθηναίου επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στην επαρχία αλλά και στο σπίτι του Γιάννη Λυμπέρη συγκρατούμενου του Παπαδόπουλου.)
Η ομάδα που έχει οραματιστεί το όλο εγχείρημα, γνωρίζοντας πως θα ήταν σχεδόν αδύνατον να γίνει κάτι επίσημο με τη συγκατάθεση του κράτους, άρχισε πριν από μερικά χρόνια να ψάχνει εναλλακτικές. Ο επιχειρηματίας πρότεινε να διαμορφώσει εκείνος έναν χώρο σαν μουσείο στο υπόγειο του σπιτιού που έχτιζε στην Κηφισιά. «Θα είναι ανοικτό στο κοινό», είχε υποσχεθεί. Η ιδέα όμως δεν ικανοποιούσε τους υπόλοιπους οι προσπάθειες συνεχίζονται με την ελπίδα να δημιουργηθεί σύντομα ένα ίδρυμα που κάποιες ημέρες τον χρόνο θα είναι προσβάσιμο στο κοινό.