“Υπερβολικά επαχθή κύρωση” χαρακτηρίζει η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου την οριστική και πλήρη περικοπή της σύνταξης δημοσίου και στρατιωτικού υπαλλήλου λόγω καταδίκης με αμετάκλητη δικαστική απόφαση!
Το Ανώτατο Δημοσιονομικό Δικαστήριο απασχόλησε περίπτωση, πρώην υπάλληλου του υπουργείου Οικονομίας ο οποίος καταδικάστηκε σε κάθειρξης 5 ετών και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για 2 έτη για το αδίκημα της κατ΄ εξακολούθηση πλαστογραφίας με χρήση σε βάρος του Δημοσίου. Η ποινή επικυρώθηκε με αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου και διακόπηκε η χορήγησή της σύνταξή του. Το Ελεγκτικό Δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε ο πρώην υπάλληλος, διεκδικώντας την επιστροφή της σύνταξης του, αποφάνθηκε ότι η πλήρης διακοπή της σύνταξης «συνιστά κύρωση υπερβολικά επαχθή» και «η πλήρης και αυτοδίκαιη αποστέρηση της σύνταξης και, μάλιστα, ανεξαρτήτως του εάν μέρος της αντιστοιχεί σε καταβληθείσες από τον υπάλληλο εισφορές, συνεπαγόμενη, περαιτέρω, την απώλεια και κάθε κοινωνικής κάλυψης, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλισης υγείας, συνιστά μέτρο εξαιρετικά επαχθές».
Επιπλέον στη δικαστική απόφαση τονίζεται ότι η αποστέρηση της σύνταξης είναι επαχθές μέτρο : «που ακολουθεί τον υπάλληλο μέχρι το πέρας του βίου του και θέτει σε κίνδυνο τη διαβίωσή του, στερώντας από αυτόν το βασικό μέσο για την αντιμετώπιση των βιοτικών του αναγκών, σε μία ηλικία κατά την οποία η δυνατότητα αναπλήρωσης της σύνταξης μέσω άλλων πόρων είναι σε μεγάλο βαθμό αβέβαιη, αν όχι ανύπαρκτη, με συνέπεια την προσβολή και της προστατευόμενης από το άρθρο 2 του Συντάγματος ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του».
Σημειώνεται πως σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προβλέπει οι υπάλληλοι οι οποίοι καταδικάστηκαν αμετάκλητα σε κάθειρξη για τα αδικήματα, μεταξύ των άλλων, της κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας, απιστίας, παραποίησης ή καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για τα αδικήματα της δωροδοκίας ή δωροληψίας, κατά του Δημοσίου ή κατά νομικών προσώπων χάνουν το δικαίωμα συνταξιοδότησης. Τελικά, ωστόσο, το Ελεγκτικό Συνέδριο, όπως και στο παρελθόν σε άλλες περιπτώσεις, έκρινε ότι η επίμαχη διάταξη είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα καθώς έρχεται σε αντίθεση τόσο με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, όσο και με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.