Πώς οι κυβερνητικές επιλογές στο οικονομικό πεδίο μάς στέλνουν στην αγκαλιά του ESM
Το μόνο σίγουρο πλέον είναι ότι πλέουμε σε αχαρτογράφητα ύδατα όσον αφορά την οικονομία αλλά και την κοινωνία στη μετά την πανδημία Covid-19 εποχή. Είναι ωστόσο χρήσιμο να ξέρουμε τι μας ξημερώνει, αφού ο Κυριάκος Μητσοτάκης που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης δεν μεριμνά (τουλάχιστον μέχρι τώρα δεν το έχει πράξει) ώστε το χτυπημένο πλοίο να βρεθεί σε υπήνεμα ύδατα. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα ακόμη δεν έχει εξέλθει από την εποπτεία και ούτε κατά διάνοια δεν έχει συνέλθει από τη μνημονιακή εποχή, ενώ οι αναφορές του πρωθυπουργού για «ευρωομόλογο», που θα μπορούσαν να συνιστούν ρεαλιστική παρέμβαση στο τοπίο της κρίσης, ξεχάστηκαν πολύ εύκολα μετά τη άρνηση του Βερολίνου.
Αφού λοιπόν παρομοιάζουμε την ελληνική οικονομία με χτυπημένο από την αντάρα καράβι, πρέπει να αποτυπώνουμε και τα μεγάλα ρήγματα που έχει επιφέρει η καταιγίδα, ώστε να γνωρίζουμε τι έρχεται να πνίξει την πραγματική οικονομία την επόμενη μέρα του ανοίγματος της αγοράς εκ νέου και ποιες είναι οι κυβερνητικές προθέσεις βάσει όσων οι ίδιοι λένε ή αποκρύπτουν.
Τα μέτρα κοινωνικού αποκλεισμού, πέραν της αναστολής της οικονομικής δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα, έφεραν και κατακρήμνιση των δημόσιων εσόδων σε ΔΟΥ και ασφαλιστικά ταμεία. Λόγω των μηδενικών συναλλαγών δεν εισπράττεται ο ΦΠΑ ώστε να αποδίδεται, ενώ βέβαια οι επιχειρήσεις δεν έχουν κέρδος ώστε να φορολογηθούν.
Επιπροσθέτως, το φάσμα της ανεργίας και το κλείσιμο δεκάδων χιλιάδων επιχειρήσεων φέρνουν πρόσθετες υποχρεώσεις λόγω των επιδομάτων, ενώ τεράστιες θα είναι και οι απώλειες που θα έχουν τα ασφαλιστικά ταμεία σε συνθήκες κρίσης, με βαθιά ύφεση και υψηλή ανεργία. Από την άλλη, ήδη έχουν δοθεί κάποια χρήματα (έστω αυτά τα ελάχιστα) για τη στήριξη μισθωτών και επιχειρήσεων. Μακριά από τις επικοινωνιακές πομφόλυγες και με οδηγό τα στοιχεία, τα μεγάλα ανοικτά μέτωπα της οικονομίας είναι:
Δημόσιο χρέος
Οπως εκτιμάται, το δημόσιο χρέος αναμένεται να αυξηθεί και θα ξεπεράσει το 200%. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το δημόσιο χρέος από 179,2% του ΑΕΠ το 2019 αναμένεται να ανέλθει σε 200,8% του ΑΕΠ φέτος.
Στην ίδια έκθεση το ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι αναμένεται και εκτόξευση των δαπανών. Οι κρατικές δαπάνες από 47,9% του ΑΕΠ το 2019 αναμένεται να διαμορφωθούν σε 54,8% του ΑΕΠ το 2020. Από την άλλη, μεγάλη πτώση αναμένεται να καταγραφεί στα δημόσια έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, τα οποία από το 48,3% του ΑΕΠ το 2019 αναμένεται να υποχωρήσουν στο 45,8% του ΑΕΠ το 2020.
Αυτά αποτελούν μάλλον την αισιόδοξη εκδοχή, καθώς άλλοι εκτιμούν ότι το δημόσιο χρέος θα κυμανθεί από 210% έως 220%. Ολα αυτά βέβαια είναι απλή παράθεση αριθμών αν δεν αναλυθούν και δεν συνυπολογιστούν οι συνέπειες.
Οπως προκύπτει, λοιπόν, μας περιμένει νέος κύκλος λιτότητας, αφού είναι σαφές ότι η κυβέρνηση ελλείψει εναλλακτικού σχεδίου θα προστρέξει στην εύκολη λύση της αύξησης της φορολογικής βάσης. Ομως αυτό θα φέρει έναν φαύλο κύκλο, το καθοδικό σπιράλ δηλαδή της αγοράς, αφού η όποια μείωση της αγοραστικής δύναμης μειώνει τον τζίρο στις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα την ανεργία. Παρ’ όλη την πικρή εμπειρία της μνημονιακής εποχής, η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να επιλέγει για την επόμενη μέρα τον δρόμο της αύξησης των φορολογικών εσόδων με την ταυτόχρονη περικοπή δημόσιων δαπανών.
Ερχεται λοιπόν νέος γύρος δημοσιονομικής λιτότητας, στο τέλος του οποίου (και με δεδομένη τη μη έκδοση ευρωομολόγου, κάτι στο οποίο τελικά συναίνεσε και η ελληνική πλευρά) θα καταγραφεί εξάντληση ρευστότητας και άρνηση της αγοράς να δανείσει. Αρα μόνη επιλογή θα απομείνει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), ο οποίος όμως δεν δανείζει αν δεν προσυμφωνηθούν πολύ σκληροί μνημονιακοί όροι.
Τράπεζες
Το μεγάλο στοίχημα για τον τραπεζικό κλάδο ήταν να απαλλαγεί από ένα σημαντικό κομμάτι των «κόκκινων» δανείων μέσα από το σχέδιο «Ηρακλής» (12 δισ. ευρώ εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου) και να αναλάβει το κράτος μέρος των δανείων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Αντ’ αυτού, σύμφωνα με το Bloomberg, έρχεται αύξηση των «κόκκινων» δανείων κατά 10% λόγω του lockdown της αγοράς!
Αυτό σημαίνει ότι πέραν των 12 δισ. ευρώ θα πρέπει να υπάρξει και ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών. Ποιος θα πληρώσει τον πακτωλό που πιθανότητα θα απαιτηθεί για τη διάσωση του τραπεζικού κλάδου; Η απάντηση και σε αυτό φαίνεται να είναι δεδομένη και μας φέρνει πιο κοντά σε νέο μνημόνιο μέσα στο 2021. Ωστόσο εκκρεμεί η απάντηση στο τι θα γίνουν τα 12 δισ. του ήδη νομοθετημένου σχεδίου «Ηρακλής». Η ένοχη σιωπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη προϊδεάζει για τη συνέχιση αυτής της στρατηγικής που, αν συνεχιστεί και δεν ανασταλεί, είναι βέβαιο ότι θα στείλει 12 δισ. στα λίγα funds που διαχειρίζονται «κόκκινα» δάνεια, αντί αυτά τα χρήματα να χρησιμοποιηθούν για την επανεκκίνηση της εσωτερικής ελληνικής αγοράς. Σ’ αυτό βέβαια έρχεται να προστεθεί και η αναπάντητη προς το παρόν καταγγελία του επικεφαλής του ΜέΡΑ25 Γιάνη Βαρουφάκη περί κατοχής μετοχών των funds από μέλη της οικογένειας Μητσοτάκη.
Πραγματική οικονομία
Ολες οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας πλήττονται από την πανδημία. Τουρισμός, ναυτιλία και εστίαση είναι τα μεγάλα μεγέθη του ελληνικού ΑΕΠ. Αποτελούν ταυτόχρονα και τα πεδία που δεν έχει αγγίξει η κυβέρνηση. Τις επόμενες ημέρες με μεγάλη καθυστέρηση, αναντίστοιχη των πραγματικών αναγκών, αναμένεται να γίνει γνωστό κάποιο σχέδιο για τον τουρισμό, ενώ μόλις την περασμένη Δευτέρα στη Βουλή ο αρμόδιος υπουργός Χάρης Θεοχάρης κατόρθωσε να σκιαγραφήσει ορισμένους άξονες του σχεδίου, που απέχουν πολύ από τα αιτήματα που έχουν ήδη από τις αρχές Απριλίου θέσει οι επιχειρηματίες και οι εργαζόμενοι στον τουρισμό.
Οσον αφορά την εστίαση τα πράγματα μάλλον βαδίζουν από το κακό στο χειρότερο (αφού δεν υφίσταται οποιοδήποτε σχέδιο). ενώ και η ναυτιλία κινείται στο άγνωστο καθώς δεν έχουν γίνει γνωστές –μετά τα πρώτα μέτρα του Μαρτίου– οι κυβερνητικές προθέσεις στήριξης τόσο του κλάδου όσο και των χιλιάδων εργαζομένων σε αυτόν.
Μισθοί – συντάξεις
Τη λογική της εσωτερικής υποτίμησης με μείωση μισθών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα αλλά και συντάξεων (μειώθηκαν κατά 45% από το 2010 στο 2013) την πλήρωσε πολύ ακριβά η ελληνική οικονομία στις αρχές του 2010, όταν και εισήλθαμε στη μνημονιακή εποχή.
Τα ασφαλιστικά ταμεία (τα έσοδα των οποίων προέρχονται από ποσοστό επί των δεδουλευμένων αποδοχών των μισθωτών και από τις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών) στην πραγματικότητα πτώχευσαν. Το ίδιο συνέβη και στα φορολογικά έσοδα, αφού η φτωχοποίηση των μισθωτών έφερε και κατακρήμνιση των δημόσιων εσόδων. Στον ιδιωτικό τομέα η μείωση μισθών θεωρείται περίπου δεδομένη μέσω της αναστολής των συμβάσεων εργασίας (όρος που ήρθε για να μείνει), της μετατροπής και άλλων συμβάσεων αορίστου χρόνου σε μερικής απασχόλησης (μισή δουλειά – μισός μισθός) αλλά και της ανεργίας (η οποία κατά τον ΣΕΒ μπορεί και να ξεπεράσει το 10%). Αυτό το βίαιο πετσόκομμα της αγοραστικής δύναμης φέρνει τεράστια μείωση του τζίρου των επιχειρήσεων, που σημαίνει δεκάδες χιλιάδες λουκέτα στην αγορά. Ολο αυτό θα ενταθεί αν περικοπούν κατά 20%, όπως ήδη προτείνεται σε σενάρια που διακινούνται, οι μισθοί των δημόσιων υπαλλήλων και οι συντάξεις. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρότι έχει προκληθεί πολλάκις να το διαψεύσει δεν το έχει πράξει, δημιουργώντας συνθήκες σχετικής βεβαιότητας ότι οι μειώσεις θα γίνουν και ο κόσμος της εργασίας θα κληθεί μία ακόμη φορά να πληρώσει το μάρμαρο.