Με τη βοήθεια του μεγαλύτερου επικοινωνιακού μηχανισμού που υπήρξε μεταπολιτευτικά
Σαν πρώτης τάξεως ευκαιρία για να χτίσει το προσωπικό του προφίλ ηγέτη αντιμετωπίζει την κρίση του κορονοϊού ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως άλλωστε έπραξε και με την κρίση στα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Κυρίως όμως εκμεταλλεύεται τις κρίσεις με τη βοήθεια του θηριώδους επικοινωνιακού μηχανισμού και των πρόθυμων να τον δοξάσουν ΜΜΕ, ώστε να καλύψει την αποτυχία της πολιτικής του μέχρι τώρα στα κρίσιμα ζητήματα: του προσφυγικού-μεταναστευτικού, των ελληνοτουρκικών και της οικονομίας, την οποία οδήγησε σε κάμψη από το τρίτο τρίμηνο του 2019.
«Για τις εντυπώσεις»
Για τον κορονοϊό ο Κυρ. Μητσοτάκης έχει απευθύνει τρεις φορές ο ίδιος «διάγγελμα» προς τον ελληνικό λαό και ο σχεδιασμός του Μεγάρου Μαξίμου προβλέπει ότι θα συνεχίσει να βγαίνει κάθε εβδομάδα ή και πιο συχνά εάν κρίνει ότι οι εξελίξεις ευνοούν την επικοινωνιακή του προβολή. Το επιτελείο έχει διαγνώσει ότι τα διαγγέλματα πουλάνε, όπως και οι απαγορεύσεις, που τονίζουν το προφίλ του «αποφασιστικού ηγέτη». Ακόμη και στο θέμα της εκκλησίας, παρότι καθυστέρησε μία εβδομάδα για να μην έρθει σε ρήξη με τους σκληρούς της Ιεραρχίας, αφήνοντας τους ναούς να γίνουν εστίες μαζικής μετάδοσης του ιού, τα φιλικά του Μέσα πρόβαλαν «την αποφασιστικότητά του να επιβάλει μέτρα».
Υιοθετώντας το ύφος του αυστηρού «πατερούλη», ο Κυρ. Μητσοτάκης απευθύνθηκε στους «συμπολίτες του» από το Μέγαρο Μαξίμου με πουκάμισο και δίχως σακάκι για να υπογραμμίσει, όπως διαφημίζει ο επικοινωνιακός του μηχανισμός, ότι «το έχει μετατρέψει σε επιτελείο μάχης». Χρησιμοποιώντας πολεμικούς όρους εμφανίζεται σαν αρχιστράτηγος στη μάχη κατά του κορονοϊού, φιλοδοξώντας όπως λένε οι συνομιλητές του να γίνει «ο Ελευθέριος Βενιζέλος του 21ου αιώνα»… Την περασμένη Πέμπτη εμφανίστηκε για να πιστωθεί την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, την οποία το Μέγαρο Μαξίμου πρόβαλλε από τα ξημερώματα που αποφασίστηκε ως προσωπική επιτυχία του Κυρ. Μητσοτάκη κατόπιν επικοινωνίας του με την Κριστίν Λαγκάρντ, «που δεν είχε καταφέρει ο Τσίπρας». Αποσιωπούσαν βέβαια ότι ήταν οι συνθήκες έκτακτης ανάγκης που ανάγκασαν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε πρόγραμμα 750 δισ. ευρώ και φυσικά δεν μπορούσε να μείνει εκτός η Ελλάδα.
Γκάφες και παραλείψεις
Οπως έπραξε και στο μεταναστευτικό, ο Κυρ. Μητσοτάκης εκμεταλλεύεται τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας για να καλύψει την αποτυχία της οικονομικής του πολιτικής. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η ελληνική οικονομία είχε περάσει σε περίοδο κάμψης ήδη από το τελευταίο τρίμηνο του 2019. Οι προβολές με βάση τα στοιχεία αυτού του τριμήνου έδειχναν ότι το 2020 θα έκλεινε με μεγέθυνση γύρω στο 1%. Δεν υπολόγισε ότι, καθώς η ελληνική οικονομία βασίζεται κυρίως στην κατανάλωση, οι περικοπές στα επιδόματα προς τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα σε συνδυασμό με μέτρα όπως η απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος, που μείωσε τον τζίρο στην εστίαση κατά 30%, θα είχαν αρνητικά αποτελέσματα. Η υπόθεση εργασίας του ήταν πως διατυμπανίζοντας από τον πρώτο μήνα στο διεθνές ακροατήριο ότι η Ελλάδα άλλαξε σελίδα θα προκαλούσε επενδυτική έκρηξη. Φυσικά επενδύσεις δεν ήρθαν –ποτέ δεν έρχονται ξένες επενδύσεις σε μια χώρα που λόγω και του μεγάλου χρέους θεωρείται υψηλού ρίσκου–, αντίθετα έχασε και τη δυναμική που είχε δημιουργήσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Στο πλαίσιο αυτό το Μέγαρο Μαξίμου αξιοποιεί την οικονομική κρίση λόγω του κορονοϊού για να καλύψει τις γκάφες και την αποτυχία της οικονομικής πολιτικής. Ακόμη και έτσι όμως στην αρχή η σημερινή κυβέρνηση φάνηκε απροετοίμαστη.
Ενώ ανακοίνωσε περιοριστικά μέτρα για τους πολίτες, δεν τα συνόδευσε με συστάσεις προς τους εργοδότες, με αποτέλεσμα μέχρι τις 18 Μαρτίου να έχει αρνητικό ισοζύγιο 40.000 απολύσεων. Ενώ η κρίση είχε ξεσπάσει έδινε διαπιστευτήρια στο Βερολίνο ότι «δεν θα είναι άλλοθι για αναστολή των μεταρρυθμίσεων», όπως έκανε και ο υπουργός Οικονομικών του στο Eurogroup. Ενώ όλη η Ευρώπη κατευθύνεται σε κεϊνσιανές πολιτικές, η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη διστάζει και πηγαίνει βλέποντας και κάνοντας. Μέχρι στιγμής έχει ανακοινώσει τη μικρότερη στήριξη σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμη και η Πορτογαλία ανακοίνωσε μέτρα 9,3 δισ. ευρώ, ενώ η Ισπανία ανακοίνωσε 200 δισ., περί το 20% του ΑΕΠ της. Δείχνοντας ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από τις ιδεολογικές εμμονές, η ελληνική κυβέρνηση αφήνει την προστασία της αγοράς εργασίας εκτός ακόμη και από τα περιορισμένα μέτρα στήριξης που ανακοίνωσε, αποβλέποντας σε περαιτέρω απορρύθμιση με ελαστικές συμβάσεις και τηλεργασία που γενικεύεται λόγω των συνθηκών.