Η μετατροπή των ΗΠΑ σε χώρα μειωμένης εθνικής κυριαρχίας, η γεωστρατηγική παράλυση της Ρωσίας και η ανάγκη της Ελλάδας να επενδύσει σε συμμαχίες στην περιφέρεια της.
Το ιδιόρρυθμο, μετανεωτερικό πραξικόπημα εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ που βρίσκεται υπό εξέλιξη στις Ηνωμένες Πολιτείες από ένα πανίσχυρο κομμάτι του αμερικανικού κατεστημένου έχει προκαλέσει ένα πρωτοφανές κενό εξουσίας στην Ουάσιγκτον. Μεταξύ των άλλων, ουσιαστικά έχει απαγορευτεί στον νέο Αμερικανό πρόεδρο να ασκεί εξωτερική πολιτική, δεδομένου ότι πυρήνας της στρατηγικής του ήταν η προσέγγιση με τη Μόσχα, έτσι ώστε να ξεκινήσει μια προσπάθεια αποσυσπείρωσης της Ευρασίας και απομόνωσης της ανερχόμενης Κίνας.
Κατά συνέπεια, έως ότου τερματιστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αυτός ο εσωτερικός ανταγωνισμός στο αμερικανικό πλέγμα εξουσίας, οι ΗΠΑ θεωρούνται χώρα μειωμένης εθνικής κυριαρχίας και οι δυνατότητες αλλά και οι προθέσεις τους να παρεμβαίνουν στο εξωτερικό είναι μη προσδιορίσιμες. Και ούτε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι αυτή η κατάσταση θα επιλυθεί σύντομα ή ότι δεν θα κληροδοτήσει, ακόμη και μετά την όποια «επίλυσή» της, μια εγγενή ασάφεια στις γεωστρατηγικές επιλογές της Ουάσιγκτον.
Το κενό αυτό αναμένεται, ωστόσο, να αξιοποιηθεί ως παράθυρο ευκαιρίας από την Άγκυρα, ώστε να εντείνει την επιθετικά αναθεωρητική πολιτική της στο Αιγαίο για να ενισχύσει το γεωπολιτικό της χαρτοφυλάκιο και να είναι σε θέση να επαναδιαπραγματευτεί από θέση ισχύος τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, όταν και αν αναδημιουργηθεί ο μηχανισμός εξουσίας στην Ουάσιγκτον και επανεκκινήσει η αμερικανική στρατηγική. Ως εκ τούτου, και η Ελλάδα οφείλει να προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα, «μετααμερικανική» τρόπον τινά κατάσταση προκειμένου να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα.
Συγκεκριμένα, η αποφασιστική παρέμβαση της Ουάσιγκτον στις κρίσεις του ελληνοτουρκικού συστήματος δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη -αν ήταν και ποτέ. Άρα η ελληνική εξωτερική και αμυντική πολιτική θα πρέπει να ξεπεράσει την… παιδική της ηλικία και να περάσει στη φάση της ενηλικίωσης όπου θα πρέπει να κατανοήσει ότι δεν μπορεί να βασίζεται παρά μόνον στον εαυτό της. Παρεμπιπτόντως η παραδοχή της μειωμένης αμερικανικής επιρροής στα διεθνή θέματα γενικώς και στο ελληνοτουρκικό σύστημα ειδικότερα επ” ουδ.ενί θα πρέπει να αντικατασταθεί με μια υπερβάλλουσα προσδοκία όσον αφορά στον ρόλο της Ρωσίας. Αντιθέτως το κενό εξουσίας που έχει προκύψει στην Ουάσιγκτον εξ αντικειμένου οδηγεί και τη Μόσχα σε προσωρινή γεωστρατηγική παράλυση, δεδομένου ότι τυχόν «λανθασμένες» ή «προκλητικές» γεωπολιτικές κινήσεις από πλευράς της θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από το αντιτραμπικό λόμπι των Ηνωμένων Πολιτειών και να παγιώσουν τον μισαλλόδοξο αντιρωσισμό στην αμερικανική πολιτική.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν επιλογές συμμαχιών και ενίσχυσης των γεωστρατηγικών σχέσεων της Ελλάδας με άλλες χώρες. Απλώς, αντί να αναζητούμε κάποιον παντοδύναμο γίγαντα-προστάτη έτσι ώστε να έχουμε τη φαντασίωση ότι προστατευόμαστε από κάποια πανίσχυρη δύναμη, διαιωνίζοντας εν παραλλήλω μια κατάσταση «θεσμοθετημένα» μειωμένης εθνικής κυριαρχίας, η οποία αποτελεί οργανικό μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας και του τρόπου διακυβέρνησης των εγχώριων ηγετικών ελίτ, μπορούμε και οφείλουμε να αναζητήσουμε ισότιμες συμμαχίες με χώρες στην περιφέρειά μας με τις οποίες έχουμε αυτή τη στιγμή συνεργατικά γεωπολιτικά χαρακτηριστικά.
Δημιουργώντας έναν δακτύλιο ασφαλείας γύρω μας
Όπως ο γράφων έχει υποστηρίξει και σε άλλα άρθρα του στα «Επίκαιρα», η Ελλάδα θα μπορούσε να επενδύσει στη δημιουργία ενός συμμαχικού δακτυλίου γύρω της τοποθετώντας τον εαυτό της στο κέντρο ενός σπονδυλωτού γεω-συστήματος που θα ξεκινά από τα Βαλκάνια και θα καταλήγει στην Κεντρική Ασία. Οι κατεξοχήν χώρες με τις οποίες θα μπορούσε η Ελλάδα να επιδιώξει δραστική ενίσχυση των σχέσεών της είναι το Ιράν, η Αίγυπτος η Αρμενία και η Σερβία. Οι δύο πρώτες είναι φύσει και θέσει αντιτουρκικές διεκδικώντας κυρίαρχο ρόλο στις ίδιες περιοχές με την Τουρκία, ενώ φαίνεται να θεωρούν την Ελλάδα εν δυνάμει παράγοντα συμβολής στις γεωπολιτικές τους φιλοδοξίες. Η δε Αρμενία είναι μια παραδοσιακά φιλελληνική και οργανικά αντιτουρκική χώρα, μικρή μεν, αλλά με μεγάλο γεωπολιτικό δυναμισμό, με ισχυρό λόμπι στην Ουάσιγκτον και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και με τη σχέση της με τη Μόσχα να ενισχύεται διαρκώς.
Όσο για τη Σερβία, επαναδιεκδικεί μια κυρίαρχη θέση στα Δυτικά Βαλκάνια, ιδιαίτερα μετά το «ορφάνεμα» της Αλβανίας και των Σκοπίων, που είχαν ταυτιστεί με το λόμπι των Δημοκρατικών στην Ουάσιγκτον. Επίσης, αναβαθμίζει κι αυτή δραστικά τις σχέσεις της με τη Ρωσία και η αυτοπεποίθησή της ενισχύεται ολοένα και περισσότερο. Μεταξύ των άλλων πλεονεκτημάτων μιας ουσιαστικής ελληνοσερβικής προσέγγισης θα ήταν και η τοποθέτηση της Αλβανίας σε μια γεωπολιτική λαβίδα που θα την καθιστούσε ιδιαίτερα προσεκτική όσον αφορά σε τυχόν επιλογές της να λειτουργεί ως «μακρύ χέρι» της Άγκυρας στην περιοχή, ενώ ο αποχαλινωμένος αλβανικός εθνικισμός πιθανώς να κινούνταν προς πιο μετριοπαθείς κατευθύνσεις.
Άποψη δε του γράφοντος είναι πως, σε αντίθεση με ό,τι κατά και ρούς υποστηρίζεται, το Ισραήλ δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος αυτού του δακτυλίου. Φυσικά, αυτό δεν συνεπάγεται ότι οι σχέσεις με το Τελ Αβίβ θα πρέπει να οδηγηθούν σε μια «εποχή των παγετώνων». Όμως οι θεωρίες περί ελληνοϊσραηλινής-αντιτουρκικής συμμαχίας δύσκολα μπορούν να τεκμηριωθούν. Μεταξύ των άλλων, το Ισραήλ σε καμία περίπτωση δεν θέλει να αποκτήσει έναν ακόμη εχθρό στην περιοχή.
Αντιθέτως, δείχνει πως επιδιώκει απεγνωσμένα να αποκαταστήσει και να παγιώσει μια «παγερή φιλία» με την Τουρκία, έστω κι αν για να επιτύχει κάτι τέτοιο αναγκάζεται σε ταπεινωτικές κινήσεις. Επιπροσθέτως και το Τελ Αβίβ δείχνει εδώ και καιρό να βρίσκεται σε μια διαρκή αμηχανία αναφορικά με τις γεωστρατηγικές του επιλογές, ενώ έχει εγκλωβιστεί σε μια τόσο φοβική όσο και μισαλλόδοξή αντιιρανική ρητορική που φαίνεται να αποτελεί λιγότερο αποτέλεσμα ψυχρής γεωπολιτικής ανάλυσης και περισσότερο προϊόν παρανοϊκών αναγνώσεων της πραγματικότητας.
Πάντως το σχήμα των ελληνικών συμμαχιών θα μπορούσε να συμπληρωθεί επίσης με τη δραστική ενίσχυση των σχέσεων με μια ευρωπαϊκή δύναμη. Για την ακρίβεια, με τη μόνη ευρωπαϊκή δύναμη, τη Γαλλία. Δηλαδή τη μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που έχει πλήρη και «ολιστική» γεωπολιτική ταυτότητα και δεν είναι ισχυρή αποκλειστικά στον τομέα της οικονομίας όπως είναι η Γερμανία, ενώ αποτελεί έναν μεσαίο μεν, ανερχόμενο δε διεθνή πόλο ισχύος.
Στην περισσότερο εθνοκεντρική Ευρώπη που διαφαίνεται ότι θα προκύψει τα ερχόμενα χρόνια, η Γαλλία αναμένεται να αποτελέσει κυρίαρχο δρώντα ακριβώς λόγω της «ολιστικής» γεωπολιτικής της ταυτότητας αλλά και της ανάγκης της να ξεπεράσει τα οικονομικά της προβλήματα διά της γεωπολιτικής αναβάθμισης. Η δε Αθήνα ενδέχεται να αποτελεί έναν σημαντικό εν δυνάμει σύμμαχο για το Παρίσι, κυρίως λόγω της μεσογειακής φύσης και των δύο, με τη Γαλλία να δεσπόζει στη Δυτική Μεσόγειο και την Ελλάδα να αποτελεί κομβικό κράτος στα ανατολικά της Μεσογείου. Επιπροσθέτως η Γαλλία έχει παραδοσιακούς ιστορικούς δεσμούς τόσο με την Ελλάδα όσο και με τη Σερβία. Έτσι, μια προσέγγιση των τριών χωρών θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ισχυρό γεωπολιτικό σχήμα, προσφέροντας ταυτοχρόνως στο Παρίσι ένα σταθερό πάτημα στη Χερσόνησο των Βαλκανίων.
Σε κάθε περίπτωση, έχουμε εισέλθει σε μια μετααμερικανική εποχή και θα πρέπει να αρχίσουμε να επανασχεδιάζουμε μια εθνική γεωστρατηγική, αυτή τη φορά ξεκινώντας από τα κάτω προς τα πάνω και όχι από πάνω προς τα κάτω. Θα πρέπει, δηλαδή, να επενδύσουμε σε ρεαλιστικές και ισότιμες συμμαχίες με χώρες με τις οποίες μπορούμε να συνεννοηθούμε και όχι να καταφύγουμε στη δουλική ταύτιση με κάποιον υποτιθέμενα παντοδύναμο επικυρίαρχο και κατόπιν να αφήσουμε τις επιμέρους σχέσεις με τα υπόλοιπα κράτη να διαμορφωθούν «αβίαστα» με κυρίαρχο κριτήριο την ταύτιση αυτή.
ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΡΙΒΑ