Η συζήτηση για την επόμενη μέρα σε Ελλάδα και Ευρώπη θα είναι δύσκολη και απαιτητική. Με ορίζοντα τόσο τις εθνικές εκλογές, όσο και τις ευρωεκλογές τον Μάιου του 2019, τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα και οι πολιτικές ομάδες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα κληθούν να διαμορφώσουν στρατηγικές νίκης και νέες πολιτικές συμμαχίες.
Η έξοδος της Ελλάδας από το μνημόνιο και η ολοκλήρωση ενός επώδυνου για την κοινωνία οκταετούς κύκλου δεν μπορεί παρά να πιέσει προς τη διαμόρφωση νέων πολιτικών ισορροπιών. Η ρητορική της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας δεν διολισθαίνει απλώς πλέον προς την ακροδεξιά, αλλά ενσωματώνει στο βασικό της κορμό στοιχεία εθνικιστικού λόγου, αλλάζοντας την πολιτική φυσιογνωμία της άλλοτε κεντροδεξιάς παράταξης.
Τόσο η στάση στο ζήτημα της εξόδου από το μνημόνιο, όσο και η εθνικιστική παράκρουση μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας Τσίπρα-Ζάεφ για το Μακεδονικό, οδηγούν το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη στο πολιτικό περιθώριο, ακόμα και εντός του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, το απομακρύνουν από τις ιδρυτικές του αξίες και την κεντροδεξιά απεύθυνση, φέρνοντάς το εγγύτερα στο λαϊκιστικό/ακροδεξιό μπλοκ, που σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχουν ως κύριους εκφραστές τον Ορμπάν, τον Σαλβίνι και τη Λεπέν.
Το μπλοκ αυτό ενδυναμώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διαμορφώνοντας έναν πολιτικό και ιδεολογικό πόλο που έλκει ένα υπερσυντηρητικό εκλογικό ακροατήριο και «ξεπλένει» με τρόπο αδιόρατο πολλές φορές τις πιο σκοτεινές ακροδεξιές και φασίζουσες πολιτικές. Το βλέπουμε στο ζήτημα του προσφυγικού, το βλέπουμε στην καταψήφιση προοδευτικών κοινωνικών τομών, όπως η υιοθέτηση παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια ή η ελεύθερη πρόσβαση όλων των πολιτών στο πρωτοβάθμιο σύστημα υγείας.
Από την άλλη πλευρά, οι αριστερές και κεντροαριστερές δυνάμεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη βρίσκονται αντιμέτωπες με πολύ συγκεκριμένα διλήμματα που θα καθορίσουν το περιεχόμενο και την ουσία της πολιτικής τους στρατηγικής από εδώ κα πέρα. Η ευρωπαϊκή Αριστερά δεν έχει καταλήξει ακόμη σε ένα συγκεκριμένο και ρεαλιστικό, εναλλακτικό πλάνο για την Ευρώπη, που θα έρθει να αντικαταστήσει τις αναποτελεσματικές και διαλυτικές πολιτικές λιτότητας. Υπάρχει η διάθεση, υπάρχει η ενέργεια και η αναγνώριση της πολιτικής αναγκαιότητας, υπάρχει μια δέσμη προτάσεων, ωστόσο το βασικό ζήτημα παραμένει η επικοινωνία και η μεταφορά αυτών των προτάσεων από «τα πάνω προς τα κάτω», από το επίπεδο δηλαδή των ιδεών στο πως εφαρμόζονται στην πράξη, και κυρίως με ποια μέσα και μέσα από ποιες διαδικασίες μπορούν να εφαρμοστούν στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας από την μεριά τους βρίσκονται αντιμέτωπες με τη διγλωσσία, την αναβλητικότητα και το φόβο αυτοκριτικής για τα μεγάλη πολιτικά λάθη -λάθη στρατηγικής επί της ουσίας- που διέπραξαν τη τελευταία δεκαπενταετία. Ο σφιχτός εναγκαλισμός και η υιοθέτηση των πολιτικών της λιτότητας τα οδήγησε σε απανωτές και βαριές εκλογικές ήττες και σε απομάκρυνση από την ιδεολογική τους μήτρα.
Η δυσκολία της σοσιαλδημοκρατίας να πετάξει από το πάνω της το ρόλο του «βαστάζου» των συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων κομμάτων φαίνεται επίσης και από τις εσωτερικές διαμάχες για το ποια κατεύθυνση θα πρέπει τελικά να πάρει το επόμενο διάστημα. Υπάρχουν σοβαρές προσπάθειες και προοδευτικά πολιτικά εγχειρήματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως συμβαίνει στην Πορτογαλία και εσχάτως στην Ισπανία με τη νέα κυβέρνηση Σάντσεθ, ωστόσο απαιτούνται αντίστοιχες προσπάθειες και σε άλλα σοσιαλιστικά κόμματα σε άλλα κράτη-μέλη, και κυρίως στη Γαλλία και τη Γερμανία.
Ερχόμενοι πίσω στα δικά μας, και μέσα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, έχει σημασία να δούμε ποια είναι τα περιθώρια διαλόγου μεταξύ της αριστεράς και της κεντροαριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τον πυλώνα του ευρύτερου χώρου, είναι εκείνος ο πολιτικός φορέας που μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες διαλόγου και να δημιουργήσει «κανάλια επικοινωνίας» με το Κίνημα Αλλαγής. Δόθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν περιθώρια σύμπλευσης, τα οποία επαληθεύτηκαν στη στήριξη σημαντικών νομοσχεδίων, ωστόσο το Μακεδονικό ήρθε να ενδυναμώσει και πάλι τη στρεβλή όσο και αδιέξοδη για το ίδιο το Κίνημα στάση της πολιτικής του ηγεσίας. Σε ένα μείζον εθνικό θέμα, το οποίο θα έπρεπε να έχει λυθεί εδώ και δεκαετίες, τα συντηρητικά και μικροκομματικά αντανακλαστικά της ηγεσίας Γεννηματά ήρθαν να «τραβήξουν πίσω» το Κίνημα και τις προοδευτικές φωνές που συμφωνούν, παρά τις επιφυλάξεις, με τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το ΚΙΝΑΛΛ δεν αφορά τόσο στην εσωτερική του συνοχή, αλλά κυρίως στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν συγκεκριμένα πολιτικά «βαρίδια» και νοοτροπίες που φέρει ένα τμήμα του ΠΑΣΟΚ εις βάρος των υπόλοιπων πολιτικών κομμάτων που συμμετέχουν στο σχήμα. Ο ευρύτερος χώρος της σοσιαλδημοκρατίας έχει ανάγκη από διαφορετικές προτεραιότητες, έχει ανάγκη από νέους συμμάχους, και αυτοί οι σύμμαχοι μπορούν να έρθουν από τα αριστερά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τώρα, με αφορμή και την έξοδο από τα μνημόνια, έχει μια σπουδαία ευκαιρία να ενισχύσει και να επιταχύνει νομοθετικές και πολιτικές πρωτοβουλίες με προοδευτικό πρόσημο, ενδυναμώνοντας το ήδη σημαντικό έργο που έχει επιτελέσει – μέσα σε ασφυκτικές συνθήκες- αυτά τα τρεισήμισι χρόνια διακυβέρνησης. Η μεγαλύτερη ευελιξία στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, η παραγωγική ανασυγκρότηση, η ιδεολογική εμβάθυνση και η διαχείριση καθημερινών ζητημάτων με μεγαλύτερη ένταση και επιμέλεια μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα το αμέσως επόμενο διάστημα.
Οι νέες πολιτικές πραγματικότητες που διαμορφώνονται σε Ελλάδα και Ευρώπη επιβάλλουν τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού σχεδιασμού από την κυβερνώσα Αριστερά, που θα μπορεί να συνδιαλέγεται, χωρίς να απορροφά, το ευρύτερο φάσμα των πολιτικών δυνάμεων που κινούνται στο χώρο της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Οι διαιρετικές τομές του πρόσφατου παρελθόντος αρχίζουν σταδιακά να υποχωρούν ή να μετακινούνται και να αναπροσαρμόζονται, επιβάλλοντας την ανάγκη μιας νέας στρατηγικής θεώρησης των υπό διαμόρφωση πολιτικών ισορροπιών.
Αυτούς ακριβώς τους νέους πολιτικούς συσχετισμούς βλέπουμε να διαμορφώνονται στην Ευρώπη. Στον έναν πόλο έχουμε το νεοφιλελεύθερο λαϊκιστικό/ακροδεξιό μπλοκ, μια άτυπη και σιωπηλή συμμαχία ενός μεγάλου τμήματος του συντηρητικών δυνάμεων του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος με εθνικιστικά και ακροδεξιά κόμματα, ένα «πάντρεμα» στις γραμμές της ξενοφοβίας, των κλειστών συνόρων, του περιορισμού του κοινωνικού κράτους και της διατήρησης των περιφερειακών και εισοδηματικών ανισοτήτων.
Στον άλλο πόλο έχουμε τον «αριστερόστροφο» λαϊκισμό του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, του Μελανσόν και του PlanB, με βασικά σημεία την πλήρη αναθεώρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών, τις μαξιμαλιστικές αναφορές στο πεδίο της οικονομικής αρχιτεκτονικής και της διατήρησης του σεναρίου διάλυσης της Ευρωζώνης, μέσω της επιστροφής στα εθνικά νομίσματα.
Ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις και εκκολαπτόμενες συμμαχίες, υπάρχει ένα πλήθος πολιτικών δυνάμεων που δεν θέλει να συμβιβαστεί με καμία από τις δύο πλευρές. Πυλώνας αυτής της ανομοιογενούς προς το παρόν πολιτικής ομάδας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, με ένα σημαντικό τμήμα των αριστερών ευρωπαϊκών δυνάμεων και της αριστερής πτέρυγας των σοσιαλδημοκρατών να πιέζουν προς αυτή τη κατεύθυνση.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα κινηθούν όλοι οι πολιτικοί «παίκτες» το επόμενο διάστημα, κάτι που καθιστά την αναζήτηση των νέων συσχετισμών μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, όσο και απαιτητική διαδικασία. Οι συναινέσεις και οι ευρύτερες συμμαχίες στο χώρο των προοδευτικών δυνάμεων πρέπει να προχωρήσουν, με γνώμονα τις ανάγκες των ευρωπαϊκών κοινωνιών και «οδηγό» τις ιστορικές αναφορές της Αριστεράς.