Συγκεκριμένα, ο Π.Ο.Υ. περιέγραψε με σχετική ανακοίνωση ένα παγκόσμιο σχέδιο με μέτρα ενάντια σε μελλοντική πανδημία γρίπης, τα οποία στοχεύουν στην αποτροπή, ή επιβράδυνση οποιασδήποτε εστίας της ιογενούς νόσου στον κόσμο, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι ο κίνδυνος μιας πανδημίας είναι “πάντα πιθανός”.
“Το ερώτημα δεν είναι το αν θα έχουμε επόμενη πανδημία γρίπης, αλλά το πότε”, δήλωσε ο γενικός γραμματέας του Π.Ο.Υ., δρ. Tedros Adhanom Ghebreyesus. “Πρέπει να είμαστε σε επαγρύπνηση και προετοιμασμένοι – το κόστος μιας μεγάλης εστίας γρίπης θα ξεπεράσει πολύ εκείνο της πρόληψης”, πρόσθεσε.
Μεταξύ άλλων, ο δε. Tedros προειδοποίησε για τον κίνδυνο ένας νέος ιός της γρίπης να μεταδίδεται (και) από τα ζώα προς τον άνθρωπο, κάτι που θα προκαλέσει μια τέτοια πανδημία γρίπης.
“Με τις συνεργασίες και το έργο που έχει γίνει κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, ο κόσμος είναι καλύτερα, αλλά όχι ακόμα αρκετά προετοιμασμένος για την επόμενη μεγάλη επιδημία γρίπης. Αυτό το νέο σχέδιο στοχεύει να μας φέρει σε αυτό το σημείο”, δήλωσε ο ίδιος.
Ο Π.Ο.Υ. εκτιμάει ότι υπάρχουν περίπου 1 δισεκατομμύριο κρούσματα γρίπης κάθε χρόνο, που καταλήγουν σε 290.000 έως 650.000 θανάτους με λοίμωξη του αναπνευστικού.
Ενίσχυση των εθνικών συστημάτων αντίδρασης
Ο Οργανισμός συνιστά ετήσιους εμβολιασμούς για την καταπολέμηση της γρίπης, ιδιαίτερα για άτομα που εργάζονται στην υγειονομική περίθαλψη και για ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως οι ηλικιωμένοι, οι πολύ νέοι και οι ασθενείς που υποφέρουν από υποκείμενες ασθένειες.
Το νέο σχέδιο αποσκοπεί στην οικοδόμηση ισχυρότερων εθνικών συστημάτων αντίδρασης για την καταπολέμηση της νόσου, ζητώντας από την κάθε χώρα να έχει ένα ειδικό πρόγραμμα για τη γρίπη. Θέλει επίσης να αναπτύξει καλύτερα εργαλεία για την πρόληψη, τον εντοπισμό, τον έλεγχο και τη θεραπεία της νόσου και να καταστήσει αυτά τα εργαλεία προσιτά σε όλες τις χώρες. Τα μέτρα κατά της γρίπης περιλαμβάνουν εμβόλια και αντιιικά φάρμακα.
Η τελευταία πανδημία γρίπης στον κόσμο ήταν το 2009 και το 2010 και προκλήθηκε από τον ιό H1N1. Τουλάχιστον ένας στους πέντε ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο πιστεύεται ότι έχει μολυνθεί, με ποσοστό θνησιμότητας περίπου 0,02%, που ανέρχεται σε 18.500 θανάτους σε 214 χώρες.