Εναν νέο «μαραθώνιο» δεκαπέντε ημερών, γνωρίζοντας ότι μέχρι το Eurogroup της 15ης Ιουνίου η ελληνική πλευρά πρέπει να υπερβεί όλα τα εμπόδια και τις σκοπιμότητες που κρατούν ακόμη «μακριά» τη λύση για το ελληνικό χρέος, έχει ήδη ξεκινήσει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.
Την ίδια στιγμή κορυφαίοι πολιτικοί παράγοντες της Ευρώπης και αξιωματούχοι της Κομισιόν εμφανίζουν έντονη κινητικότητα, που κατά πολλούς οφείλεται στο γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι βασικοί «κρίκοι» θέλουν να υπάρξει μέσα στον Ιούνιο συνολική συμφωνία μεταξύ των εταίρων και του Μεγάρου Μαξίμου.
Χαρακτηριστική της κινητικότητας που υπάρχει είναι και η συνάντηση σήμερα στο Βερολίνο του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Το ανακοίνωσε επίσημα χθες η εκπρόσωπος Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία όμως δεν θέλησε να μπει σε λεπτομέρειες για τα θέματα που πρόκειται να συζητήσουν Γιούνκερ και Σόιμπλε. Θεωρείται βέβαιον, ωστόσο, ότι η Ελλάδα θα βρεθεί στην ατζέντα της ημερήσιας διάταξης – πολλώ δε μάλλον μετά το τελευταίο Eurogroup. Είναι γνωστός, άλλωστε, ο θετικός ρόλος του Γιούνκερ τον Ιούλιο του 2015 υπέρ της ελληνικής πλευράς.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι και η συμμετοχή του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα σε συνέδριο του Economist σήμερα στη Φρανκφούρτη με τίτλο «Ελλάδα: Επιστροφή στις αγορές». Ο κ. Τσακαλώτος μάλιστα αναμένεται να έχει συναντήσεις και συζητήσεις εν όψει του Eurogroup στις 15 Ιουνίου, μεταξύ άλλων, με τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ, τον εκπρόσωπο του ESM Νικολά Τζαμαρόλι, τον εκπρόσωπο της Κομισιόν Ντέκλαν Κοστέλο, ενώ δεν αποκλείεται να έχει συνάντηση και με τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, καθώς και με στελέχη της καγκελαρίας. Να σημειωθεί ότι εκτός απροόπτου αναμένονται τηλεδιάσκεψη του EuroWorking Group στις 6 Ιουνίου και συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 8 Ιουνίου.
Το «κλειδί» για να υπάρξει συμφωνία πάντως εντοπίζεται συγκεκριμένα στη λύση του γόρδιου δεσμού μεταξύ του Βερολίνου και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ωστόσο και το Μέγαρο Μαξίμου δεν αποκλείει ότι τελικά τη «διαφορά» θα φέρει μια νέα, βελτιωμένη, αλλά καθαρή πρόταση για το χρέος, με τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων. Είναι δε αυτονόητο ότι το πρώτο βήμα για το σφράγισμα της συμφωνίας είναι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης – γι’ αυτό και εντός των προσεχών ημερών θα κλείσει το σύνολο των εκκρεμοτήτων σε νομοθετικό επίπεδο.
Το σίγουρο είναι ότι η διάψευση του δημοσιεύματος της γερμανικής εφημερίδας Bild, που ανέφερε ότι «η Αθήνα προτίθεται εν ανάγκη να παραιτηθεί από την επόμενη δόση των 7 δισ. ευρώ, εάν δεν γίνει ελάφρυνση του χρέους της», από τα πλέον επίσημα κυβερνητικά χείλη των κ. Τζανακόπουλου και Τσακαλώτου φανερώνει τη σταθερή στάση του Μαξίμου για λύση το συντομότερο δυνατόν και την παρασκηνιακή μάχη που προτίθεται να δώσει μέχρι το θετικό φινάλε. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος δήλωσε: «Δεν μας απασχολούν δημοσιεύματα γερμανικών εφημερίδων, που υποκρύπτουν πολιτική σκοπιμότητα».
Ο δε υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος δήλωσε στο πρακτορείο Reuters τα εξής: «Δεν είπα ποτέ ότι η Ελλάδα δεν θα αποπληρώσει το χρέος του Ιουλίου. Δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα. Αυτό που είπα είναι ότι η καταβολή (της δόσης) δεν αποτελεί ζήτημα, διότι όλες οι πλευρές συμφώνησαν ότι έχουμε τηρήσει τις δεσμεύσεις μας. Αλλά η ελληνική κυβέρνηση αισθάνεται ότι η πληρωμή χωρίς σαφήνεια για το χρέος δεν είναι αρκετή για να ανακάμψει η ελληνική οικονομία». Μεταξύ δηλώσεων και γενικώς δημόσιων παρεμβάσεων και δημοσιευμάτων ανά την Ευρώπη, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας συνεχίζει τις διαπραγματεύσεις στο υψηλότατο επίπεδο.
Προχθές συνομίλησε τηλεφωνικά με τη Γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ, καθώς και με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, ενώ χθες είχε τηλεφωνική συνομιλία με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ. Σύμφωνα με το Μαξίμου, ο πρωθυπουργός τους μετέφερε τις θέσεις της ελληνικής πλευράς για την αναγκαιότητα ύπαρξης καθαρής λύσης στο ζήτημα του ελληνικού χρέους και όλοι συμφώνησαν να συνεχίσουν να εργάζονται εν όψει του Eurogroup της 15ης Ιουνίου.
Κατά την ομιλία του πάντως χθες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο επίτροπος Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί εξέφρασε την ελπίδα ότι στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου θα υπάρξει τελική συμφωνία για την Ελλάδα.
Απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπροέδρου της Ευρωβουλής Δημήτρη Παπαδημούλη, ο Πιερ Μοσκοβισί αναφέρθηκε στα πάνω από 140 «φιλόδοξα» προαπαιτούμενα που πρέπει να εκπληρώσει η Ελλάδα, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, και τόνισε ότι βρισκόμαστε στον «σωστό δρόμο».
Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι πριν επιλυθεί το ζήτημα του χρέους υπάρχουν κάποιες απαιτήσεις, οι οποίες πρέπει να επιλυθούν εντός των επόμενων εβδομάδων. Συνέχισε λέγοντας ότι η Επιτροπή θα προσπαθήσει να παίξει τον ρόλο της ως ειλικρινής διαμεσολαβητής, προκειμένου να υπάρξει μια τελική συμφωνία για την Ελλάδα στο επόμενο Eurogroup και εξέφρασε την ελπίδα ότι αυτό θα συμβεί.
Θετικές επιδόσεις
Οσον αφορά το πότε θα βγει η Ελλάδα από τη διαδικασία περί υπερβολικού ελλείμματος, ο Π. Μοσκοβισί υπογράμμισε τις θετικές επιδόσεις της χώρας σε δημοσιονομικό επίπεδο, λέγοντας ότι η Ελλάδα έχει υπερβεί τους στόχους, και εξέφρασε την πεποίθηση ότι αυτή η «θετική απόδοση» θα συνεχιστεί και του χρόνου. «Αυτά είναι καλά νέα» τόνισε ο Π. Μοσκοβισί και πρόσθεσε ότι οι συζητήσεις για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης συνεχίζονται σχετικά με τον δημοσιονομικό δρόμο που θα ακολουθήσει η Ελλάδα, κάτι το οποίο θα ξανασυζητηθεί στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου.
Δραγασάκης: «Καθαρή λύση» για το χρέος
Την προοπτική «καθαρής λύσης» για το ελληνικό χρέος στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου περιέγραψε χθες και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, ασκώντας σκληρή κριτική στις θέσεις που εκφράζουν ορισμένοι από τους δανειστές, τις οποίες και χαρακτήρισε «λανθασμένες» και «μυωπικές».
Σε ομιλία του στο 5ο Ελληνικό Φόρουμ για τις Εξαγωγές, ο κ. Δραγασάκης αναφερόμενος στη συνεδρίαση του Eurogroup υπογράμμισε ότι «θα πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι η ελάφρυνση του χρέους δεν μπορεί χωρίς συνέπειες να μετατίθεται».
Και πρόσθεσε χαρακτηριστικά: «Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα οδηγήσει σε δραστική μείωση των επιτοκίων δανεισμού όχι μόνο του κράτους, αλλά και των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών. Αντίστοιχα θα βελτιωθούν η ρευστότητα και οι δυνατότητες χρηματοδότησης της οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, αυτή δεν επηρεάζει μόνο τους όρους δανεισμού, αλλά και το επενδυτικό ρίσκο της χώρας. Οσο το ρίσκο αυτό, όπως συμβαίνει σήμερα, είναι υψηλό, αυτό δρα αποτρεπτικά για επενδύσεις, εκτός κι αν αυτές εξασφαλίζουν πάρα πολύ υψηλό περιθώριο κέρδους».