Η κυβέρνηση με αισιοδοξία διατυμπανίζει ότι βρισκόμαστε στην τελική ευθεία για να έχουμε μια «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια το καλοκαίρι. Είναι, πράγματι, έτσι τα πράγματα ότι μετά τον Αύγουστο του 2018, η χώρα μας επιτέλους θα βρεθεί σε μια μετά-μνημονιακή εποχή, χωρίς πιστωτική προληπτική γραμμή, πιθανή ελάφρυνση του χρέους και, σε τροχιά ανάπτυξης; Ή μήπως αποτελεί έναν νέο ευσεβή πόθο, μια φευγαλέα ελπίδα, όπως αυτής, του success story, ή του «θα τρίβουμε τα μάτιαμας» από τους ρυθμούς ανάπτυξης;
Πόσο ψηλά φτάσαμε με τα μνημόνια;
Τα μάτια μας τα τρίβουμε οκτώ ολόκληρα χρόνια από την 10η Μάιου 2010, με την υπογραφή του Α’ Μνημονίου της εθνικής υποτέλειας και της ένταξης της Ελλάδος σε καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Όμως, όχι από τους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά από θλίψη, γιατί είναι γεμάτα δάκρυα από την οικονομική κατάρρευση και την κοινωνική καταστροφή, με τα συνεπακόλουθα, της μαζικής ανεργίας, της μετανάστευσης, χωρίς ορατό φώς στο τέλος του τούνελ.
Ξεμπερδέψαμε με τα μνημόνια;
Καθαρή έξοδος από τα προγράμματα « δημοσιονομικής προσαρμογής» τον Αύγουστο δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί η κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευτεί στην εφαρμογή μέτρων λιτότητας που βαρύνουν την οικονομία μέχρι το 2022. Και η ελληνική κοινωνία θα χαράξει βαθειά στην μνήμη της την ημερομηνία της 15ης Ιουνίου 2017,1 όταν η παρούσα πολιτική ηγεσία, για ακόμη μια φορά, ενέδωσε στις εξωφρενικές νομισματικές απαιτήσεις των ευρωπαϊκών αρχών.
Τα σχεδιασμένα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα του 3.5% (σε σχέση με το ΑΕΠ) μέχρι το 2022, που η κυβέρνηση υποτακτικά δεσμεύτηκε να υλοποιήσει θα προκαλέσουν μια πρωτόγνωρη σπειροειδή καταστροφή του ιδιωτικού πλούτου και την υφαρπαγή της δημόσιας περιουσίας της Ελλάδος.
Υπάρχει τέλος στο μαρτύριο;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τότε θα διαπιστώσουμε χωρίς μεροληψία ότι το τέλος των Μνημονίων, ήτοι των δανειακών συμβάσεων, είναι μακροβιότερο από την προσδόκιμη ζωή για τους περισσοτέρους, προς το παρόν, μέχρι το 2060, και δυστυχώς, μεταβιβάζονται στις μέλλουσες γενεές. Οι δανειακές συμβάσεις είναι γνωστές ως Μνημόνια, όρος που έχει ευρέως επικρατήσει, διότι συνοδεύονται από έναν αριθμό μέτρων και υποχρεώσεων, τα επώδυνα «προαπαιτούμενα» τα οποία πρέπει να εκπληρωθούν. Αυτά είναι μέτρα λιτότητας, δηλαδή, περικοπών των συντάξεων, των μισθών και αυξήσεις φόρων, που δεσμεύουν την εκάστοτε κυβέρνηση στην υλοποίηση τους. Ο λόγος, για να εκταμιευτεί η περιβόητη δόση των δανείων, της «χρηματοοικονομικής βοήθειας», όπως την αποκαλούν κατ’ ευφημισμόν οι κοινοτικοί μας εταίροι.
Ο ρόλος των ‘δανειστών’
Τώρα, πως συμβιβάζεται η «χρηματοοικονομική βοήθεια» των δανειστών που χορηγείται με επιβάρυνση τόκου για να εξασφαλίσει η Ελλάδα την επιστροφή σε διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη, είναι μια άλλη ιστορία. Η αφήγηση δεν είναι ευχάριστη. Η ‘μικρή’ Ελλάδα, με το 1.5 % του ΑΕΠ της Ευρωζώνης,2 πλήρωσε από την έναρξη των Μνημονίων άνω των € 70 δις σε τόκους στους εταίρους μας, υπό μορφή «αλληλεγγύης».3 Τους τόκους των δανείων των Μνημονίων, τα οποία συνολικώς ανέρχονται στο ιλιγγιώδες ποσό των € 326 δις, αποσκοπούν να εξασφαλίσουν οι ευρωπαϊκές αρχές, με την επιβολή του πλεονάσματος του 3.5% μέχρι το 2022, σε σχέση με το καταρρακωμένο ΑΕΠ των € 175 δις περίπου- μια πρωτόγνωρη πτώση 28%, εν καιρώ ειρήνης, από τα € 243 δις το 2008.
Τι θα συμβεί το…2022!
Οι ευρωπαϊκές αρχές γνωρίζουν ότι το έτος 2022 είναι κομβικό. Στο έτος αυτό τελειώνει η περίοδος αναβολής και όχι όπως τα ΜΜΕ αποκαλούν, «περίοδο χάριτος», των τόκων των δανείων του ΕΜΣ (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης). Οι τόκοι, δεν χαρίστηκαν, αλλά ανατοκίστηκαν, και ανατοκίζονται συνεχώς, ξεπερνώντας τα € 24 δις το 2023 που οφείλει η υπό πτώχευση χώρα μας. Συνεπώς, είναι αφελές να πιστεύουμε, πλην της πολιτικής ηγεσίας του τόπου, ότι με την επίτευξη των συνεχών πλεονασμάτων η Ελλάδα θα εξέλθει από την κρίση που την μαστίζει εδώ και οκτώ χρόνια και θα εισέρθει σε τροχιά ανάπτυξης. Το σενάριο αυτό οι ευρωπαίοι εταίροι γνωρίζουν ότι δεν συνιστά μια φιλόδοξη πρόβλεψη, δεν είναι ούτε καν πρόβλεψη, αλλά ένα «όνειρο θερινής νυκτός».
Γιατί οι Γερμανοί επιμένουν στα πλεονάσματα
Είναι αναγκαίο να γίνει κατανοητό ότι τα πλεονάσματα του 3.5% προς το ΑΕΠ ετησίως, που επέβαλε το Eurogroup να τρέξει η Ελλάδα μέχρι το 2022 και εν συνεχεία με ρυθμό 2% μέχρι το 2060, θα προκαλέσουν μια κλιμακωτή μείωση των περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού ιδιωτικού τομέα. Σημειώνοντας, πόσο οδυνηρή για την κοινωνία υπήρξε η υλοποίηση του 1.75% πλεονάσματος το 2017, με τη φορολογική αφαίμαξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Η φορολογική αφαίμαξη της κινητής και της ακίνητης περιουσίας των πολιτών θα ενταθεί δραματικά για να επιτευχθεί ο στόχος του 3.5%. Και μαζί με τις περικοπές των συντάξεων και κοινωνικών δαπανών θα δημιουργήσουν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, που κάποια- απροσδόκητη- στιγμή θα γίνει η ανάφλεξη. Κι αυτό θα συμβεί, διότι σε μία χώρα της οποίας το διεθνές ισοζύγιο πληρωμών είναι αρνητικό (ελαφρώς), τα πλεονάσματα – ήτοι τα φορολογικά έσοδα είναι μεγαλύτερα των κρατικών δαπανών- θα επιτευχθούν σε βάρος του ιδιωτικού τομέα. Αυτή δεν είναι υπόθεση, αλλά οικονομικός νόμος, που ισχύει για κάθε κράτος. Εν κατακλείδι, η προσδοκία της κυβέρνησης ότι θα υπάρξει «καθαρή έξοδος» είναι ανέφικτος, όχι μόνο επειδή παραβαίνει τον κανονισμό 472/2013 της ΕΕ, που ρητώς αναφέρει τα κράτη- μέλη παραμένουν υπό εποπτεία εφόσον δεν έχει εξοφληθεί το 75% των δανείων, αλλά η υπομονή του λάου θα έχει εξαντληθεί.