Η απόφαση του προέδρου των ΗΠΑ να επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου θα μπορούσε να είναι μια ήσσονος σημασίας ενέργεια, αν δεν αντανακλούσε σε κάτι βαθύτερο και πολύ πιο επικίνδυνο για τις αμερικανοευρωπαϊκές σχέσεις. Αυτό το ζοφερό σκηνικό περιγράφει ο Economist
«Από τότε που επινοήθηκε, μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, το σύστημα διεθνών εμπορικών συναλλαγών δεν έχει αντιμετωπίσει ποτέ ξανά ανάλογο κίνδυνο». Το ότι ο Economist που επαίρεται να υπενθυμίζει ότι ιδρύθηκε το 1843 ως οικονομική εφημερίδα υπέρ του ελεύθερου εμπορίου (και κατά των αποκαλούμενων Corn Laws υπέρ του προστατευτισμού) δεν θα υποδεχόταν θετικά την επιβολή δασμών στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου στις ΗΠΑ ήταν δεδομένο. Αλλά ο τόνος ενός από τα κύρια άρθρα του είναι ιδιαίτερα ανησυχητικός.
Σίγουρα ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που αποφασίζει να επιβάλει μονομερώς δασμούς στις εισαγωγές. Από τον Τζίμι Κάρτερ και μετά, όλοι οι ένοικοι του Λευκού Οίκου προέβησαν στη λήψη κάποιων μέτρων προστατευτισμού, ειδικά όσον αφορά τον χάλυβα. Ούτε η υπογραφή, το βράδυ της Πέμπτης, του σχετικού νομοσχεδίου που επιβάλλει δασμούς 25% στις εισαγωγές χάλυβα και 10% στις εισαγωγές αλουμινίου θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην αμερικανική οικονομία καθώς αντιπροσωπεύουν μόνον το 2% των συνολικών εισαγωγών, αξίας 2,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, στη χώρα.
«Εάν ήταν αυτή η έκταση του προστατευτισμού του κυρίου Τραμπ, τότε θα επρόκειτο απλά για μια ανούσια κίνηση αυτοτραυματισμού», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι συντάκτες του άρθρου του Εconomis, αλλά «στην πραγματικότητα πρόκειται για μια πιθανή καταστροφή, τόσο για την Αμερική όσο και για την παγκόσμια οικονομία». Γιατί;
Ο πρώτος κίνδυνος είναι ότι αυτή η ανταλλαγή εμπορικών πυρών δια της επιβολής δασμών μπορεί πράγματι να κλιμακωθεί επικίνδυνα. Αφότου οι Βρυξέλλες ανακοίνωσαν ότι εξετάζουν σοβαρά τη λήψη αντιμέτρων μέσω της φορολόγησης κατεξοχήν αμερικανικών εμπορικών αγαθών όπως οι μοτοσικλέτες Harley Davidson και το μπέρμπον, ο Τραμπ ανταπέδωσε το χτύπημα, απειλώντας αυτή τη φορά τα αυτοκίνητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών.
Ο δεύτερος (και πιο σημαντικός) κίνδυνος έγκειται στο σκεπτικό του Τραμπ, καθώς η επιβολή των δασμών βασίστηκε σε έναν ψυχροπολεμικό νόμο του 1962 που επιτρέπει στον εκάστοτε πρόεδρο να λάβει μέτρα προστασίας της εγχώριας βιομηχανίας για λόγους εθνικής ασφάλειας. Παραβλέποντας ότι το μεγαλύτερο μέρος του χάλυβα που εισάγεται στις ΗΠΑ προέρχεται από τον Καναδά, την ΕΕ, το Μεξικό και τη Νότια Κορέα, χώρες που είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ.
Προς το παρόν ο Καναδάς και το Μεξικό εξαιρούνται από τη σχετική συμφωνία αλλά μόνον γιατί ο Λευκός Οίκος δεν επιθυμεί να βρεθεί σε δύσκολη θέση κατά την επαναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA), και αυτό δεν σχετίζεται με κανέναν τρόπο με την εθνική ασφάλεια. Με λίγα λόγια, το ζήτημα είναι ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έθεσε με την κίνησή του αυτή ένα αρνητικό προηγούμενο που σίγουρα θα μπορούσαν να το εκμεταλλευτούν και άλλες χώρες ώστε να προστατέψουν τα δικά τους, εμπορικά συμφέροντα.
Το κατά πόσο μπορούν οι άλλες χώρες να απαντήσουν νομικά όταν επικαλείται με αυτόν τον τρόπο η εθνική ασφάλεια δεν είναι ξεκάθαρο. Και αυτό φέρνει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (WTO): γιατί εάν αποδεχτεί την κίνηση του Ντόναλντ Τραμπ αυτό θα μπορούσε να σημάνει αυτόματα την έναρξη ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου στο πλαίσιο του οποίου όλοι θα βάλλουν εναντίον όλων ενώ στην περίπτωση που επικρίνει τον Λευκό Οίκο, τότε οι ΗΠΑ θα μπορούσαν κάλλιστα να αποχωρήσουν από τον οργανισμό.
Πάντως και στις δύο περιπτώσεις το μόνο σίγουρο είναι ότι «διαβρωνόταν ένα από τα θεμέλια της παγκόσμιας οικονομίας», ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου. Και το αποτέλεσμα θα ήταν όχι μόνον η κατακόρυφη αύξηση των αντιπαραθέσεων μεταξύ των κρατών αλλά και η αντικατάσταση του fair play από τη στρατιωτική ισχύ. «Οντας μια μεγάλη ηπειρωτική οικονομία, ενδεχομένως η Αμερική να ζημιωνόταν λιγότερο από άλλες χώρες. Αλλά θα έχανε, ωστόσο, πολλά, συμπεριλαμβανομένου και ενός από τα θεμέλια του συστήματος που της επέτρεψε να διατηρήσει την πολιτική της επιρροή στη μεταπολεμική περίοδο».
Για τον Economist η λύση είναι μία και έγκειται στην ενίσχυση του WTO. «Οι υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου πρέπει να αναγνωρίσουν ότι ο Οργανισμός μπορεί να συμβάλει στο να παραμείνουν ανοιχτές οι αγορές (παρά τις όποιες ενέργειες) των λόμπι του προστατευτισμού, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Είναι εξαιρετικής σημασίας να αναδειχτούν οι θεωρητικοί λόγοι υπέρ του εμπορίου που βασίζεται σε κανόνες. Αλλά δεν θα είναι εύκολο (γιατί) για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, ο κύριος εχθρός τους κάθεται στο Οβάλ Γραφείο».
Σε πρακτικό επίπεδο αυτοί που θα χάσουν τα περισσότερα είναι οι ευρωπαίοι σύμμαχοί των Αμερικανών. Οι Κινέζοι, τουλάχιστον προς το παρόν, πλήττονται ελάχιστα. Παρότι είναι ο κύριος οικονομικός αντίπαλος των ΗΠΑ στον κόσμο. Και όσον αφορά την «εθνική ασφάλεια» που επικαλέστηκε ο Ντόναλντ Τραμπ, θα έπρεπε να ανησυχεί περισσότερο για την πρόοδο των Κινέζων στους τομείς της πληροφορικής, της ηλεκτρονικής και της τεχνητής νοημοσύνης πάρα για τον χάλυβα των Ευρωπαίων.
Ο αμερικανός πρόεδρος έστειλε, ωστόσο, στους συμμάχους του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ένα είδος τελεσίγραφου: «θα εξετάσουμε με βάση τα συμφέροντα για την εθνική μας ασφάλεια ποιες επιλογές έχει να μας προσφέρει κάθε σύμμαχός μας. Θα εκτιμήσουμε ποιος πληρώνει για τις στρατιωτικές δαπάνες και ποιος όχι». Το μήνυμα παραπέμπει σε μια άλλη θέση του Ντόναλντ Τραμπ – υπενθυμίζει η La Repubblica – σχετικά με τις ανεπαρκείς εισφορές πολλών χωρών-μελών του ΝΑΤΟ στον κοινό προϋπολογισμό . Ευελιξία στο εμπόριο με αντάλλαγμα αύξηση των δαπανών για την Διατλαντική Συμμαχία; «Εάν θέλετε να αποτρέψετε την επιβολή δασμών έχετε 15 ημέρες πριν τεθούν σε εφαρμογή», προειδοποίησε ο Τραμπ, παραβλέποντας πως οι κανόνες της ΕΕ απαγορεύουν τη σύναψη διμερών εμπορικών συμφωνιών.