Έκπληξη προκάλεσαν οι πληροφορίες πως οι αναισθησιολόγοι στο Νοσοκομείο Σάμου αρνούνται, πλέον, να χορηγούν αναισθησία σε γυναίκες που πρόκειται να υποβληθούν σε εθελούσια διακοπή κύησης, αναφέρει, σε δήλωσή του, ο γγ του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, Δημήτρης Βαρνάβας.
Όπως σημειώνει ο κ. Βαρνάβας, οι Σαμιώτισσες εάν θέλουν εφεξής να διακόψουν μία ανεπιθύμητη κύηση θα πρέπει να μεταβαίνουν σε άλλα νησιά ή να μετέρχονται αυτοσχέδιες μεθόδους, τις οποίες η ανθρωπότητα και η ιατρική κατάφεραν με πολλούς κόπους να απωθήσουν στη μνήμη τους ως σκοτεινό και εφιαλτικό παρελθόν.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι αναισθησιολόγοι του Νοσοκομείου Σάμου επικαλούνται λόγους συνείδησης και ισχυρίζονται πως τους καλύπτει νόμος που ψηφίστηκε το 2005, ωστόσο, «προκύπτουν σοβαρά ερωτήματα για τη χρονική στιγμή που οι αναισθησιολόγοι έγιναν αντιρρησίες συνείδησης, διότι από το 2005 μέχρι πρόσφατα η Διευθύντρια Αναισθησιολογικού κυρία Αποστόλου χορήγησε αναισθησία σε 550 περιστατικά εθελούσιας διακοπής κύησης. Τότε Διευθυντής Γυναικολογικής Κλινικής ήταν ο σύζυγός της κυρίας Αποστόλου, ο οποίος πρόσφατα συνταξιοδοτήθηκε».
Ο γγ του Ιατρικού Συλλόγου διερωτάται τι συνέβη και προέκυψαν λόγοι συνείδησης τον τελευταίο καιρό. «Μήπως η κυρία Αποστόλου, η οποία ως συνδικαλίστρια ήταν προσκείμενη στο ΚΚΕ, προσχώρησε πλέον σε θρησκευτικό δόγμα που της απαγορεύει να παρέχει ιατρικές υπηρεσίες σε γυναίκες που θέλουν να διακόψουν μία ανεπιθύμητη κύηση; Αν ναι, τότε πρέπει να ενημερώσει τη Διοίκηση του Νοσοκομείου και τον Ιατρικό Σύλλογο και να πάψει να κρύβεται πίσω από αόριστους λόγους συνείδησης. Αν όχι, τότε οφείλει να διακόψει αμέσως αυτήν την παρελκυστική τακτική. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες δύο συναδέλφους αναισθησιολόγους».
Ο κ. Βαρνάβας καλεί όλους φορείς του νησιού (Ιατρικός Σύλλογος, δήμος, συλλογικότητες) να λάβουν θέση απέναντι «σε ένα ζήτημα που μπορεί να λάβει τραγικές διαστάσεις αν κάποια απελπισμένη γυναίκα αποπειραθεί να διακόψει μόνη της μία ανεπιθύμητη κύηση». «Ως γιατροί σεβόμαστε τα συνειδησιακά προβλήματα των συναδέλφων μας. Όμως, πάνω απ’ όλα σεβόμαστε την αξιοπρέπεια, τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή των ασθενών μας», καταλήγει.