Υπάρχουν πολλοί φορολογούμενοι που αν και εμφανίζουν αυξημένες δαπάνες με πλαστικό χρήμα δηλώνουν στην εφορία εισοδήματα που δεν δικαιολογούν τον τρόπο ζωή τους.
Πλέον οι διασταυρώσεις της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων έχουν αποκαλύψει πολλές τέτοιες περιπτώσεις «αδικαιολόγητου πλουτισμού» οι οποίες έχουν μπει στο στόχαστρο των φορολογικών αρχών και έχει ξεκινήσει τακτικός έλεγχος.
Στη διαδικασία του τακτικού ελέγχου, είτε λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού είτε λόγω διαφορών μεταξύ δαπανών και δηλωθέντων εισοδημάτων, ο προσδιορισμός του πραγματικού φορολογητέου εισοδήματος γίνεται με έμμεσες τεχνικές ελέγχου που εξετάζουν τη ρευστότητα, την καθαρή θέση, τις τραπεζικές καταθέσεις και τις δαπάνες του φορολογουμένου σε μετρητά.
Ενδεικτικά, η τεχνική της ανάλυσης ρευστότητας εξετάζει πρακτικά το ενδεχόμενο ο φορολογούμενος να δαπάνησε περισσότερα χρήματα από αυτά που δήλωνε στις φορολογικές του δηλώσεις, εξετάζοντας και το υπόλοιπο τραπεζικών καταθέσεων.
Με την τεχνική της καθαρής θέσης η ΑΑΔΕ διερευνά το ενδεχόμενο να προκύπτει προσαύξηση της καθαρής περιουσίας του φορολογούμενου εντός του έτους, η οποία δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματα. Από την εξέταση του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά η ΑΑΔΕ προσδιορίζει φορολογητέα ύλη συγκρίνοντας την κίνηση των καταθέσεων και δαπανών σε μετρητά με τα δηλωθέντα εισοδήματα.
Εάν από τον έλεγχο προκύψει φορολογητέα ύλη που δεν έχει δηλωθεί, αυτή αποδίδεται προς φορολόγηση στο έτος που αφορά και κατανέμεται στις πηγές εισοδήματος, όπου τεκμηριωμένα ανάγεται.