Ωστόσο εκείνη την εποχή ο σχεδιασμός άμυνας των προαναφερθέντων περιοχών έγινε στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής περιόδου, στο οποίο η πρωτεύουσα απειλή ήταν στα βόρεια σύνορα μας. Στις επόμενες δεκαετίες και ειδικότερα από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές της δεκαετίας του ’90 που κατέρρευσε το ανατολικό μπλοκ, ο κόσμος άλλαξε και μαζί του άλλαξε και προτεραιότητα της ελληνικής απειλής.
Στο σημερινό τοπίο μόνη κύρια στρατιωτική απειλή είναι η Τουρκία και οι συνεχείς υπερπτήσεις πάνω από ελληνικό έδαφος δεικνύουν ότι η Άγκυρα ακολουθεί μια συγκεκριμένη στρατηγική που αποσκοπεί στην δημιουργία ψευδών εντυπώσεων για την δημιουργία «γκρίζων» ζωνών στην διεθνή κοινή γνώμη. Ειδικά μετά το θερμό επεισόδιο των Ιμίων η τουρκική προκλητικότητα δεικνύει μεγάλη «συνέπεια» σε ότι αφορά τις υπερπτήσεις επάνω από συγκεκριμένες μικρές νήσους και βραχονησίδες του ανατολικού Αιγαίου, αλλά και σε διπλωματικό επίπεδο με τις συνεχείς αναφορές της, περί καταπάτησης των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων της Θράκης.
Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο, δεν φαντάζει αδιανόητο η Τουρκία να επιχειρήσει ένα θερμό επεισόδιο ή μάλλον ένα «μίνι πόλεμο», ώστε να δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερο επικοινωνιακό χάος, στην λογική του σεναρίου που έχει ακουσθεί κατά καιρούς και αναφέρει την ταυτόχρονη τουρκική επέμβαση στην Θράκη και σε κάποια βραχονησίδα του Ανατολικού Αιγαίου. Σε μια τέτοια λοιπόν υποθετική τουρκική ενέργεια το μεγάλο ερώτημα που τίθεται, είναι εάν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι σε θέση να αναχαιτίσουν μια επίθεση σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα, ειδικά σε μια τέτοια αρνητική οικονομική κατάσταση και με τις ένοπλες δυνάμεις να έχουν αναλάβει πρωτεύονται ρόλο στο μεταναστευτικό.
Όπως είναι γνωστό η Tουρκία ακολουθεί ένα ακριβές μοτίβο προκλήσεων στην περιοχή των Δωδεκανήσων και κύρια στα μικρονήσια πέριξ της Καλύμνου και σε συνδυασμό με αυτές που γίνονται στο κεντρικό Αιγαίο, δείχνουν καθαρά ότι οι τουρκικές επιδιώξεις επικεντρώνονται στην δημιουργία «γκρίζων» ζωνών, σε μια προσπάθεια να επεκτείνουν τα θαλάσσια σύνορα τους ειδικά στην περιοχή της Καλύμνου που τα μικρονήσια και οι ελληνικές βραχονησίδες βρίσκονται πολύ κοντά στα τουρκικά παράλια. Η Θράκη και ειδικότερα ο Έβρος αποτελεί μια ακόμη ευαίσθητη περιοχή στα εξ’ ανατολών σύνορά μας, αλλά σε κάθε περίπτωση η Τουρκία γνωρίζει ότι είναι πολύ δύσκολο να δημιουργηθεί θύλακας τον οποίο θα μπορεί να υποστηρίξει.
Το υποθετικό σενάριο που βασίζεται στο επιχείρημα της ταυτόχρονης επιθετικής ενέργειας στην περιοχή του Έβρου και σε κάποια βραχονησίδα του Ανατολικού Αιγαίου έχει μάλλον ως σκοπό τον αποσυντονισμό του αμυνόμενου αλλά και την ευκαιριακή δέσμευση εδαφών, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν στην συνέχεια ως ανταλλακτικό μέσω στο διαπραγματευτικό τραπέζι. Ας δούμε όμως την λογική μιας τέτοιας επιθετικής ενέργειας σύμφωνα με τις δυνάμεις των δύο πλευρών αλλά και την διεθνή στρατηγική.
Είναι αυτονόητο ότι η τουρκική επιθετική ενέργεια στην Θράκη θα γινόταν στην περιοχή του Έβρου με δυνάμεις αρμάτων και μηχανοκίνητες μονάδες πεζικού. Στην ευρύτερη περιοχή οι κύριες δυνάμεις που διαθέτει ο τουρκικός στρατός είναι 4 ταξιαρχίες αρμάτων (στις περιοχές ΜΑΛΚΑΡΑ, ΤΣΑΤΑΛΤΖΑ, ΜΑΛΤΕΠΕ και ΤΣΕΡΚΕΖΚΙΟΙ), 4 μηχανοκίνητες Ταξιαρχίες (περιοχές ΑΝΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ, ΚΙΡΚΛΑΠΕΛΙ, ΚΕΣΣΑΝΗ και ΤΕΚΙΡΝΤΑΓ) καθώς και μια τεθωρακισμένη Μεραρχία στο ΤΕΚΙΡΝΤΑΓ. Από ελληνικής πλευράς υπάρχει μια τεθωρακισμένη Μεραρχία στην Καβάλα, μια Ταξιαρχία αρμάτων στην Ξάνθη, μια μηχανοκίνητη Μεραρχία Πεζικού στο Διδυμότειχο, μία Ταξιαρχία αρμάτων στην Κομοτηνή, μια μηχανοκίνητη Μεραρχία Πεζικού στην Αλεξανδρούπολη και στην ίδια περιοχή μια Ταξιαρχία αρμάτων. Όπως γίνεται αντιληπτό οι ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονται συγκεντρωμένες στην περιοχή είναι ικανές από πλευράς μεγέθους να αντιμετωπίσουν μια τουρκική εισβολή. Σε μια προσπάθεια αναπαράστασης μια τέτοιας αντιπαράθεσης οι εχθρικές δυνάμεις θα εισβάλουν από τον ποταμό Έβρο με υποτιθέμενο σημείο εισόδου την ευρύτερη περιοχή του Ορμενίου.
Οι ελληνικές δυνάμεις έχοντας αντιληφθεί την επιθετική ενέργεια ξεκινούν για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό και υπολογίζοντας την ιδιαιτερότητες του εδάφους και της περιοχής η δύναμη άμυνας θα αποτελείται πιθανόν από μία ταξιαρχία που θα συγκροτείται σε τρία τακτικά συγκροτήματα δύο ισχυρά σε άρματα (ΕΜΑ) και ένα τρίτο με βάση το μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού. Αν αναλογισθεί κανείς την εικόνα της κίνησης μιας τόσο μεγάλης δύναμης, είναι εντυπωσιακό καθότι θα κινούνται σε φαλλαγίδια περίπου 300 τεθωρακισμένα οχήματα τα οποία θα συγκροτήσουν φάλαγγες, και θα φαντάζουν ως ατσάλινος χείμαρρος. Φυσικά εφόσον συγκροτηθούν σε φάλαγγες, η κάθε μία φάλαγγα θα ακολουθήσει συγκεκριμένα δρομολόγια που έχουν προεπιλεγεί από τον καιρό της ειρήνης και καλύπτουν κάθε σημείο από το οποίο μπορεί να κινηθεί ο εχθρός εφόσον εισβάλει σε ελληνικό έδαφος. Αξίζει να αναφερθεί ότι δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στη μελέτη του εδάφους και στην επιλογή δρομολογίων, διότι η προσβασιμότητα είναι καταλυτική παράμετρος για τις επιχειρήσεις τεθωρακισμένων σχηματισμών και φυσικά αποτελούν και τον βασικό παράγοντα κίνησης του αντιπάλου. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι η διαδρομή που θα ακολουθήσει η εχθρική αρματική – τεθωρακισμένη δύναμη είναι ήδη γνωστή στην ελληνική πλευρά. Στο καιρό της ειρήνης τα δρομολόγια αναγνωρίζονται σε τακτικά διαστήματα, αλλά πολλές φορές οι ελληνικοί σχηματισμοί αρμάτων εκπαιδεύονται και σε περιοχές που δεν έχουν αναγνωρισθεί και η μελέτη του εδάφους είχε γίνει μόνο από τον χάρτη, ώστε να πληρώματα να εκπαιδεύονται σε καθαρά ρεαλιστικές συνθήκες.
Στην συνέχεια οι μονάδες θα ξεκινήσουν την αμυντική εγκατάσταση σε συγκεκριμένα σημεία που τους δίδουν το πλεονέκτημα (πχ. σε σημεία του ποταμού που αποτελούν φυσικό κόλλημα για τον εχθρό και αναγκαστικά θα επιβραδύνει). Συνήθως σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις η μια επιλαρχία αρμάτων και το μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού βρίσκονται στην περιοχή που αναμένεται άφιξη των εχθρικών δυνάμεων και η δεύτερη επιλαρχία τοποθετείται σε κοντινό σημείο σε μικρή απόσταση ως εφεδρεία της ταξιαρχίας. Σημειώνεται ότι τα Τακτικά Συγκροτήματα που χρησιμοποιούνται στις συγκεκριμένες αποστολές είναι μονάδες ελιγμών (τάγμα πεζικού, μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού, επιλαρχία αρμάτων ή επιλαρχία αναγνώρισης) στην οποία προσκολλώνται τμήματα από άλλη μονάδα ελιγμού καθώς και στοιχεία πυροβολικού, μηχανικού και διαβιβάσεων. Η αναλογία των τμημάτων ελιγμού σε επίπεδο λόχων, ιλών, διμοιριών ή ουλαμών εξαρτάται από την αποστολή που ανατίθεται στο τακτικό συγκρότημα και φυσικά στο μέγεθος της εχθρικής δύναμης.
Ο εχθρός από την πλευρά του θα συντονίσει την κίνηση του με τέτοιους ρυθμούς ώστε να εξαπολύσει την επιθετική του ενέργεια με το πρώτο φως (λίγο πριν χαράξει) και με βάση τον ρεαλισμό και την πλέον αρνητική περίπτωση, οι προφυλακές μάχης της ελληνικής δύναμης θα αναγκασθούν να συμπτυχθούν, εξαιτίας της εχθρικής πίεσης, ξεκινώντας τακτικές αμυντικού αγώνα. Η εχθρική πίεση θα παρουσιάσει ρήγματα στην αμυντική τοποθεσία και η ελληνική δύναμη θα αποφασίζει την εκτέλεση μία σειράς ενεργειών όπως η άμεση αντεπίθεση από την αρματική δύναμη για την αποκατάσταση του πρόσθιου ορίου τοποθεσίας στη ζώνη ευθύνης του, ενώ στην συνέχεια θα επακολουθήσει δεύτερη άμεση αντεπίθεση από την δύναμη του μηχανοκίνητου πεζικού που αποσκοπεί επίσης στην αποκατάσταση της δικής του ζώνης ευθύνης. Και πάλι όμως το αποτέλεσμα, με βάση ένα ρεαλιστικό σενάριο, θα είναι ο ελληνικές δυνάμεις να μην μπορέσουν να συγκρατήσουν την εχθρική επιθετική δραστηριότητα, και τότε θα αντικατασταθεί το συγκρότημα του μηχανοκίνητου πεζικού με συγκρότημα μέσων αρμάτων. Σημειώνεται ότι αντικατάσταση είναι η επιχείρηση κατά την οποία μία ολόκληρη μονάδα ελιγμού αντικαθίσταται από άλλη μονάδα ελιγμού ή μέρος της, στην ίδια τοποθεσία που κατέχει η πρώτη. Ο κύριος λόγος για την ανάληψη μίας επιχείρησης αντικατάστασης είναι η διατήρηση της μαχητικής ισχύος των δυνάμεων όταν οι δυνάμεις που αντικαθίστανται δεν μπορούν να συνεχίσουν με επιτυχία την αποστολή τους.
Εφόσον η αμυνόμενη δύναμη δεν μπορέσει να συγκρατήσει την εχθρική επίθεση, θα αποφασισθεί η Ταξιαρχία να ξεκινήσει την διαδικασία της επιβράδυνσης. Σκοπός της ενέργειας αυτής είναι να «φθείρει» την εχθρική δύναμη, μειώνοντας την ορμή της, να καταστρέψει τον προγραμματισμό της και να «κερδίσει» χρόνο ώστε κάποιος άλλος σχηματισμός που παίζει ρόλο εφεδρείας να μπορέσει να οργανώσει ισχυρή αμυντική τοποθεσία. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο επιλέγονται περιοχές που αποτελούν φυσικό κώλυμα (συγκεκριμένα σημεία ποταμού, έδαφος που παρέχει κάλυψη κ.α). Ο εχθρός από την πλευρά του θα αυξήσει την πίεση ώστε να «σπάσει» το ρυθμό επιβράδυνσης της ελληνικής δύναμης και η «απάντηση» της ελληνικής Ταξιαρχίας θα είναι η αντεπίθεση για την αποκατάσταση του ρυθμού επιβράδυνσης. Η αντεπίθεση εκτελεσθεί από ένα τακτικό συγκρότημα αρμάτων και η επιτυχής έκβασής της θα έχει ως αποτέλεσμα οι δυνάμεις της Ταξιαρχίας να φθάσουν στην αμυντική τοποθεσία που τους προσδίδει το επιχειρησιακό πλεονέκτημα. Η επόμενη κίνηση που θα αποφασισθεί είναι η επιθετική επιστροφή. Στην συγκεκριμένη ενέργεια αρχικά πραγματοποιείται υπέρβαση των φίλιων τμημάτων. Στην συγκεκριμένη επιθετική ενέργεια μία μονάδα ελιγμού διέρχεται μέσα από μία άλλη που είναι σε επαφή με τον εχθρό. Σκοπός μιας τέτοιας επιχείρησης είναι η αντικατάσταση μίας μονάδας που δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει την επίθεση λόγω σημαντικής μείωσης της μαχητικής της ισχύος ή επειδή τα σχέδια ενεργείας προβλέπουν μία πλέον κατάλληλη μονάδα για τη συνέχιση της διεξαγωγής της επιχείρησης. Με δεδομένο ότι ως αμυντική περιοχή έχει επιλεγεί κάποιο σημείο του ποταμού Έβρου, οι ελληνικές δυνάμεις μετά την υπέρβαση θα πραγματοποιήσουν διάβαση ευκαιρίας του ποταμού κυρίως με αρματικές δυνάμεις. Ειδικότερα, η επιχείρηση διάβασης ευκαιρίας ποταμού, επιχειρείται πριν ο εχθρός προλάβει να οργανωθεί αμυντικά στην απέναντι όχθη, εκμεταλλευόμενος το φυσικό εμπόδιο που προβάλλει η διαμόρφωση τη κοίτης, το πλάτος και το βάθος του νερού και η ταχύτητα του ρεύματος του ποταμού και ενεργείται με ταχέα μέσα γεφύρωσης.
Στην συνέχεια πραγματοποιείται επίθεση επί δύο κατευθύνσεων με ένα συγκρότημα μέσων αρμάτων και ένα συγκρότημα μηχανοκίνητου πεζικού ενώ ένα ακόμη συγκρότημα αρμάτων θα βρίσκεται σε κοντινή απόσταση ως εφεδρεία. Τα τακτικά συγκροτήματα θα προσβάλουν με ορμή τις εχθρικές θέσεις, θα ανατρέπουν τις εχθρικές δυνάμεις, και στην συνέχεια θα συνεχίσουν την προέλαση τους προς τα ανατολικά με σκοπό την ανακατάληψη των εδαφών και την εγκατάσταση σε συγκεκριμένο σημείο. Ωστόσο βάση ενός ρεαλιστικού σεναρίου, ενώ θα εξελίσσεται η προέλαση της ταξιαρχίας θα υπάρξει ισχυρή εχθρική αντίσταση, η οποία για να παρακαμφθεί θα απαιτηθεί και η εμπλοκή της εφεδρείας του συγκροτήματος μέσων αρμάτων, η οποία θα πρέπει να προσβάλλει και να καταστρέψει τις εχθρικές δυνάμεις, ώστε να μην αποτελούν διαρκή κίνδυνο για τις γραμμές επικοινωνιών της ταξιαρχίας. Η ενέργεια αυτή θα αποτελέσει και την τελική φάση της ελληνικής επιθετικής ενέργειας που θα οδηγήσει στην απώθηση του εχθρού εκτός της ελληνικής επικράτειας.
Αν και φυσικά είναι ένα ρεαλιστικό σενάριο που απλά προσομοιάζει τις πραγματικές συνθήκες, στην δεδομένη συγκυρία οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν και άλλο ένα πλεονέκτημα που επικεντρώνεται στο ποιοτικό τεχνολογικό πλεονέκτημα. Αυτό είναι το άρμα LEOPARD 2HEL του Ελληνικού Στρατού, που είναι σαφώς ανώτερο από οποιοδήποτε τουρκικό άρμα μάχης. Φυσικά το εν λόγω πλεονέκτημα πιθανόν να εξαλειφθεί στην προσεχή δεκαετία που η Τουρκία θα παραλάβει νέα άρματα τα οποία αναπτύσσει εγχώριος και φέρουν την ονομασία Altay. Σημειώνεται ότι τα πρωτότυπα του άρματος σχεδιάστηκαν και αναπτύχθηκαν από την Otokar. Ο κύριος οπλισμός του Altay αποτελείται από πυροβόλο των 120mm/55 διαμετρημάτων (για την παραγωγή του η τουρκική βιομηχανία MKE έχει υπογράψει συμβόλαιο με την Hyundai Rotem της νότιου Κορέας), ενώ η τουρκική βιομηχανία Roketsan που έχει την ευθύνη σχεδιασμού και εξέλιξης του άρματος έχει αναλάβει και το τομέα της Σπονδυλωτής Θωράκισης (έχει υπογραφεί επίσης συμβόλαιο με την Hyundai Rotem).
Επιθετική ενέργεια σε βραχονησίδα
Πριν αναφερθούμε στην επιθετική ενέργεια σε βραχονησίδα αξίζει να επισημανθεί ότι η ελληνική πλευρά, μετά το 1974 σε πρώτη φάση οργάνωσε στην άμυνα των μεγάλων και ενδιάμεσης έκτασης νήσων. Όταν οι τουρκικές επιδιώξεις στράφηκαν στα μικρά νησιά, τοποθέτησε και εκεί στρατιωτικές δυνάμεις. Στην συνέχεια η τουρκική απειλή στράφηκε στην επιδίωξη της διεκδίκησης του μισού Αιγαίου μέσω της επέκτασης των τουρκικών ενδιαφερόντων στις χιλιάδες βραχονησίδες, οι οποίες είναι σχεδόν αδύνατο να ασφαλισθούν στο σύνολο τους με την παρουσίας στρατιωτικής δύναμης. Επιπρόσθετα μια επιθετική ενέργεια σε βραχονησίδα είναι μικρού κόστους (σε συστήματα και ανθρώπινο δυναμικό) και αφορά κυρίως υπόθεση επιχειρησιακών ομάδων των ειδικών δυνάμεων, όπως συνέβη και στην περίπτωση των Ιμίων.
Σε γενικές γραμμές μια τυπική ενέργεια κατάληψης βραχονησίδας, πραγματοποιείται από μικρό τμήμα καταδρομέων, που προσεγγίζουν αθόρυβα με ελαστική λέμβο σε κάποιο σχετικά προσβάσιμο σημείο της βραχονησίδας και αποβιβάζονται. Η λέμβος προφανώς έχει αφεθεί από κάποιο μεγαλύτερο πλοίο που βρίσκεται εκτός των ελληνικών υδάτων. Ιδανικές συνθήκες για την διεξαγωγή μιας τέτοιας επιχείρησης, είναι η περιορισμένη ορατότητα (νύχτα χωρίς φεγγάρι, δυσμενείς καιρικές συνθήκες κ.α). Η περίπτωση των Ιμίων δείχνει μια χαρακτηριστική περίπτωση ενέργειας, όπου οι συνθήκες περιβάλλοντος ήταν ευνοϊκές για τον εισβολέα.
Η ελληνική αντίδραση σε μια ενδεχόμενη επιθετική ενέργεια σε βραχονησίδα, θα είναι η ανάθεση αποστολής ανακατάληψης βραχονησίδας στην Ζ’ ΜΑΚ, μια μονάδα πολύ ειδικού χαρακτήρα, η οποία συστάθηκε μετά την κρίση των Ιμίων και κύρια αποστολής της είναι να μπορεί άμεσα και αστραπιαία, να αποτρέπει την απόβαση εχθρικών επίλεκτων δυνάμεων σε οποιοδήποτε σημείο του Ελλαδικού αρχιπελαγικού χώρου, αλλά και να επιφέρει καίριο πλήγμα στον αντίπαλο όταν αυτός προσβάλλει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, ανακαταλαμβάνοντας το εθνικό έδαφος.
Όπως προαναφέρθηκε η Ζ’ ΜΑΚ συγκροτήθηκε αμέσως μετά την κρίση των Ιμίων στη «μήτρα» των Ειδικών Δυνάμεων, το Μεγάλο Πεύκο, στο πλαίσιο εφαρμογής του δόγματος του «Ισοδύναμου Τετελεσμένου», που είχε τότε υιοθετηθεί, και ανήκει στις δυνάμεις ταχείας αντίδρασης του Ελληνικού Στρατού. Σε ότι αφορά το επιχειρησιακό έργο και τον επιχειρησιακό σχεδιασμό είναι αυτονόητο ότι η δράση της μονάδας στηρίζεται στη διακλαδικότητα και ιδιαίτερα στην αγαστή συνεργασία και τις τυποποιημένες διαδικασίες με το Πολεμικό Ναυτικό αλλά και την Πολεμική Αεροπορία. Η αντιμετώπιση της εχθρικής ομάδας που θα έχει ανέβει στην βραχονησίδα θα γίνει από την Ζ’ ΜΑΚ είτε με αθόρυβη αποβίβαση των επιχειρησιακών ομάδων είτε σε συνδυασμό με την Πολεμική Αεροπορία ή το Πολεμικό Ναυτικό. Στην πρώτη περίπτωση οι επιχειρησιακές μονάδες πλησιάζουν αθόρυβα με τις ελαστικές λέμβους την βραχονησίδα – εφόσον πρώτα βατραχάνθρωποι της μονάδας έχουν πραγματοποίηση αναγνώριση των εχθρικών δυνάμεων – και αποβιβάζονται. Εφόσον αποβιβασθούν οι επιχειρησιακές ομάδες εξαπολύουν επίθεση στον εχθρό με καταδρομικές ενέργειες. Στην περίπτωση συνδυασμένης επιχείρησης με την Πολεμική Αεροπορία ή το Πολεμικό Ναυτικό, προηγείται βομβαρδισμός της βραχονησίδας με αεροπορικά ή ναυτικά πυρά και στην συνέχεια οι επιχειρησιακές ομάδες αποβιβάζονται και να ασφαλίσουν την περιοχή.
Ωστόσο στο μελλοντικό μεγάλο πρόγραμμα που έχει εξαγγείλει το τουρκικό ναυτικό περιλαμβάνονται και σκάφη υποστήριξης τέτοιων επιχειρήσεων γεγονός που θα πρέπει να προβληματίσει τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Ενδεικτικά αναφέρονται ταχύπλοα (π.χ KAAN 16) που μπορούν να εκτελούν ευρεία γκάμα αποστολών, μεταξύ αυτών διείσδυση-ανάκτηση δυνάμεων ειδικών επιχειρήσεων.
Συμπεράσματα
Είναι βέβαιο ότι οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις σήμερα έχουν την δυνατότητα να «αναχαιτίσουν» μια ταυτόχρονη τουρκική εισβολή τόσο στην περιοχή του Έβρου όσο και σε μια βραχονησίδα, παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο θα πρέπει να αναφερθεί ότι το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι αυτές καθ’ αυτές οι δυνάμεις αντιπαράθεσης ούτε και ο τρόπος αντιμετώπισης και δράσης που περιγράφηκε σε γενικές γραμμές πιο πάνω, αλλά ο συντονισμός των επιχειρήσεων υπό διακλαδική διοίκηση.
Σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν η Πολεμική Αεροπορίας και το Πολεμικό Ναυτικό, και όταν υπάρχει ένα ταυτόχρονο εχθρικό χτύπημα σε δύο σημεία, μεγάλο ρόλο παίζει η τοποθέτηση και ο καταμερισμός των μαχητικών αεροσκαφών και των πολεμικών πλοίων και των λοιπών δυνάμεων υποστήριξης που θα ασφαλίσουν τις περιοχές των επιχειρήσεων και θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά στο να χρησιμοποιήσει ο εχθρός τις αντίστοιχες δυνάμεις. Για παράδειγμα η παρουσία ελληνικών πολεμικών πλοίων στην ευρύτερη περιοχή που θα διεξάγεται η επιχείρηση ανακατάληψη βραχονησίδας, λειτουργεί αφενός υποστηρικτικά για τις μονάδες που επιχειρούν και αφετέρου αποτρεπτικά για τις ναυτικές μονάδες του αντιπάλου να πλησιάσουν στην περιοχή. Περισσότερο είναι ένα παιχνίδι στρατηγικής και σωστής τοποθέτησης των δυνάμεων στο γενικότερο πλαίσιο των επιχειρήσεων, παρά τα σημεία της επίθεσης όπου βρίσκονται ειδικά εκπαιδευμένες μονάδες και με το κατάλληλο υλικό με κύρια αποστολή την αντιμετώπιση μιας τέτοιας επιθετικής ενέργειας.
Ας μην ξεχνάμε ότι η κάθε τεθωρακισμένη ταξιαρχία του Έβρου αλλά και ολόκληρος ο Ελληνικός Στρατός εκτελεί μεγάλες ασκήσεις όπως για παράδειγμα ο «Χαλύβδινος Θώρακας» που βασίζεται σε ρεαλιστικά σενάρια πολέμου και η διαδικασία σχεδίασης της άσκησης είναι πολύμηνη, αναλυτική και ευρεία. Ο σχεδιασμός της υλοποιείται από την ομάδα σχεδίασης άσκησης που αποτελείται από τους διευθυντές του 2ου, 3ου και 4ου Επιτελικού Γραφείου ενώ δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στη μελέτη του εδάφους και στην επιλογή δρομολογίων. Επίσης σε τέτοιου είδους ασκήσεις υπάρχούν και οι απαραίτητοι ελεγκτικοί μηχανισμοί που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο αφενός στο να προσομοιώνονται οι ασκήσεις σε περιβάλλον πολέμου και αφετέρου να διεξάγονται συμπεράσματα για τους τρόπους ενεργείας των μονάδων. Ειδικότερα, υπάρχει η Ομάδα Ελέγχου που συνήθως βρίσκεται στο επιτελείο της ταξιαρχίας και παρακολουθεί συνεχώς, εκ του σύνεγγυς την εξέλιξη της άσκησης, καθώς και ο «αρχιδιαιτητής» και οι «διαιτητές», που είναι αξιωματικοί μεγάλης εμπειρίας, και αποτελούν έναν διαρκή μηχανισμό καταγραφής των ενεργειών της κάθε μονάδας.
Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι μια τουρκική επιθετική ενέργεια δεν είναι κάτι που δεν αναμένεται από την ελληνική πλευρά και σε καμία περίπτωση δεν είναι απροετοίμαστη για κάτι τέτοιο. Ωστόσο εκείνο που θα παίξει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση μιας τέτοιας απειλής είναι η διακλαδικότητα, με απλά λόγια η κοινή αντίληψη και καθιέρωση συνδυασμένου τρόπου δράσης των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, που θα λειτουργήσουν ως παράγοντας πολλαπλασιαστή ισχύος για την επιτυχή έκβαση των επιχειρήσεων. Αν και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση και διεξάγονται διακλαδικές ασκήσεις όπως η «ΔΕΛΦΙΝ» (στο σενάριο της άσκησης περιλαμβάνει επιχείρηση εκκαθάρισης εχθρικών δυνάμεων και ανακατάληψης Μικρονήσου, με σειρά ενεργειών, καθώς και αντιμετώπιση ασύμμετρων απειλών), στις οποίες συμμετέχουν μονάδες και από τους τρεις Κλάδους και ενεργούν υπό τις εντολές του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, χρειάζονται πολλές θεσμικές αλλαγές για να λειτουργεί ευέλικτα. Για παράδειγμα ένα τέτοιο βήμα θα ήταν η δημιουργία ενός σχηματισμού ειδικών επιχειρήσεων, στον οποίο να ενταχθούν, οι μονάδες ειδικών επιχειρήσεων και των τριών κλάδων (31 ΜΕΕΔ της ΠΑ, ΔΥΚ του ΠΝ, Ζ΄ ΜΑΚ & ΕΤΑ του ΕΣ κ.α) καθώς και μέσα (ελικόπτερα, αεροσκάφη C-130 Hercules, αποβατικά σκάφη αερόστρωμνα κ.α) και λοιπές μονάδες και μέσα υπό ενιαία διοίκηση.
Με δεδομένο ότι στο προσεχές μέλλον οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις θα έχουν στην κατοχή τους νέα οπλικά συστήματα όπως το νέο άρμα, το οποίο θα αλλάξει την σημερινή υπεροχή της Ελλάδας στον συγκεκριμένο τομέα και άλλα προηγμένα οπλικά συστήματα (μαχητικά F-35 κ.α) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η χώρα μας δεν μπορεί να ακολουθεί την εξοπλιστική κούρσα της Τουρκίας, ο τρόπος αντιμετώπισης κρίσεων είναι κινήσεις στρατηγικής που θα λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστές ισχύος, όπως η διακλαδικότητα και η επένδυση στον τομέα της πληροφορίας.
Η σύγχρονη στρατηγική για την αποτροπή και την αντιμετώπιση εισβολέα, γίνεται με Πληροφορίες, Επιτήρηση και Σύστημα Χειρισμού Κρίσεων. Η ενδυνάμωση των υπηρεσιών πληροφοριών και η επιτήρηση με σύγχρονα μέσα, αποτελεί την αρτιότερη και λιγότερο κοστοβόρα λύση. Το σύστημα πληροφοριών θα πρέπει να εντοπίσει τις αρχικές εχθρικές κινήσεις, να τις αναλύσει και σε συνεργασία με το σύστημα χειρισμού κρίσεων να γίνουν οι ανάλογες εκτιμήσεις που θα οδηγήσουν στην λήψη των αποφάσεων. Θα πρέπει επίσης να τονισθεί, ότι το σύστημα διαχείρισης κρίσης σε όλες τις προηγμένες χώρες είναι ενιαίο και περιλαμβάνει το Υπουργείο Άμυνας και το Υπουργείο Εξωτερικών και αυτό θα πρέπει να θεσπισθεί και στην χώρα μας εάν θέλουμε ένα ενιαίο σύστημα σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο και εναρμονισμένα μεταξύ τους, για να μην ισχύει η ρήση των λαϊκών θυμοσόφων «δεν γνωρίζει η δεξιά μου τι ποιεί η αριστερά μου»…