Το πρόβλημα με την Τουρκία βρίσκεται στην Στρατηγική Νοοτροπία της, προϊόν της ιστορικής συνείδησης ενός λαού που αντανακλά την αντίληψή του για τη θέση του στον κόσμο. Αναμφισβήτητα η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης των Τούρκων κι άρα της στρατηγικής νοοτροπίας με βάση την οποία διαμορφώνεται ο στρατηγικός σχεδιασμός και η πολιτική βούληση της γείτονος χώρας, εκ των οποίων πηγάζουν όλες οι διεκδικήσεις της σε βάρος των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Στόχος της Τουρκίας είναι η συνεκμετάλλευση των υπαρχόντων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στο Αιγαίο και στην ΝΑ Μεσόγειο που θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει ως το «χαράτσι» του νεο-οθωμανισμού. Οι διεκδικήσεις επί των ελληνικών, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και τις ισχύουσες συνθήκες, νήσων, αποτελούν το μέσο για την επίτευξη του στόχου της.
Στις άλλες γειτονικές χώρες και σε όλα τα Βαλκάνια, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής Θράκης, επιδιώκει την ενίσχυση και τον έλεγχο του μουσουλμανικού στοιχείου, στο οποίο, ανεξαρτήτως εθνικότητας, προσπαθεί επίμονα να επιβάλει την τουρκική εθνική συνείδηση (όπως έκαναν και στο εσωτερικό της Τουρκίας στο παρελθόν) και μέσω αυτού τον έλεγχο των Κυβερνήσεων των χωρών αυτών, στο πλαίσιο εξυπηρέτησης των στόχων της και της υποστήριξης του ρόλου της ως περιφερειακής δύναμης, τον οποίο με αξιώσεις και συνέπεια διεκδικεί. Είναι προφανές πως η ενίσχυση και ο έλεγχος των μουσουλμάνων της Θράκης θα χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης (και) στην επιδιωκόμενη διαπραγμάτευση σε Αιγαίο και ΝΑ Μεσόγειο. Στην ίδια κατεύθυνση επιδιώκει να ασκήσει πιέσεις στη Χώρα μας μέσω Αλβανίας-FYROM, εκμεταλλευόμενη, πέρα των άλλων, τις υφιστάμενες διαφορές μας με τις χώρες αυτές.
Ο χρόνος που η Τουρκία επέλεξε τη δημιουργία ενός νέου επεισοδίου στα Ίμια είναι άμεσα συνδεδεμένος με την έρευνα στο οικόπεδο 3 της Κυπριακής ΑΟΖ την οποία επιδιώκει με κάθε μέσο να αποτρέψει όπως και την όποια σκέψη για οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στη ΝΑ Μεσόγειο μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Φοβάται πως βρίσκεται σε εξέλιξη ένα σχέδιο δημιουργίας τετελεσμένων από Ελλάδα και Κύπρο εκμεταλλευόμενες την εμπλοκή της στον πόλεμο της Συρίας αλλά και τις προβληματικές έως κακές σχέσεις που έχει πλέον με ΗΠΑ, Ισραήλ, Αίγυπτο και όλη τη δύση γενικότερα.
Η επιλογή των Ιμίων για δράση επίσης δεν είναι τυχαία αφού στο χώρο αυτό έχει κατά κάποιο τρόπο εξασφαλίσει εξωτερική νομιμοποίηση (ώστε να αποφύγει ισχυρές διεθνείς αντιδράσεις) μετά την γνωστή σε όλο τον κόσμο κρίση του 1996. Θέλει να στείλει μήνυμα πως δεν θα δεχθεί τετελεσμένα, να δείξει αποφασιστικότητα και να ασκήσει πιέσεις ώστε να σταματήσει μια τέτοια προσπάθεια και το κάνει με τον πλέον «ασφαλή» τρόπο αυτόν της χρησιμοποίησης της δύναμης ακτοφυλακής και μάλιστα χωρίς πυρά (με ένα επεισόδιο το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ως ναυτικό ατύχημα εάν υπήρχε τέτοια ανάγκη) κι όχι των ενόπλων δυνάμεων ώστε να μη δώσει τη νομιμοποίηση στην Ελλάδα για σοβαρή αντίδραση.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να ακολουθεί τις εξελίξεις που προσπαθεί να δρομολογήσει η Τουρκία αλλά να τις διαμορφώνει η ίδια στη βάση μιας εθνικής στρατηγικής για την προώθηση των εθνικών της συμφερόντων. Η κλιμάκωση της κρίσης από τη Χώρα μας με κίνδυνο να οδηγηθούμε σε πολεμικές περιπέτειες με απρόβλεπτες συνέπειες δεν εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα. Η επιλογή του δρόμου που χάραξε η Κύπρος για τη ρύθμιση της ΑΟΖ με Ισραήλ-Αίγυπτο και την εκμετάλλευση των υπαρχόντων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων μέσω συμφωνιών με μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους τα συμφέροντα των οποίων υποστηρίζονται από τις χώρες τους (ΗΠΑ, Γαλλία κλπ) είναι ο πλέον ασφαλής τρόπος προώθησης των εθνικών μας συμφερόντων.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως η Χώρα δεν θα πρέπει να είναι έτοιμη να υποστηρίξει τα κυριαρχικά της δικαιώματα όταν αυτά αμφισβητούνται σε στρατιωτικό επίπεδο. Εδώ όμως ανοίγει μια μεγάλη κουβέντα που δεν χωράει στο παρόν άρθρο. Επιγραμματικά μόνο θα αναφέρω πως δηλώσεις των Υπουργών Εξωτερικών, Άμυνας αλλά και του Α/ΓΕΕΘΑ της μορφής «είμαστε αποφασισμένοι να υποστηρίξουμε τις κόκκινες γραμμές» είναι χωρίς περιεχόμενο και ουσία από τη στιγμή που δεν συνοδεύονται από αποτελεσματικά μέτρα σε θεσμικό επίπεδο που θα εξασφαλίζουν τη δυνατότητα αυτή ώστε να πεισθούν όσοι επιβουλεύονται την εθνική μας κυριαρχία, στο πλαίσιο εξασφάλισης, πρωτίστως, της αποτροπής που πρέπει να είναι το ζητούμενο. Από μόνες τους οι δηλώσεις δεν δημιουργούν αποτροπή.
Χρειάζονται πολλά να γίνουν για να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη εθνική ισχύς κυρίως στην αλλαγή του στρατηγικού σχεδιασμού αλλά και της πολιτικής βούλησης, στοιχεία που λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές ισχύος και στα οποία έχουμε πρόβλημα. Η εν θερμώ αντίδραση με τη χρήση ενόπλων δυνάμεων χωρίς να έχει προηγηθεί το risk management μέσα από το οποίο θα προσδιοριστούν όλες οι απειλές και θα έχουν εκπονηθεί όλα τα contingency plans για την αντιμετώπισή τους, παραπέμπει στην απαράδεκτη για ένα σοβαρό κράτος, που σέβεται το παρελθόν του και θέλει να έχει παρόν και μέλλον, ρώσικη ρουλέτα.
Τα σοβαρά κράτη μελετούν σε μόνιμη βάση το διεθνές περιβάλλον, προσδιορίζουν απειλές, εντοπίζουν ευκαιρίες και εξασφαλίζουν την απαιτούμενη εθνική ισχύ για την αντιμετώπιση και εκμετάλλευσή τους αντίστοιχα όπως περιγράφω στο βιβλίο μου «Εθνική Στρατηγική-Πρόταση για ένα νέο Θεσμικό Πλαίσιο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ι.ΣΙΔΕΡΗ», στο οποίο προσεγγίζω όλα τα παραπάνω ζητήματα και καταλήγω σε συγκεκριμένες προτάσεις για την αναβάθμιση της αποτροπής σε μια χρονική περίοδο που όπως δήλωσε ο Γκορμπατσόφ ο κόσμος φαίνεται σαν να ετοιμάζεται για πόλεμο με ότι αυτό συνεπάγεται για τη Χώρα μας έχοντας δίπλα μια αναθεωρητική Τουρκία και τον εθνικισμό στα Βαλκάνια σε έξαρση.
Γιώργος Χατζηθεοφάνους Υποστράτηγος ε.α.