Δικαστής, πολιτικός, επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, παθιασμένη ευρωπαΐστρια και υπέρμαχος της ελευθερίας. Η Σιμόν Βέιλ, μια από τις πιο γνωστές και μαχητικές γαλλίδες πολιτικούς, πέθανε σε ηλικία 89 ετών, ανέφερε η οικογένειά της.
Oπως σημειώνει επιγραμματικά ο Monde η ζωή της περιέκλειε τρεις μεγάλες στιγμές του 20ου αιώνα, το Ολοκαύτωμα, τη γυναικεία χειραφέτηση και την ευρωπαϊκή ιδέα.
Γεννήθηκε στη Νίκαια το 1927 ως Σιμόν Ζακόμπ, μέλος μιας οικογένειας αστών που της έδωσε εξαιρετική μόρφωση· η ίδια, μεταξύ άλλων, γνώριζε αρχαία ελληνικά και γνώρισε σε βάθος το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Ο πατέρας της ήταν αρχιτέκτονας που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εργασία του εξαιτίας των νόμων της κυβέρνησης δωσιλόγων του Βισύ, η οποία το 1941 απαγόρευσε την επαγγελματική δραστηριότητα σε Εβραίους.
Με τη μητέρα της και τη μικρή αδελφή της συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν τον Απρίλιο του 1944 στο Αουσβιτς, όταν η Βέιλ ήταν σχεδόν 17 ετών. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, όπου πέθανε η μητέρα της από τύφο· στα στρατόπεδα συγκέντρωσης έχασαν τη ζωή τους ο πατέρας και ο αδελφός της.
Αργότερα έλεγε ότι η εμπειρία της από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης την έκανε ένθερμη υποστηρίκτρια της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. «Για εμένα η ιδέα του πολέμου ήταν κάτι το τρομερό. Η μόνη πιθανή επιλογή ήταν να γίνει ειρήνη», δήλωσε χρόνια αργότερα στο Associated Press. Στα ύστερα χρόνια της ζωής της είχε εμπλακεί ενεργά στην προσπάθεια να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη για το Ολοκαύτωμα στις νεότερες γενιές.
Μετά τον πόλεμο -αμέσως μόλις επέστρεψε στη Γαλλία- άρχισε σπουδές δικαίου και πολιτικής. Το 1946 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Αντουάν Βέιλ, που πέθανε το 2013, με τον οποίο είχαν τρεις γιους.
Μπήκε στο δικαστικό σώμα στα 30 της, παρά τις αντιρρήσεις του συζύγου της, αφιερώνοντας μέρος της καριέρας της στη βελτίωση της κατάστασης στις φυλακές. Το 1970 είχε γίνει γενική γραμματέας του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου.
Ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ’Εστέν την έκανε υπουργό Υγείας, προς έκπληξη και τις ίδιας που μάλλον δεν περίμενε την είσοδο στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ο κεντροδεξιός πρόεδρος είχε υποσχεθεί προεκλογικά την νομιμοποίηση των αμβλώσεων, έργο που εμπιστεύτηκε στην Βέιλ, την μόνη γυναίκα του υπουργικού συμβουλίου.
Εξάλλου και για την ίδια αυτό ήταν το επίτευγμά της για το οποίο αισθανόταν πιο περήφανη, η νομιμοποίηση των αμβλώσεων (και της αντισύλληψης ένα χρόνο νωρίτερα) – μέχρι και σήμερα ο νόμος είναι γνωστός με το όνομά της, «Loi Veil».
Ηταν ένα δύσκολο έργο για μια μάλλον άγνωστη πολιτικό που τα έβαλε με ένα αρνητικό κοινοβούλιο (όπου υπερτερούσαν οι άνδρες) και μια διχασμένη κοινή γνώμη, όπως σημειώνει το Reuters. Η Βέιλ έγινε στόχος εξαιρετικά σκληρών επιθέσεων στο πλαίσιο της συζήτησης για την νομιμοποίηση. Ενας βουλευτής είπε μάλιστα ότι ο νόμος «θέλει να στείλει τα παιδιά στους φούρνους», σχόλιο που την έκανε να κλάψει.
Η Γαλλία έγινε όμως το 1974 η πρώτη χώρα με ρωμαιοκαθολικό πληθυσμό που νομιμοποίησε τις αμβλώσεις, ένα από τα μεγάλα αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος εκείνη τη δεκαετία. Μόλις το 1973 είχαν εξάλλου νομιμοποιηθεί στις ΗΠΑ και την επόμενη δεκαετία και στην Ελλάδα.
Το 1979 εκλέχτηκε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – η πρώτη και μόνη γυναίκα ως σήμερα και μάλιστα ο πρώτος πρόεδρος με απευθείας εκλογή από το σώμα των ευρωβουλευτών. Ηταν μέλος του Ευρωκοινοβούλιου ως το 1993, πριν επιστρέψει στην κεντρική πολιτική σκηνή της Γαλλίας και πάλι ως υπουργός Υγείας το διάστημα 1993-1995 υπό τον πρωθυπουργό Εντουάρ Μπαλαντίρ επί προεδρίας Φρανσουά Μιτεράν.
Αργότερα ήταν μέλος του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γαλλίας, από το οποίο αποχώρησε το 2007. Εκτοτε αποσύρθηκε από την πολιτική σκηνή, ωστόσο είχε κερδίσει διακομματικό σεβασμό για το έργο και την παρουσία της και δημοφιλία που καταγραφόταν στις δημοσκοπήσεις.
Τα συλλυπητήρια του εξέφρασε ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν που τόνισε ότι όσοι ακολουθήσουν το παράδειγμα της Βέιλ «θα βρουν το καλύτερο της Γαλλίας».