Παρακολουθώ τους δραχμολάτρες. Τόσο ρηχά ανεύθυνοι. Τόσο παιδικά επιπόλαιοι. Τόσο ψόφιοι να τραβήξουν προβολείς πάνω τους. Σε μια χώρα χωρίς ίχνος αυτονομίας και αυτοδυναμίας. Με διαλυμένους όλους τους τομείς της οικονομίας της. Με ακυρωμένους όλους τους θεσμούς. Πατώντας θάλασσα
Θυμάμαι τη φράση του. Δύσκολη ώρα αυτοκριτικής ενώ οριστικά το καράβι της επιχείρησής του βούλιαζε. Όχι, δεν ήταν απατεώνας. Μπήκε, όχι, όχι, μεθοδικά τον έβαλε το σύστημα, στο σύστημα. «Εμείς δεν γιορτάζαμε στις εξοφλήσεις αλλά στις υπογραφές δανείων. Υπέρογκων. Λες και τα λεφτά εκείνα ήταν δικά μας. Χωρίς υποχρεώσεις».
Μιλούσε με το κεφάλι κάτω. Ένας, «μόνος» πια, αντιμέτωπος με τις ευθύνες των πράξεων του. Έτσι όντως δούλευε το σύστημα στην πλειοψηφία του. Δάνεια του αέρα. Ρυθμίσεις του αέρα. Κι άλλες ρυθμίσεις, κι άλλος αέρας. Για όλα. Για το ΙΚΑ, για την εφορία, για τον ΦΠΑ. Και στο τέλος; Ενα θρασύ «Και τι θα μου κάνουν στο κάτω κάτω; Θα πάρουν τ΄ αρχίδια μου». Μην αναρωτηθείς αν έκανε η κότα το αβγό ή το αβγό την κότα. Το σίγουρο είναι, ότι τον απατεώνα τον γεννάει η ανοχή, η μη ευθύνη, τα παραθυράκια, το αλισβερίσι. Η «ευρεσιτεχνία» του κράτους των πολιτικών να χώνουν το χεράκι τους, σε όλους τους τομείς, για να κρέμονται από πάνω τους, όλοι και όλα. Η αποτύπωση, του «Μαζί θα κυβερνήσουμε».
Παρακολουθώ τη συζήτηση για τη δραχμή. Το θράσος πίσω από τις λέξεις. Μυρίζομαι την κατάληξη «Και τι θα μας κάνουν; Θα πάρουν τ΄ αρχίδια μας». Πάλι; Τα πήραν ποτέ; Δεν μπλέκομαι σε περίπλοκες αναλύσεις οικονομικών εγκεφάλων. Ακολουθώ μια γραμμή απλής λογικής σχεδόν μπακαλίστικα. Την επομένη κιόλας της εισόδου μας στο δικό μας νόμισμα, στην τιμημένη μας δραχμή, θα καμαρώσουμε μια κολακευτική ισοτιμία, μια δραχμή προς ένα ευρώ. Την επομένη μέρα, αν κλείσει μέρα, θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ισοτιμία δυο δραχμών προς ένα ευρώ και την μεθεπόμενη θα τριτώσει το «καλό».
Άρα από 320 δισεκατομμύρια, τόσο είναι το χρέος μας, θα έχει θεριέψει σε 320 δισεκατομμύρια επί τρία! Να, τα τρία μας! Ακούω τη φωνούλα μας απεγνωσμένη «Ε! Δεν πληρώνετε αυτό με τίποτα!». Στο «Δεν πληρώνω», το κατανοητά απεγνωσμένο μας, αυτόματα έχουμε απέναντί μας κράτη. Σε κράτη χρωστάμε. Το έχουμε εμπεδώσει; Απέναντί μας έχουμε πολίτες κρατών. Ήμαστε εν ολίγοις, εν μια νυκτί, όχι άνευ συμμάχων αλλά πλήρεις εχθρών. Από τη μια στιγμή στην άλλη. Πού πάμε βρε Καρανάσο; Με πληθυσμό στα επόμενα 10 χρόνια, 6.000.000 κατοίκων… Ναι! Έξι εκατομμυρίων. Όσος δηλαδή ο πληθυσμός της Ελλάδας το 1960. Και με σημερινά χρέη, το 175% του ΑΕΠ.
Ποια ακριβώς εποχή δραχμής, διηγούνται τα ξεφτέρια, στους «πονηρεμένους»; Ποια χρονολογία, μας υποδεικνύουν οι δραχμολάγνοι, όπου δήθεν, «όλα ήταν ωραία και οι Έλληνες χόρταιναν ψωμί»; Μήπως, για να πιάσουμε μια εποχή κοντινή μας, βρε αδελφέ, ν΄ αναφέρουμε, ότι δυνατή ήταν η δραχμή ούσα σφιχταγκαλιασμένη με το δολάριο, επί επταετίας; Αυτό το λένε ή το αποσιωπούνε; Μήπως, ιστορικά, μόνο όποτε λειτουργούσαμε με αντίστοιχες «τρόικες» μεγαλουργούσαμε; Αυτή την αλήθεια τη λένε ή όχι;
Παρακολουθώ τους δραχμολάτρες. Τόσο ρηχά ανεύθυνοι. Τόσο παιδικά επιπόλαιοι. Τόσο ψόφιοι να τραβήξουν προβολείς πάνω τους. Σε μια χώρα χωρίς ίχνος αυτονομίας και αυτοδυναμίας. Με διαλυμένους όλους τους τομείς της οικονομίας της. Με ακυρωμένους όλους τους θεσμούς. Πατώντας θάλασσα. Πού πάμε βρε «Καρανάσο»; Και πώς επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να δίνουμε σημασία σε λόγια ανθρώπων, που ενώ δεν τα έχουν καλά με τον κόπο, βαυκαλίζονται «Ας πεινάσουμε και λίγο. Αλλά μετά…». Εμπιστεύεσαι τον χορτασμένο και τον εσαεί ξεκούραστο, να σου μιλήσει για πείνα;
Τους παρακολουθώ. Να σπέρνουν ακόμα μια φορά δαιμόνια, να σκορπάνε τζούφιες ελπίδες, να μας τάζουν χείρα βοηθείας από αορίστως αορίστους. Εξωγήινους; Ως άλλοι «Ζαχαριάδηδες» αναμένοντας αεροπλάνα από συμμάχους… Απουσία συμμάχων. Και πάντα πίσω από το ναρκισσιστικό χαμογελάκι τους, βλέπω το είδος του ανθρώπου, που δεν πλήρωσε ποτέ, σε κανένα ταμείο. Κυρίως στο άτιμο ταμείο που πληρώνεις τη βλακεία και την ελαφράδα σου, όταν γυρνάει καταπάνω σου. Ακόμα και σ΄ αυτό, άλλοι θα πληρώσουν για άλλους. Τόσο αυτοκαταστροφικούς, δεν μας έχω. Πια!
Ρέα Βιτάλη