Δεσμευμένη από μνημονιακή υποχρέωση να αλλάξει το καθεστώς που διέπει την προκήρυξη απεργιών, εντός φθινοπώρου, βρίσκεται η κυβέρνηση.
Το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει ότι απαιτεί εφεξής τα πρωτοβάθμια συνδικαλιστικά σωματεία στην Ελλάδα να αποφασίζουν για απεργιακές κινητοποιήσεις μόνο εάν συμφωνούν προς τούτο το 50% +1 των μελών τους.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι προφανές ότι σε σχέση με το σημερινό καθεστώς, που αρκεί η παρουσία του 1/3 των μελών, η προκήρυξη απεργιών θα δυσκολέψει σε σημαντικό βαθμό. Μάλιστα, σε κλάδους εργαζομένων που έχουν μεγάλη διασπορά ανά την επικράτεια, είναι πιθανό να γίνει ανέφικτη στην πράξη η λήψη απόφασης για απεργιακή κινητοποίηση.
Όμως το ζήτημα των απεργιών δεν είναι το μόνο «εργασιακό» προαπαιτούμενο που θα απασχολήσει τους θεσμούς και το υπουργείο Εργασίας στις διαπραγματεύσεις για την γ’ αξιολόγηση που αναμένεται να ξεκινήσουν εντός Σεπτεμβρίου. Υπάρχει πάντα το «αγκάθι» του χρόνου κοινοποίησης μιας απεργιακής κινητοποίησης. Οι θεσμοί θέλουν η προειδοποίηση προς τους εργοδότες να αυξηθεί από τις 24 στις 48 ώρες. Παράλληλα, αναμένεται να υπάρξουν αλλαγές και στις αιτίες που θα επιτρέπεται να απολυθεί ένας συνδικαλιστής, όπως επίσης και στη χορήγηση των σχετικών αδειών.
Η ελληνική πλευρά έχει εστιάσει τις επιδιώξεις της στο να πετύχει ευνοϊκές αλλαγές στο σκέλος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Με δεδομένο ότι όλες οι παραπάνω παρεμβάσεις αποτελούν προαπαιτούμενα και δύσκολα θα αποφευχθούν, στο υπουργείο Εργασίας ψάχνουν τρόπους για ευνοϊκά «αντίμετρα». Στην πρώτη γραμμή έχει μπει ξανά το ζήτημα της μετενέργειας, καθώς η αύξηση του χρόνου διάρκειας των συλλογικών συμβάσεων μετά τη λήξη τους, από τους τρεις μήνες που είναι σήμερα, στους έξι, θεωρείται ότι θα βοηθήσει σημαντικά ώστε οι συμβάσεις να αποκτήσουν μεγαλύτερη ισχύ. Όμως η συγκεκριμένη στόχευση έχει γίνει και κατά το παρελθόν και οι θεσμοί έχουν δείξει ότι είναι ανένδοτοι. Αν τώρα φανούν σημάδια υποχωρητικότητας και διάθεσης για συνεργασία, μένει αυτό να αποδειχθεί στην πράξη…