Υπάρχει ανάγκη για ένα σχέδιο για τον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα. Eνα σχέδιο που θα περιγράφει την στόχευση, τα ζητούμενα, τα μέσα και τα εργαλεία επιτυχίας. Τέτοιο σχέδιο δεν υπήρξε ποτέ…
Καθώς ετοιμαζόμαστε να υποδεχθούμε για ακόμα μία φορά τους αγρότες στο κέντρο της Αθήνας είναι σκόπιμο να δούμε κάποια οριζόντια θέματα που αφορούν τον πρωτογενή τομέα της Ελλάδας αλλά και τις αιτίες των συνεχόμενων ετήσιων καθόδων των αγροτών στα αστικά κέντρα.
Η Ελλάδα διανύει με… επιτυχία τον έβδομο χρόνο κρίσης. Μίας κρίσης που εκτός από οικονομική, είναι θεσμική και πολιτική. Η κρίση αυτή, φαίνεται να εκδηλώνεται ηπιότερα στον αγροτικό χώρο ή καλύτερα οι άνθρωποι που ζουν στις αγροτικές περιοχές την αντιλαμβάνονται ηπιότερα. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αυτοκατανάλωση και του σχετικά χαμηλότερου κόστους ζωής, σε σχέση με τις πόλεις. Όμως για τους ανθρώπους που βιοπορίζονται από την αγροτική παραγωγή η κρίση ξεκίνησε πολύ νωρίτερα με την συνεχή μείωση του αγροτικού εισοδήματος. Η κρίση όπως αυτή σήμερα βιώνεται στις αγροτικές περιοχές δεν αφορά μόνο την αγροτική δραστηριότητα, από την οποία προκύπτουν όλο και χαμηλότερα εισοδήματα το οποίο όμως είχε ξεκινήσει νωρίτερα, αλλά τώρα πια και τις άλλες παράπλευρες δραστηριότητες του αγροτικού τομέα. Ο εσωτερικός τουρισμός με όλες τις παράπλευρες δραστηριότητες που αυτός περιλαμβάνει, οι μικρές οικοτεχνίες, οι ιδιωτικές και δημόσιες κατασκευές κ.ο.κ. τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε συνεχή συρρίκνωση.
Τα αίτια της συρρίκνωσης των παράπλευρων – μη αγροτικών δραστηριοτήτων μπορούν πολύ εύκολα να αναζητηθούν και τελικά να βρεθούν στην βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Αντίθετα τα αίτια της μείωσης του αγροτικού εισοδήματος είναι σύνθετα και πρέπει να αναζητηθούν σε βάθος χρόνου στη συνεχή μείωση των τιμών παραγωγού σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών των εισροών της αγροτικής εκμετάλλευσης (πετρέλαιο, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, κ.α.) και βέβαια εντείνονται από τη μεγάλη έλλειψη πιστώσεων που διαχρονικά υπήρχε στον πρωτογενή τομέα. Αν μάλιστα τα τελευταία χρόνια δεν υπήρχε η διεθνής διατροφική κρίση, οι τιμές του παραγωγού κυρίως των μονοετών καλλιεργειών θα είχαν μειωθεί ακόμη περισσότερο. Και κάπως έτσι δικαιολογείται αρχικά το εποχιακό ραντεβού των αγροτών-παραγωγών στις εθνικές οδούς.
Είναι ίσως λίγο παράδοξο, αλλά την μεγαλύτερη συνεχόμενη κρίση την αντιμετωπίζουν οι επαγγελματικές εκμεταλλεύσεις των πεδινών περιοχών με μονοκαλλιέργειες (Θεσσαλία, Μακεδονία) ενώ αντίθετα οι μικρότερες εκμεταλλεύσεις ημιορεινών ή ορεινών περιοχών, όπου υπάρχει συνδυασμός καλλιεργειών και κυρίως παράπλευρες δραστηριότητες, όπως τουρισμός και οικοτεχνίες, τα πράγματα μέχρι πριν 7 χρόνια ήταν καλύτερα. Σήμερα όμως, λόγω της γενικευμένης ύφεσης και συνεπώς της συρρίκνωσης και των μη αγροτικών δραστηριοτήτων, η κατάσταση είναι παρόμοια παντού, και για όλες τις αγροτικές περιοχές.
Εφόσον θα θέλαμε να δούμε λίγο βαθύτερα τα αίτια της μείωσης του εισοδήματος του παραγωγού θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να έχουμε μία αρκετά σαφή εικόνα συζητώντας μόνο 2-3 βασικά σημεία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μείωση του αγροτικού εισοδήματος εξαρτάται μόνο από αυτά αλλά θα είχαμε μία πολύ καλύτερη προοπτική για τον τομέα αν σαν κράτος αντιμετωπίζαμε καταρχήν αυτά.
Η δυσπραγία ή καλύτερα η αποδόμηση του συνεταιριστικού κινήματος ειδικότερα μετά τον καταπληκτικό νόμο Σκανδαλίδη, σε συνδυασμό με τα ανεξέλεγκτα εμπορικά δίκτυα, η μείωση της στήριξης του αγροτικού εισοδήματος από την Κοινή Αγροτική Πολιτική, η οποία μετά την αναθεώρηση της το 2005-6 εξασφαλίζει μόνο ένα εισόδημα επιβίωσης ακόμη και σε παραγωγούς που δεν παράγουν ενώ ο Εθνικός φάκελος αποτυγχάνει να εξομαλύνει και να στοχεύσει στην ελληνική πραγματικότητα είναι κάποια από αυτά. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση στις τιμές των εισροών οφείλεται κυρίως στην αύξηση της τιμής του πετρελαίου και γενικότερα της ενέργειας τα πρώτα χρόνια λόγω αστάθειας στις χώρες παραγωγής και στην συνέχεια στην συνεχόμενη αύξηση της εθνικής φορολογίας. Οι εισροές δεν επηρεάζουν μόνο το κόστος παραγωγής λόγω της αυξανόμενης τιμής τους, αλλά ήταν έτσι κι αλλιώς υψηλές μιας και η απόδοσή τους στην ελληνική αγροτική παραγωγή είναι πολύ χαμηλότερη από όσο θα έπρεπε να είναι και από όσο είναι τελικά στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Αυτό οφείλεται κυρίως στα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής όπως στο μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων στον πολυτεμαχισμό τους, στον αναποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης και οργάνωσης τους από τους αβοήθητους και ελάχιστα καταρτισμένους αγρότες μας αλλά και στο κακό τεχνολογικό εξοπλισμό τους.
Τα άμεσα μέτρα ανακούφισης, που προφανώς υπάρχουν, όπως χαμηλότερη φορολογία και εισφορές, ο έλεγχος των τιμών εισροών και μέτρα για την μείωση τους (πχ αγροτικό πετρέλαιο), η εξασφάλιση χρηματοδοτήσεων είτε από δάνεια είτε από δράσεις του πυλώνα 2 της αγροτικής ανάπτυξης κ.ά. αποτελούν πάγια συνδικαλιστικά αιτήματα των αγροτών και συνοδεύουν εδώ και χρόνια τις κινητοποιήσεις τους. Όμως το πρόβλημα του αγροτικού τομέα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς δομικές και θεσμικές αλλαγές που εκκρεμούν δεκαετίες και αδυνατούν τα βρουν λύση από τους διαρκώς εναλλασσόμενους υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης και παλιότερα Γεωργίας. Οι αλλαγές αυτές ενδεικτικά περιλαμβάνουν την πολιτική νερού και γης, την θεσμοθέτηση ενός οριζόντιου νόμου για τους συνεταιρισμούς και των άλλων μορφών οργάνωσης των παραγωγών που θα τους χειρίζεται ως ιδιωτικούς οργανισμούς (όπως δηλαδή πραγματικά είναι) την ενίσχυση των Διεπαγγελματικών οργανώσεων, την εκπαίδευση των παραγωγών, τη συμβολαιακή σύνδεση της αγροτικής παραγωγής με τη μεταποίηση μέσω του Πυλώνα 2, την αλλαγή του καθεστώτος των αγροτικών ασφαλίσεων κ.ο.κ.
Οι δομικές και θεσμικές αλλαγές όμως προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός σχεδίου για τον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα. Ένα σχέδιο που θα περιγράφει την στόχευση, τα ζητούμενα, τα μέσα και τα εργαλεία επιτυχίας. Τέτοιο σχέδιο δεν υπήρξε ποτέ γενικά για την Ελλάδα πόσο μάλλον για τον τομέα αυτό. Και αυτό φαίνεται όχι μόνο από την πελαγοδρόμηση του ίδιου του τομέα τόσα χρόνια, αλλά αποδεικνύεται κιόλας από τους φακέλους που κάθε φορά οι Ελληνικές Κυβερνήσεις υποβάλλουν για την αξιοποίηση του μεγαλύτερου εργαλείου πολιτικής που έχουν, δηλαδή τον Εθνικό φάκελο της ΚΑΠ.
Ντίνα Σπυροπούλου
* Η Ντίνα Σπυροπούλου είναι γεωπόνος, οινοπαραγωγός και αντιπρόεδρος της Πολιτικής Κίνησης «Μπροστά»