Μέλη του συντηρητικού θρησκευτικού ιδρύματος Ερμπακάν πραγματοποίησαν πορεία διαμαρτυρίας στο λιμάνι της Σινώπης στη Μαύρη Θάλασσα με αίτημα την απομάκρυνση του αγάλματος του αρχαίου Έλληνα κυνικού φιλοσόφου Διογένη. Αυτό αναφέρει η τουρκική εφημερίδα Hurriyet
Τα μέλη του συντηρητικού αυτού ιδρύματος υποστηρίζουν ότι δεν εναντιώνονται στις τέχνες και στα αγάλματα, αλλά στο γεγονός ότι μέσω των αγαλμάτων «διαχέεται» η ελληνική ιδεολογία στην πόλη τους.
«Θέλουμε το άγαλμα του Διογένη να φύγει από την είσοδο της Σινώπης και να μετακομίσει στο Μπαλατλάρ [μία τοπική βυζαντινή εκκλησία]. Θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για αυτό, θα αγωνιστούμε γι’ αυτό», δήλωσε ο Ισμαίλ Τετζίτς, τοπικός εκπρόσωπος της πόλης.
Ο Διογένης ο αποκαλούμενος «Κυνικός», ή Διογένης ο Σινωπεύς ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Φέρεται να γεννήθηκε στη Σινώπη περίπου το 412 π.Χ., (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.), και πέθανε το 323 π.Χ. στην Κόρινθο, σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, την ημέρα που ο Αλέξανδρος ο Μέγας πέθανε στη Βαβυλώνα.
Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κυνικής Φιλοσοφίας. Χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, τη λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει.
Η κυνική φιλοσοφία λέγεται έτσι γιατί είχε ως έμβλημά τον “κύνα” (σκύλος στα αρχαία ελληνικά). Δήλωναν πως “εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκάνουμε τους εχθρούς, αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε”.
Κατά τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα ήλθε στην Αθήνα εξόριστος από τη γενέτειρά του, επειδή, με τον τραπεζίτη πατέρα του Ικεσία, είχαν παραχαράξει το νόμισμα της πόλης .Όταν οι Αθηναίοι τον κορόιδευαν πως οι Σινωπείς τον είχανε εξορίσει αυτός με αστεϊσμό απαντούσε: “Εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί”.
Στην Αθήνα παρακολουθούσε μαθήματα κοντά στον ιδρυτή της κυνικής φιλοσοφίας Αντισθένη.. Η παράδοση λέει ότι είχε μόνιμη κατοικία του ένα πιθάρι και γυρνούσε στους δρόμους όλη μέρα με ένα φανάρι. Όταν τον ρωτούσαν τι το χρειάζεται το φανάρι την ημέρα, αυτός απαντούσε: “Αναζητώ τον άνθρωπο”.
Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε. Προσπάθησε με τα επιχειρήματα του να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά τη γνώμη του θα γινόταν δυνατό αν ο άνθρωπος επέστρεφε στη φύση.
Ο Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατέληξε στα δουλοπάζαρα της Κορίνθου. Όταν ο Αλέξανδρος ήταν στην Κόρινθο, ήθελε να τον γνωρίσει και έστειλε ένα υπασπιστή του να βρει τον Διογένη και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: “Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει”. Ο Διογένης απάντησε “Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει”. Πράγματι, ο Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη. Ο Αλέξανδρος πλησιάζει τον φιλόσοφο και του λέει: “Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος”. Ο Διογένης ατάραχος απαντά “Και ‘γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων”. Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και τον ρωτάει: “Δε με φοβάσαι;” Ο Διογένης απαντάει: “Και τι είσαι; Καλό ή κακό;”. Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας βασιλιάς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ερωτά εκ νέου: “Τι χάρη θες να σου κάνω;” Και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά: “Αποσκότισόν με”. Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, τη λήθη, και δείξε μου την αλήθεια. Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί έως: “Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο”, καθώς οι κυνικοί πίστευαν πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, στη ζεστασιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα από τα υλικά πλούτη. Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο: “Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης”.
Γλυπτική σύνθεση που απεικονίζει την περίφημη στιγμή που ο Διογένης απαντάει στον Μέγα Αλέξανδρο. Το έργο βρίσκεται στο ιστορικό σημείο συνάντησής τους, στα Καλάμια Κορίνθου.