Η ρωσική επέμβαση διαμορφώνει ένα νέο τοπίο με μεγάλους κινδύνους και δυσκολίες
Παρότι όλο το προηγούμενο διάστημα οι δυτικές κυβερνήσεις κι οι υπηρεσίες πληροφοριών τους επέμειναν ότι υπήρχε επικείμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, είναι αρκετά σαφές ότι αυτή η δημόσια επιμονή είχε περισσότερο να κάνει με την προσπάθεια να αποτραπεί η Ρωσία από το να προχωρήσει σε στρατιωτικά μέτρα, παρά με μια πραγματική βεβαιότητα. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και τη σχετική έκπληξη που προκάλεσε η ανακοίνωση μιας μεγάλης κλίμακας στρατιωτικής επιχείρησης κατά της Ουκρανίας που ξεπερνούσε κατά πολύ την απλή στρατιωτική ενίσχυση των άρτι αναγνωρισθεισών «λαϊκών δημοκρατιών» στο Ντονμπάς.
Άλλωστε, η ίδια η μεθόδευση που τελικά επιλέχτηκε από τη ρωσική πλευρά, δείχνει ότι ο σχεδιασμός είχε αρκετό βάθος. Αποδεικνύεται μάλιστα ότι ακόμη και η διατύπωση προτάσεων για συνολική αλλαγή του καθεστώτος συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη τον περασμένο Δεκέμβρη ήταν περισσότερο μια προσπάθεια να κατοχυρώσουν μια ορισμένη τοποθέτηση, παρά να πείσουν όντως τη Δύση σε συζήτηση, εφόσον γνώριζαν ότι οι προτάσεις θα απορρίπτονταν. Ακολούθησε η εκ νέου κλιμάκωση της στρατιωτικής παρουσίας και μια προσπάθεια για διαπραγμάτευση που πλέον είναι σαφές ότι ως ορίζοντα είχε πάντα την πολεμική εμπλοκή και βέβαια στη συνέχεια η ακολουθία με την αναγνώριση των «λαϊκών δημοκρατιών», το αίτημα «αρωγής», την ανακοίνωση της αποστολής «ειρηνευτικής δύναμης» και τελικά την απόφαση για πλήρη επίθεση και εισβολή στην Ουκρανία.
Γιατί επέλεξε η Ρωσία μια τόσο μεγάλη επιχείρηση
Το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί η Ρωσία επέλεξε να κάνει μια τόσο μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση, που ήταν εξαρχής βέβαιο ότι θα την έφερνε σε ρήξη κάθετη με τη Δύση, θα μπορούσε δύσκολα να νομιμοποιηθεί στα μάτια μέρους της παγκόσμιας κοινής γνώμης και θα την οδηγούσε στο να προσπαθήσει να καταλάβει μια μεγάλη χώρα και να την υποχρεώσει σε «αλλαγή καθεστώτος», ιδίως όταν υπάρχει η πολύ πρόσφατη οδυνηρή εμπειρία των ίδιων των αμερικανών και στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν.
Η μόνη εκτίμηση που μπορεί να γίνει είναι ότι η ρωσική ηγεσία, δηλαδή αυτός ο κύκλος των ανθρώπων που εκπροσωπούν εκείνα τα κομμάτια του προηγούμενου σοβιετικού κρατικού μηχανισμού που αισθάνθηκαν ότι η χώρα τους πέρναγε από αλλεπάλληλες ταπεινώσεις στη δεκαετία του 1990 και άρα χρειάζεται μια ανασυγκρότηση του κράτους και ένα είδος καπιταλισμού που δεν θα οδηγεί στη διάλυση του κοινωνικού ιστού, εκτιμά ότι ο κόσμος έχει μπει σε μια νέα φάση.
Στη ρωσική ανάγνωση της κατάστασης του κόσμου, η Δύση, δηλαδή οι χώρες που αναγνωρίζουν την αμερικανική ηγεσία και ηγεμονία, εκπροσωπούμενες από το ΝΑΤΟ και τις ειδικές συμφωνίες των ΗΠΑ με χώρες όπως η Αυστραλία ή η Ιαπωνία, πλέον προετοιμάζονται για την άσκηση στρατιωτικής πίεσης όχι μόνο εναντίον ισχυρών περιφερειακών δυνάμεων, όπως ήταν το μοτίβο στον πόλεμο του Ιράκ, αλλά και ενάντια στους «μεγάλους» ανταγωνιστές τους, δηλαδή τη Ρωσία αρχικά και την Κίνα.
Δηλαδή, στα μάτια της Ρωσίας αυτοί που πρώτοι «διάβηκαν τον Ρουβίκωνα» ήταν οι Δυτικοί, που κατά τη ρωσική ανάγνωση ενορχήστρωσαν την ανατροπή των πολιτικών όρων στην Ουκρανία και πυροδότησαν τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο με τις ανατολικές περιοχές.
Ας μην ξεχνάμε ότι στα ρωσικά μάτια μέτρησαν και οι εξελίξεις στη Συρία όπου είχε δει την ενδεχόμενη «αλλαγή καθεστώτος» ως ένα ενδεχόμενο για να ακυρωθεί και η δική της στρατιωτική παρουσία στην περιοχή.
Αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία θεώρησε ότι πλέον είμαστε σε μια νέα σελίδα στις διεθνείς σχέσεις, όπου δεν υπάρχει η εικόνα μιας «διεθνούς κοινότητας» όπως αυτή μπορούσε να οριστεί στα μετασοβιετικά χρόνια, και όπου ο μόνος τρόπος για να απαντήσει στο ενδεχόμενο να βρεθεί στο στόχαστρο μιας νατοϊκής στρατιωτικής πίεσης ήταν να απαιτήσει αρχικά «νέους κανόνες» που να στηρίζονται στην αποδοχή «ζωνών επιρροής» και κανόνων «συλλογικής ασφάλειας» που να εξασφαλίζουν μια ισορροπία δυνάμεων, και σε περίπτωση που αυτές οι εγγυήσεις δεν υπάρχουν να τις επιβάλει με τη βία.
Με έναν τρόπο, στα μάτια της ρωσικής ηγεσίας εάν η Δύση είχε τη δυνατότητα να οργανώνει μεγάλους και παρατεταμένους πολέμους εναντίον κρατών που θεωρήθηκαν ότι υποθάλπουν την τρομοκρατία ή αποτελούν αποσταθεροποιητικές δυνάμεις, αντίστοιχα στο όριο θα μπορούσε και αυτή να επιβάλει την αλλαγή καθεστώτος σε ένα κράτος που στα μάτια της κακώς δημιουργήθηκε με αυτά τα σύνορα κατά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και θα έπρεπε τουλάχιστον να είχε παραμείνει σε μια «ειδική σχέση» με τη Ρωσία, ανάλογη με αυτή που επέλεξε η Λευκορωσία.
Το μεγάλο ρίσκο της Ρωσίας
Ωστόσο, αυτή είναι μια κίνηση με μεγάλο ρίσκο και πολύ μεγάλες συνέπειες. Το κύριο ερώτημα αφορά ακριβώς τη διαδικασία «αλλαγής» καθεστώτος στην Ουκρανία, αυτό που ο Πούτιν περιέγραψε στο διάγγελμά του ως «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας.
Είναι σαφές ότι οι ρωσικές επιχειρήσεις αποσκοπούν στο να ελεγχθεί η υποδομή της Ουκρανίας, να αποτραπεί η δυνατότητα των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων να προβάλουν μεγάλη αντίσταση και να συλληφθεί ένας αριθμός ανθρώπων και πολιτικών που στα μάτια της ρωσικής κυβέρνηση είναι υπεύθυνοι για πλήθος εγκλημάτων, έτσι ώστε να μπορέσει να διαμορφωθεί μια νέα κυβέρνηση στην Ουκρανία που θα επιλέξει να είναι «ουδέτερη», δηλαδή να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εφαλτήριο επιθέσεων κατά της Ρωσίας.
Έχοντας προφανώς μελετήσει την εμπειρία των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν προφανώς η Ρωσία θα ήθελε να αποφύγει την παρατεταμένη στρατιωτική παρουσία, με όλο τον κίνδυνο εμπλοκής σε μια εξαιρετικά φθοροποιά παρατεταμένη σύγκρουση, ή τις επιθέσεις και εναντίον του αμάχου πληθυσμού που θα δημιουργούσαν ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα νομιμοποίησης.
Ωστόσο, η ίδια η εμπειρία έχει δείξει ότι αυτό δεν αυτονόητο. Ούτε είναι εύκολο να δει κανείς πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί μια εσωτερική δυναμική στην Ουκρανία που θα κινούνταν με όρους ευρύτερης νομιμοποίησης σε αυτή την κατεύθυνση. Προφανώς και στην Ουκρανία, χώρα αρκετά πιο περίπλοκη στην ιστορία και την ταυτότητά της από αυτό που προβάλλει η τρέχουσα εκδοχή ουκρανικού εθνικισμού, υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που θα ήθελαν καλύτερη σχέση με τη Ρωσία, ξεκινώντας από συμπαγείς ρωσόφονους πληθυσμούς στις ανατολικές επαρχίες, ενώ μέτρα που είχαν ληφθεί από τις τελευταίες ουκρανικές κυβερνήσεις, κυρίως με τη μορφή μιας προσπάθειας ριζικού περιορισμού της ρωσική γλώσσας και της ρωσικής ταυτότητας (όπως και της κομμουνιστικής) είχαν δημιουργήσει δυσαρέσκεια. Ωστόσο, την ίδια στιγμή η τραυματική εμπειρία των στρατιωτικών επιχειρήσεων θα επιτείνει τα αντιρωσικά αισθήματα σε ένα σημαντικό μέρος μιας ουκρανικής κοινωνίας που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είναι το τραγικό θύμα κυνικών πολιτικών υπολογισμών και επιδιώξεων από διάφορες πλευρές.
Και το βάρος τέτοιων «τραυμάτων» είναι κάτι επίσης οικείο στη ρωσική ηγεσία από τις αντίστοιχες εμπειρίες εντός του Συμφώνου της Βαρσοβίας, στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία (εμμέσως στην Πολωνία όπου ήταν και το σημείο όπου η σοβιετική ηγεσία απέφυγε την εισβολή, επενδύοντας ουσιαστικά στο πραξικόπημα Γιαρουζέλσκι).
Προφανώς και η Ρωσία επενδύει σε μια ταχύτατη κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού και του πολιτικού συστήματος της Ουκρανίας που θα επέτρεπε σε άλλες δυνάμεις να φανούν ως εκπρόσωποι της ανάγκης να υπάρξει τέλος στις επιχειρήσεις και να διαπραγματευτούν την «επόμενη μέρα» με τη Ρωσία.
Όμως, το εάν, πώς και κυρίως με ποια νομιμοποίηση από την ουκρανική κοινωνία (που είναι το στοιχείο που θα καθιστούσε σύντομη την «κατοχή), παραμένει αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο ρίσκο του Πούτιν, και εκείνο που σε μεγάλο βαθμό θα κρίνει και την έκβαση αυτή της πρωτοβουλίας.
H αμηχανία της Δύσης
Την ίδια στιγμή η Δύση βρίσκεται σε μια ορισμένη αμηχανία. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι παρότι οι ΗΠΑ και η ΕΕ, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στήριξαν την επιλογή διαδοχικών ουκρανικών κυβερνήσεων να έρθουν σε ρήξη με τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης και της απουσίας πίεσης ώστε να δρομολογηθεί μια δημοκρατική λύση στο υπαρκτό εσωτερικό ουκρανικό ζήτημα στις ανατολικές περιοχές, όταν η Ουκρανία βρέθηκε αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο στρατιωτικής επιχείρησης, περιορίστηκαν στην απειλή κυρώσεων και δεν στήριξαν ουσιαστικά την ουκρανική κυβέρνηση.
Οι ίδιες οι κυρώσεις έχουν όρια. Μέχρι στιγμής, οι κυρώσεις δεν είναι τέτοιες που μπορούν να «γονατίσουν» τη Ρωσία, που έχει κάνει μεγάλη προσπάθεια να θωρακίσει την οικονομία της ώστε να μπορεί να αντέξει το υπαρκτό κόστος, ενώ ορισμένες μπορεί να έχουν και αντίποινα. Στο βαθμό που δεν επιλέγεται η βίαιη πλήρης αποσύνδεση της Ρωσίας από το τμήμα των διεθνών συναλλαγών όπου κυριαρχεί το δολάριο (ενδεχόμενο για το οποίο η Ρωσία δηλώνει ότι έχει προετοιμαστεί) ούτε η μεγάλης κλίμακας διατάραξη των ρωσικών ενεργειακών ροών (που με τη σειρά τους είναι και μέσο άσκησης πίεσης από τη Μόσχα), η Ρωσία θα μπορούσε να αντέξει, με δεδομένο ότι είναι μια χώρα με μεγάλη βιομηχανική, τεχνολογική και επιστημονική υποδομή.
Την ίδια στιγμή εκτός Δύσης η Ρωσία διατηρεί ένα φάσμα συμμαχιών. Η κινεζική στάση είναι χαρακτηριστική από αυτή την άποψη, ιδίως από τη στιγμή που το Πεκίνο θεωρεί ότι μεσοπρόθεσμα αυτό είναι στο στόχαστρο και έχει πάντα το ανοιχτό ζήτημα της Ταϊβάν. Οι δηλώσεις της κινεζικής πλευράς είναι προσεκτικές, όμως ταυτόχρονα είναι σαφές ότι θα ήθελε να έχει θετική έκβαση η ρωσική επιχείρηση, γιατί αυτό θα κατοχύρωνε ότι θα έμπαινε φραγμός σε όσους θα επένδυαν σε μια αλλαγή των σημερινών όρων σε σχέση με την Ταϊβάν στην κατεύθυνση της ανεξαρτησίας.
Προφανώς και υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ούτως ή άλλως απλώς θα επιταχυνθεί και θα παγιωθεί μια διαίρεση του κόσμου εμφανής εδώ και καιρό, μια αντιπαράθεση που ολοένα και περισσότερο θα παραπέμπει σε μια σύγκρουση γεωπολιτικών μπλοκ, αν και χωρίς το στοιχείο της σύγκρουσης κοινωνικών συστημάτων που ήταν το στοιχείο του πρώτου Ψυχρού Πολέμου. Και η τρέχουσα ρητορική για την αντιπαράθεση ανάμεσα στις «δημοκρατίες» και τα «αυταρχικά καθεστώτα» σε αυτό παραπέμπει. Μόνο που την ίδια στιγμή η ίδια η εξέλιξη της κατάστασης στην Ουκρανία, όπου η Δύση έχει αναμφίβολα ευθύνη ως προς το γιατί δεν επιδιώχθηκε μια ειρηνική λύση τόσο του ουκρανικού ζητήματος όσο και των ερωτημάτων συλλογικής ασφάλειας, δείχνει και τους κινδύνους αυτής της στρατηγικής.
Ο δύσκολος δρόμος της ειρήνης
Το κρίσιμο ερώτημα αυτή τη στιγμή αφορά το πώς όχι μόνο θα σταματήσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις αλλά και θα υπάρξει μια συνολική διαδικασία ειρήνευσης σε μια Ευρώπη, στην οποία 23 χρόνια μετά τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, επιστρέφει ο πόλεμος.
Ο λόγος είναι ότι η άμεση ανάγκη να σταματήσουν οι επιχειρήσεις, να υπάρξει κατάπαυση πυρός και να αποχωρήσουν οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις, για να μπορεί να σηματοδοτεί μια αλλαγή σελίδας σε πιο ειρηνική κατεύθυνση, δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται τόσο από την επίλυση του ουκρανικού ζητήματος (το τέλος μιας εμφύλιας σύγκρουσης ουσιαστικά) όσο και μια συζήτηση για το πώς μπορεί να αποφευχθεί η μετάβαση σε μια λογική «ισορροπίας δυνάμεων» που θα είναι απλώς η μετωνυμία για τη διαρκή συσσώρευση όρων για την επόμενη «θερμή» σύγκρουση.