Σύμφωνα με έρευνα της ΤτΕ για τους περιορισμούς στην ανάληψη μετρητών που διενήργησε η εταιρία συμβούλων Alvarez & Marsal Ελλάς (A&M), σε συνεργασία με την Kantar TNS οι Έλληνες πολίτες θα είναι «δέσμιοι» των capital controls εκτιμούν ότι θα είναι για δύο ακόμα χρόνια.
Το δείγμα της έρευνας περιλαμβάνει το ευρύ κοινό, εύπορους καταναλωτές, μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και μεγάλες επιχειρήσεις και θεσμικούς φορείς.
Κύμα φυγής των καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες σε περίπτωση άρσης των κεφαλαιακών ελέγχων προβλέπει το 38% των ερωτηθέντων, είτε σε μορφή μετρητών (14%) είτε μέσω ηλεκτρονικών μεταφορών στο εξωτερικό (24%). Ωστόσο, το 79% δήλωσε ότι δεν θα προχωρούσε σε αντίστοιχη ενέργεια.
Τραπεζική πίστη
Μάλιστα, όπως επεσήμαναν οι ερωτώμενοι, η οικονομική ανάπτυξη και η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι οι δύο βασικότεροι λόγοι που θα τους έπειθαν να επανακαταθέσουν τα χρήματά τους στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Σχετικά με την εμπιστοσύνη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα της χώρας, η έρευνα δεν μπορεί να εξαγάγει κάποιο ασφαλές συμπέρασμα. Από τη μία, περίπου το 1/3 του κοινού (36%) και σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις (48%) απάντησαν ότι δεν εμπιστεύονται τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Από την άλλη, κάποιες άλλες απαντήσεις υποδηλώνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα. Για παράδειγμα, από το ίδιο ποσοστό των ερωτηθέντων από το ευρύ κοινό που εξέφρασαν έλλειψη εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, το 41% δήλωσε ότι θα προτιμούσε να έχει 10.000 ευρώ σε τραπεζικό λογαριασμό στην Ελλάδα.
Κραδασμοί
Σύμφωνα με την έρευνα της ΤτΕ, τα capital controls φαίνεται να είχαν μεγαλύτερη επίπτωση στις μικρότερες επιχειρήσεις, καθώς τα επενδυτικά σχέδιά τους έχουν επηρεαστεί πιο έντονα, κυρίως εξαιτίας της υπάρχουσας αβεβαιότητας.
59% του κοινού και 53% των επιχειρήσεων βλέπει περιορισμούς για τα επόμενα δύο χρόνια
Αντίθετα, τα επενδυτικά πλάνα των μεγάλων εταιριών ναι μεν επηρεάστηκαν από τους περιορισμούς, αλλά ως επί το πλείστον έχουν αρχίσει να δρομολογούνται εκ νέου.
Την ίδια ώρα, οι επιχειρήσεις εμφανίζονται σε σημαντικό ποσοστό απαισιόδοξες για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Το 28% των επιχειρήσεων εκτιμά ότι οι συνθήκες στην ελληνική οικονομία θα επιδεινωθούν σημαντικά τους επόμενους 12 μήνες, ενώ την ίδια άποψη εξέφρασε και το 25% του κοινού. Ωστόσο, το αντίστοιχο ποσοστό για τους εύπορους καταναλωτές ήταν σχεδόν το μισό, δηλαδή μόλις 12%.
Χαλάρωση περιορισμών
Σε ό,τι αφορά στη χαλάρωση των περιορισμών, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων εκτιμά ότι οι περιορισμοί δεν θα καταργηθούν προτού παρέλθουν δύο χρόνια.
Σύμφωνα με τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους θεσμικούς φορείς, η προοδευτική χαλάρωση και εν τέλει η άρση των περιορισμών θα στείλει ένα ηχηρό μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία επιστρέφει στην κανονικότητα.
Ωστόσο, οι συμμετέχοντες στις συνεντεύξεις των μεγάλων επιχειρήσεων και θεσμικών φορέων αναγνωρίζουν ότι πρέπει πρώτα να επιτευχθούν κάποια άλλα ορόσημα, μεταξύ των οποίων η βελτίωση της εμπιστοσύνης στην οικονομία, στο πολιτικό σύστημα και στον τραπεζικό τομέα, η υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής, η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η οικονομική ανάπτυξη.
Το 38% των ερωτηθέντων βλέπει κύμα φυγής καταθέσεων σε περίπτωση άρσης των περιορισμών
Ενα άλλο συμπέρασμα που εξάγεται από την έρευνα είναι ότι το ευρύ κοινό είναι μάλλον ανεπαρκώς ενημερωμένο σε σχέση με τους ισχύοντες περιορισμούς σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις -κυρίως μεγάλες- που εμφανίζονται περισσότερο ενημερωμένες.
Επιδράσεις
Στο μεταξύ, επηρεασμένοι από τα capital controls δηλώνουν οι ερωτηθέντες από το ευρύ κοινό σημειώνοντας ότι συχνά εξαντλούν τα όρια ανάληψης μετρητών, ενώ προσθέτουν ότι έχουν μειώσει και τη χρήση μετρητών.
Στις αρνητικές επιδράσεις των περιορισμών, οι οποίες είναι εμφανείς σε διάφορες πτυχές της δραστηριότητάς τους, όπως έγκαιρη είσπραξη από τους πελάτες, όροι πληρωμής των προμηθευτών και ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών, εστίασαν οι επιχειρήσεις – ως επί το πλείστον οι εισαγωγικές. Τέλος, υπογράμμισαν την αυξανόμενη χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών αντί των μετρητών, γεγονός που αποτυπώνεται στην ταχεία αύξηση της χρήσης ηλεκτρονικών πληρωμών και υπηρεσιών ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) και της εγκατάστασης τερματικών αποδοχής καρτών (POS).