Στο κείμενο έκτασης 104 σελίδων επισημαίνονται όλα τα σημεία στα οποία υπάρχει πρόοδος από ελληνικής πλευράς αλλά όλα τα σημεία στα οποία υπάρχουν καθυστερήσεις.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολύ μεγάλες προκλήσεις λόγω του εξαιρετικά υψηλού επιπέδου των κόκκινων δανείων. Οι τράπεζες πέτυχαν τους στόχους τους όσον αφορά στη μείωση αλλά και προκλήσεις στο συγκεκριμένο μέτωπο αναμένεται να είναι πολύ μεγάλες. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί αυξήθηκαν σε αριθμό αλλά πολλοί είτε αποτυγχάνουν είτε ολοκληρώνονται μόνο επειδή πλειοδοτούν οι τράπεζες.
Η ελληνική κυβέρνηση έστειλε την πρόταση για τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων ωστόσο αναφέρεται ότι πολλά θέματα παραμένουν ανοικτά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι το νέο πλαίσιο μπορεί να επηρεάσει την κουλτούρα πληρωμών, ενώ αναφέρεται ότι το εύρος της ρύθμισης χαρακτηρίζεται ως πολύ μεγάλο. Ως αρνητικός παράγοντας επισημαίνεται και το ότι το νέο σύστημα λειτουργεί «συμπληρωματικά» με τον υφιστάμενο νόμο Κατσέλη.
Αυτά αναφέρονται στην έκθεση της Κομισιόν για την μεταμνημονιακή πορεία της Ελλάδας. Στο κείμενο έκτασης 104 σελίδων επισημαίνονται όλα τα σημεία στα οποία υπάρχει πρόοδος από ελληνικής πλευράς αλλά όλα τα σημεία στα οποία υπάρχουν καθυστερήσεις.
Σε ανακοίνωσή του ο αρμόδιος Επίτροπος Μοσκοβισί απευθύνει προς την κυβέρνηση σύσταση να ολοκληρώσει εγκαίρως μέσα στις 12 ημέρες που μεσολαβούν έως την σύνοδο του Eurogroup της 11ης Μαρτίου τις εκκρεμότητες που υπάρχουν. Όπως αναφέρει ο Επίτροπος, «η δεύτερη έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας που δημοσιεύθηκε σήμερα δείχνει σημαντική πρόοδο αλλά και ορισμένους τομείς στους οποίους απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες και παροτρύνω τις (Ελληνικές) αρχές να τις ολοκληρώσουν εγκαίρως, έως την επόμενη σύνοδο του Eurogroup».
Για το θέμα του κατώτατου μισθού, αναφέρεται ότι μπορεί να υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις μακροπρόθεσμα αλλά βραχυπρόθεσμα μπορεί να υπάρξουν και θετικά σημάδια στον προϋπολογισμό. Παρ’ όλα αυτά το ποσοστό του 11% χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα υψηλό και πολύ πάνω από το όριο της παραγωγικότητας. Επιφυλάξεις εγείρονται και για τις προσλήψεις στο δημόσιο όπως επίσης και για την συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιμένει ότι η Ελλάδα θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2% για το 2018 και με ρυθμό 2,2% για το 2019 και 2,3% για το 2020 αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την έκθεση οι πιθανότητες ο ρυθμός ανάπτυξης να είναι χαμηλότερος του αναμενόμενου είναι περισσότερες. Ως αρνητικούς παράγοντες η Κομισιόν θεωρεί το υψηλό απόθεμα των κόκκινων δανείων αλλά και την απώλεια ανταγωνιστικότητας που μπορεί να επιφέρει η αύξηση των μισθών. Επίσης, εκτιμάται ότι η επιβράδυνση στις χώρες της ΕΕ μπορεί να επιβαρύνει την προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει και για το 2018 τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος κάτι που θα συμβεί για 4η διαδοχική χρονιά. Το πρωτογενές πλεόνασμα θα ξεπεράσει το 3,7% κάτι όμως που προέρχεται κυρίως από την μείωση των δημοσίων επενδύσεων (πρόγραμμα ΠΔΕ) κάτι που είναι «ανεπιθύμητο γιατί συγκρατεί τις προοπτικές ανάκαμψης».
Για τον κατώτατο μισθό αναφέρεται ότι εγείρονται ανησυχίες όσον αφορά στις ευρύτερες επιπτώσεις για την πορεία της οικονομίας. Ωστόσο για το 2019 αναφέρεται ότι μπορεί να υπάρξουν θετικές βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις για τον φετινό προϋπολογισμό.
Το κόστος από την παράταση των χαμηλών συντελεστών ΦΠΑ στα πέντε νησιά του Αιγαίου, υπολογίζεται στα 50 εκατ. ευρώ. Επίσης, επισημαίνονται κίνδυνοι αύξησης του κόστους μισθοδοσίας στο δημόσιο λόγω «μαζικών προσλήψεων που πρέπει να γνωστοποιηθούν».
Στην έκθεση αναφέρεται ότι η «η κυβέρνηση ενημέρωσε τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς ότι δεν προτίθενται στο κοντινό μέλλον να προχωρήσουν σε επανεξέταση του πλαισίου για τα χρέη προς την εφορία και προς τα ασφαλιστικά ταμεία και ότι προτίθενται να κάνουν περαιτέρω τεχνική ανάλυση. «Πρέπει να διασφαλιστεί η κουλτούρα πληρωμών που αποτελεί και βασική μεταρρύθμιση που προωθήθηκε κατά τη διάρκεια των μνημονιακών προγραμμάτων».
Στην έκθεση αναφέρεται ότι η Ελλάδα έχασε τον στόχο του να μηδενίσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τους ιδιώτες οι οποίες στο τέλος Δεκεμβρίου έφταναν στα 1,4 δις. ευρώ. Ωστόσο, αναφέρεται ότι οι ενέργειες για να προχωρήσει η διαδικασία εκκαθάρισης έχουν δρομολογηθεί.
Αναφορά γίνεται και στο ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η αποεπένδυση από τις λιγνιτικές μονάδες και οι συζητήσεις
«Καμπανάκι» και από Ντομπρόβσκις για την πρώτη κατοικία
Καμπανάκι για τη θέμα της ρύθμισης που αφορά την πρώτη κατοικία έστειλε και ο Βάλντις Ντρομπρόβσκις, αντιπρόεδρος της Κομισιόν: «Η πρόταση των ελληνικών αρχών για ένα νέο σύστημα προστασίας της α΄ κατοικίας εγείρει ανησυχίες. Συμμεριζόμαστε πλήρως τον στόχο των ελληνικών αρχών να προστατεύσουν τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Ωστόσο, επί του παρόντος, η νομοθετική πρόταση έχει μεγάλο αριθμό σχεδιαστικών και τεχνικών λεπτομερειών που πρέπει να διευθετηθούν ώστε να διασφαλιστεί ότι το σύστημα είναι πραγματικά προσωρινό, σωστά στοχοθετημένο, μπορεί να λειτουργήσει στο εγγύς μέλλον και να βελτιώσει την καλλιέργεια πληρωμών στην Ελλάδα με δεν προστατεύει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές», ανέφερε σε δηλώσεις του.
Τι αναφέρει η δεύτερη έκθεση που αφορά τις υπερβολικές ανισορροπίες
Στη διαπίστωση ότι, παρά την πρόοδο που έχει σημειώσει η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν ακόμα «υπερβολικές ανισορροπίες», όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, η ανεργία και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, καταλήγει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Εξαμήνου, το οποίο εξετάζει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Σύμφωνα με τη φετινή έκθεση, στην οποία εμφανίζεται πρώτη φορά η Ελλάδα μετά την έξοδο από το Μνημόνιο, τρεις χώρες αντιμετωπίζουν «υπερβολικές ανισορροπίες» (Ελλάδα, Κύπρος και Ιταλία) και δέκα χώρες αντιμετωπίζουν «ανισορροπίες» (Βουλγαρία, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Κροατία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ρουμανία και Σουηδία).
Όπως σημειώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «η Ελλάδα, η οποία έχει ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο μετά την έξοδο από το πρόγραμμα στήριξης, έχει διαπιστωθεί ότι αντιμετωπίζει υπερβολικές ανισορροπίες». Σύμφωνα με την έκθεση, τα προηγούμενα χρόνια σημειώθηκαν «σημαντικές βελτιώσεις» που αφορούν «την ανταγωνιστικότητα του κόστους, οι οποίες, όμως, πάγωσαν πρόσφατα λόγω της υποτονικής αύξησης της παραγωγικότητας».
«Ενώ το ύψος του δημόσιου χρέους παραμένει υψηλό, κατέχεται κυρίως από τους επίσημους πιστωτές και οι ανάγκες χρηματοδότησης θα είναι σχετικά χαμηλές για τουλάχιστον μια δεκαετία», αναφέρει η έκθεση, ενώ υπογραμμίζεται πως «ο ρυθμός μείωσης του χρέους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνέχιση της επίτευξης των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων και από την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για τη δημιουργία βιώσιμης προοπτικής ανάπτυξης».
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι «υπερβολικές ανισορροπίες» της Ελλάδας «συνδέονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, την αρνητική εξωτερική θέση, το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ένα πλαίσιο υψηλής, αν και μειούμενης, ανεργίας και χαμηλής προοπτικής ανάπτυξης».
Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι «η Ελλάδα κατάφερε να βγει με επιτυχία από το πρόγραμμα στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας τον Αύγουστο του 2018, αφού προχώρησε σε σημαντικές βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια», ωστόσο, «εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες ανισορροπίες, συμπεριλαμβανομένης μιας εξαιρετικά αρνητικής διεθνούς θέσης στον τομέα των καθαρών επενδύσεων η οποία εξακολουθεί να επιδεινώνεται εν μέσω μέτριας αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που παραμένει αρνητικό».
Σε ό,τι αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, σημειώνεται πως είναι «ευάλωτος λόγω ενός πολύ μεγάλου αριθμού μη εξυπηρετούμενων δανείων και χαμηλής κερδοφορίας, παρεμποδίζοντας την πιστωτική επέκταση και την ανάκαμψη των επενδύσεων», ενώ προσθέτει πως «το ιδιωτικό χρέος μειώνεται και η ενεργός απομόχλευση συνεχίζεται».
Τέλος, η έκθεση της Επιτροπής επισημαίνει πως «πολλά μέτρα λήφθηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων χρηματοοικονομικής βοήθειας για την αντιμετώπιση πολλών από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας» και καταλήγει αναφέροντας πως «εκτός από τη σταθεροποίηση των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων και των προσπαθειών προσαρμογής, οι αρχές δεσμεύτηκαν να εξασφαλίσουν τη συνέχεια και την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες παρακολουθούνται στο πλαίσιο της ενισχυμένης επιτήρησης».