Στην πρώτη παγκόσμια κρίση δημόσιας υγείας το κάθε κράτος – μέλος έκανε…του κεφαλιού του – Απροσμέτρητες οι συνέπειες των εθνικών lockdown…
Μέσα στις δραματικές στιγμές που ζει ο πλανήτης υπάρχουν και κάποιοι που χαμογελούν πικρά κουνώντας με νόημα το κεφάλι.
Οι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης, κυρίως όμως οι ευρωσκεπτικιστές, νοιώθουν πλέον δικαιωμένοι από τα γεγονότα.
Το ευρωγερμανικό διευθυντήριο πιάστηκε ανέτοιμο για να αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη κρίση δημόσιας υγείας επιβάλλοντας κοινούς κανόνες προσαρμογής.
Γιατί η πανδημία αντιμετωπίζεται σε κάθε κράτος ως εθνική απειλή.
Κι εκεί σταματά να έχει λόγο η χρυσοπληρωμένη νομενκλατούρα των Βρυξελλών.
Η εκδίκηση του έθνους-κράτους
Η κάθε χώρα κάνει αυτό που νομίζει καλύτερο για τους πολίτες της και οι εθνικές κυβερνήσεις δεν ζητούν την άδεια από την Καγκελαρία για να κλείσουν επιχειρήσεις και μαγαζιά όπως κάνουν σε όλες τους τις άλλες αποφάσεις που έχουν σχέση με την οικονομία.
Το Βερολίνο έφτασε πολύ κοντά στο να ελέγχει τις ζωές των Ευρωπαίων, ακόμη και σε τομείς διαχείρισης οικογενειακού προυπολογισμού.
Αλλά όταν το ζήτημα έχει να κάνει με άμεσο κίνδυνο για την ανθρώπινη ζωή τα πράγματα αλλάζουν.
Γιατί και η πιο εξαρτημένη κυβέρνηση κράτους-μέλους γνωρίζει ότι δεν θα σταθεί ούτε δευτερόλεπτο στα πόδια της αν δεν προτάξει το συμφέρον του λαού που την εξέλεξε μπροστά από τον δημοσιονομικό «καθωσπρεπισμό».
Και η ίδια η Γερμανία κατάλαβε ότι πρέπει να χαλαρώσει τα λουριά.
Ακόμη και να ρίξει χρήμα από το ελικόπτερο.
Αφού πρώτα έχει εξασφαλίσει το δικό της πρόγραμμα στήριξης που φαίνεται σε μέγεθος εφάμιλλο με εκείνο για ολόκληρη την Ευρωπαική Ενωση!
Κάποιοι πιστεύουν όμως ότι είναι ήδη αργά.
Τα επιμέρους lockdown εθνικών κρατών δημιουργούν αλυσιδωτές παρενέργειες με απροσμέτρητες(κατά κυριολεξία) συνέπειες για τις οποίες δεν υπάρχει μηχανισμός ανάσχεσης.
Είναι πολύ πιθανό η Ευρώπη να θεραπευθεί τελικά από τον κορωνοιό και η οικονομία αρκετών κρατών να τα έχει…τινάξει.
Ακριβώς επειδή οι ανισότητες μεταξύ του ευρωπαικού Βορρά και του Μεσογειακού Νότου είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν εναρμόνιση πολιτικής όταν…ο χάρος βγαίνει παγανιά με την μορφή μιας επιδημίας.
Διαφορετικές οικονομικές δυνατότητες, διαφορετικά συστήματα δημόσιας υγείας, διαφορετικές νοοτροπίες λαών, διαφορετικός βαθμός πειθαρχίας σε κρατικές εντολές, ακόμη και διαφορετικοί αξιακοί κώδικες.
Αυτά συνθέτουν την Ευρώπη του σήμερα που κάποιοι νόμισαν ότι θα μετατρέψουν σε γερμανικό κοινωνικο-οικονομικό χυλό.
Έλλειψη αξιόπιστου στατιστικού μοντέλου
Το βασικό πρόβλημα που δημιουργεί χάος και σύγχυση είναι η έλλειψη κοινής προσλαμβάνουσας παράστασης στις ευρωπαικές κυβερνήσεις για το μέγεθος της απειλής, τον χρονικό της ορίζοντα και συνακόλουθα το οικονομικό και κοινωνικό κόστος μιας έγκαιρης αναχαίτισης της.
Προσοχή: Δεν μιλάμε για εξάλειψη, αλλά απλά για περιορισμό εξάπλωσης και συνεπειών μέχρι τα εθνικά συστήματα υγείας να θωρακιστούν για μια αντιμετώπιση «σε διαχειρίσιμες δόσεις».
Κανείς δεν ανησυχεί για το ποσοστό θνησιμότητας που ούτως ή άλλως υπερεκτιμάται αφού υπολογίζεται μόνο βάσει καταγεγραμμένων κρουσμάτων.
Ο Διεθνής Οργανισμός Υγείας το προσδιορίζει στο 3.4%, αλλά όπως επισημαίνει ο ομογενής καθηγητής John Ιωαννίδης του Stanford, ο αριθμός μπορεί να είναι εξόχως παραπλανητικός γιατί δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε τον πραγματικό αριθμό νοσούντων.
Τα κρούσματα μπορεί να είναι από τρείς έως…τριακόσιες φορές περισσότερα από αυτά που επίσημα καταγράφονται.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο Ιωαννίδης(statnews.com: “In the coronovirus pandemic we are making decisions without reliable data”) που θεωρείται διεθνής αυθεντία στην επιδημιολογική στατιστική, διερωτάται αν μιλάμε για την «πανδημία του αιώνα» ή για το…«μεγάλο φιάσκο του αιώνα».
Που υποχρεώνει κυβερνήσεις να παίρνουν υπερβολικά και πρωτοφανή μέτρα όπως το lock down με ανυπολόγιστες συνέπειες, ίσως και πιο καταστροφικές για ανθρώπινες ζωές, από την επιδημία του Covid-19.
O Iωαννίδης αμφισβητεί όλα τα μέχρι τώρα στοιχεία γιατί θεωρεί ότι οι μετρήσεις, ακόμη και σε κράτη με πλήρεις υποδομές, είναι ελλιπείς και αποσπασματικές χωρίς να αντικατοπτρίζουν τον πραγματικό αριθμό των κρουσμάτων.
Οι περισσότεροι φορείς που έχουν εντοπιστεί ήδη νόσησαν και μάλιστα με σοβαρά συμπτώματα που υποχρέωσε ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς(περίπου 15%)να αναζητήσουν φροντίδα σε νοσοκομειακή μονάδα.
Πιθανόν όμως να υπάρχουν πολλοί περισσότεροι που δεν καταγράφηκαν επειδή η κατάσταση της υγείας τους δεν ενέπνευσε μεγαλύτερη ανησυχία από αυτήν ενός απλού κρυολογήματος.
Η μοναδική αξιόπιστη στατιστική μελέτη, εξηγεί ο Ιωαννίδης θα μπορούσε να βασιστεί στην περίπτωση του Diamond Princess, του γνωστού κρουαζιερόπλοιου που τέθηκε σε καραντίνα λόγω εμφάνισης κρουσμάτων μεταξύ των επιβατών του.
Μόνον επτά θάνατοι σημειώθηκαν από τους 700 καταγεγραμμένους ασθενείς, αλλά ο μέσος όρος ηλικίας ήταν υψηλός, οι περισσότεροι από τους προσβληθέντες ήταν ηλικιωμένοι. Αν επιχειρούσαμε μια στατιστική προβολή αυτού του καταγεγραμμένου μοντέλου στην ηλικιακή καμπύλη του σημερινού πληθυσμού των ΗΠΑ, εξηγεί ο Ιωαννίδης, ο δείκτης θνησιμότητας θα ήταν στο 0.125%, δηλαδή μικρότερος από αυτόν της κοινής γρίπης!
Δύο διαφορετικές στρατηγικές: Μετριασμός vs Kαταστολή
Στον αντίποδα ένας άλλος διακεκριμένος, ελληνικής καταγωγής καθηγητής, ο 58χρονος Nick Christakis του Yale που θεωρείται «γκουρού» σε θέματα ιατρικής κοινωνιολογίας εξηγεί ότι αν παίρναμε μία υπόθεση εργασίας σύμφωνα με την οποία 100 χιλιάδες Αμερικανοί πρόκειται να πεθάνουν από τον κορωνοιό σε διάρκεια ενός έτους, είναι τελείως διαφορετική περίπτωση αν αυτό συμβεί μονομιάς σε σχέση με το αν θα συμβεί σε βάθος χρόνου.
Ο Christakis που τάσσεται υπέρ των αυστηρών μέτρων κοινωνικής απομόνωσης ως προς τις φυσικές επαφές προσώπων είναι βασικά οπαδός της στρατηγικής «άμεσης καταστολής» της εξάπλωσης που υιοθετούν οι περισσοτερες ευρωπαικές κυβερνήσεις μεταξύ των οποίων και η ελληνική.
Η σχολή της «καταστολής» που εφαρμόστηκε και στην Κίνα, αποσκοπεί ουσιαστικά, όχι στον μηδενισμό της μετάδοσης και την πλήρη εξάλειψη της πανδημίας, αλλά στο να κερδίσουν χρόνο οι κυβερνήσεις, προκειμένου να θωρακιστούν καλύτερα τα εθνικά συστήματα υγείας:
Π.χ. να βρεθεί ένα αποτελεσματικό αντιικό κοκτέηλ θεραπείας και πιθανότατα σε κάποιους μήνες κάποιο εμβόλιο.
Στον αντίποδα υπάρχουν και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι μέχρι να συμβεί αυτό θα έχουν καταστραφεί οι εθνικές οικονομίες με συνέπειες πολύ μεγαλύτερες ακόμη και από τον άμεσο θάνατο κάποιων εκατομμυρίων ανθρώπων ανά την υφήλιο.
Προτείνουν λοιπόν την λεγόμενη στρατηγική της «άμβλυνσης» ή «μετριασμού»(mitigation), η οποία εισηγείται περιορισμό κυκλοφορίας μόνο στους ηλικιωμένους και τις ευπαθείς ομάδες με στόχο η οικονομική ζωή στα κράτη να εξελίσσεται απρόσκοπτα.
Η σχολή της «άμβλυνσης» παραδέχεται ότι τα εθνικά συστήματα υγείας θα «κρασάρουν» με αποτέλεσμα την κάθετη αύξηση θανάτων και από άλλες αιτίες, καθώς επείγοντα περιστατικά δεν θα μπορούν να εξυπηρετηθούν στις ΜΕΘ που θα έχουν «φρακάρει» από τα κρούσματα κορωνοιού.
Υποστηρίζουν όμως ότι μεσοπρόθεσμα οι προσβεβλημένοι πληθυσμοί θα αναπτύξουν την λεγόμενη «ανοσία της αγέλης» που στο τέλος θα εξασφαλίσει την προστασία από τον ιό.
Η θεωρία αυτή, που πρώτος επιχείρησε να εφαρμόσει ο Μπόρις Τζόνσον, ακούγεται εξαιρετικά κυνική, αλλά οι οπαδοί της, όπως ο Ιωαννίδης και o sir Patrick Vallance κορυφαίος καθηγητής φαρμακολογίας και ανώτατος επιστημονικός σύμβουλος της βρετανικής κυβέρνησης υποστηρίζουν ότι το αλγεβρικό άθροισμα αυτής της «μετριασμένης έκθεσης» στον ιό θα αποδειχθεί εν τέλει θετικό και πάντως πολύ πιο θετικό από τα συνεχή lockdown και την διάλυση της βρετανικής οικονομίας (χωρίς τελικά να έχει ελεγχθεί ο ιός).
Τα μπρός-πίσω του Μπόρις Τζόνσον
Ο Τζόνσον αναγκάστηκε να κάνει πίσω όταν, με βάση το μοντέλο που εισηγήθηκε ο Vallance διέρρευσαν επιστημονικές προβλέψεις που μιλούσαν για 500 χιλιάδες νεκρούς σε διάστημα λίγων μηνών, αλλά και έπειτα από την μελέτη του Imperial College που κατέδειξε ότι χωρίς μέτρα περιορισμού των κοινωνικών συναναστροφών/συναθροίσεων, το βρετανικό σύστημα υγείας θα καταρρεύσει, καθώς υπολείπεται σημαντικά σε αριθμό κλινών ΜΕΘ σε σχέση με άλλες ευρωπαικές χώρες.
Σε αντίθεση όμως με τον Τζόνσον που υπαναχώρησε, την σχολή του «μετριασμού» που θα οδηγήσει στην «ανοσία της αγέλης» εφαρμόζουν, μέχρι στιγμής με σχετική επιτυχία, χώρες με εξαιρετικά προηγμένα συστήματα υγείας όπως η Σουηδία και η Ολλανδία.
Τα επιβεβαιωμένα κρούσματα εκεί ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες, (σύντομα και σε αρκετές χιλιάδες), αλλά οι θάνατοι είναι εξαιρετικά περιορισμένοι, λόγω των διευρυμένων δυνατοτήτων περίθαλψης ασθενών σε βεβαρημένη κατάσταση.
Όμως το φαινόμενο βρίσκεται σε εξέλιξη και δεν είναι σαφές πόσο μπορούν να αντέξουν ακόμη και αυτά τα υπερανεπτυγμένα συστήματα υγείας.
Οι ερευνητές του Imperial College που ταρακούνησαν τον Τζόνσον υποστηρίζουν ότι ο στόχος της «ανοσίας της αγέλης», επιτυγχάνεται μόνο με μαζικό εμβολιασμό. Και σε κάθε περίπτωση υπόκειται σε μία εντελώς αυθαίρετη παραδοχή.
Ότι στο διάστημα μέχρι την απόκτηση της ανοσίας ο ιός δεν θα έχει μεταλλαχθεί.
Πράγμα μάλλον απίθανο αφού ήδη έχει μεταλλαχθεί μέχρι σήμερα.
Θεωρητικά η σχολή της καταστολής μπορεί να φαντάζει λιγότερο επώδυνη σε πολιτικό κόστος για τις κυβερνήσεις, αφού εξασφαλίζει, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, ομαλότερη διαχείριση των κρουσμάτων από τα εθνικά συστήματα υγείας και σημαντική πίστωση χρόνου.
Αυτό όμως συμβαίνει όταν πραγματικά γνωρίζουμε ή μπορούμε αξιόπιστα να υπολογίσουμε πόσα είναι τα κρούσματα σε μία χώρα με στόχο την πλήρη ιχνηλάτηση των καταγεγραμμένων και την επιβολή καραντίνας σε υποψήφιους μολυσματικούς φορείς.
Τα αξιόπιστα στατιστικά μοντέλα είναι δυνατόν να προκύψουν μόνο σε κράτη που κάνουν πολλά τεστ και διαθέτουν τα κατάλληλα αντιδραστήρια.
Διερευνούν δηλαδή όχι μόνο τα ύποπτα κρούσματα, αλλά και δειγματοληπτικά όλες τις ηλικίες, κοινωνικά στρώματα και γεωγραφικές περιοχές της χώρας .
Φαίνεται ότι αυτό στην Ελλάδα δεν μπορεί να συμβεί παρά το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι επιστήμονες ζητούν πολλαπλασιασμό των τεστ.
Ο Σωτήρης Τσιόδρας πορεύεται συνετά με τα περιορισμένα μέσα που διαθέτει και εφαρμόζει την στρατηγική της καταστολής με σταδιακά όλο και πιο αυστηρά μέτρα κοινωνικής απομόνωσης.
Το αδύνατο σημείο είναι ότι χωρίς μαζικούς ελέγχους δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε την τάξη μεγέθους στα μη επιβεβαιωμένα κρούσματα.
Αν δηλαδή μιλάμε για δεκάδες χιλιάδες ή και περισσότερο…, καθώς όπως λέει ο Ιωαννίδης για ένα καταγεγραμμένο κρούσμα μπορεί να υπάρχουν από τρία έως…τρακόσια που δεν καταγράφονται.
Και στο τέλος κερδίζει η Γερμανία;…
Κάπου στην μέση των δύο στρατηγικών κινείται σήμερα η Γερμανία.
Αποφεύγει προς το παρόν να υιοθετήσει ακραία μέτρα που θα γονάτιζαν την παραγωγική της δυνατότητα και δεν έχει κατεβάσει μονομιάς τους διακόπτες στην βιομηχανία.
Την ίδια ώρα θωρακίζεται για την επόμενη μέρα, ψάχνοντας εμβόλιο, προμηθευόμενη τεράστιες ποσότητες από φαρμακευτικές ουσίες που φαίνεται να συμβάλουν στην καταπολέμηση του κορωνοϊού (χλωροκίνη) και φυσικά προετοιμάζοντας πακέτα στήριξης για την γερμανική οικονομία που φτάνουν το σύνολο της ευρωπαϊκής!
Με 25 χιλιάδες κλίνες ΜΕΘ και τις δύο μεγαλύτερες εταιρείες κατασκευής νοσοκομειακών αναπνευστήρων στον κόσμο, η Γερμανία φαίνεται και πάλι σε θέση ισχύος.
Τα κρούσματα είναι πολλά, αλλά οι θάνατοι εντυπωσιακά λίγοι φτάνοντας στους χαμηλότερους δείκτες που έχουν καταγραφεί για την συγκεκριμένη νόσο.
Επί της ουσίας η Γερμανία είναι η μόνη χώρα που θα μπορούσε να διακινδυνεύσει την τακτική του «μετριασμού» για να μην καταστραφεί η οικονομία της και την επόμενη μέρα να εκμεταλλευτεί τις νέες ευκαιρίες που θα προκύψουν ώστε να εδραιώσει την ηγεμονία της στην Ευρώπη.
Αν το σκέπτεται έτσι πάντως διαπράττει ένα σοβαρό λάθος. Γιατί όταν βγούμε από αυτήν την περιπέτεια τίποτα δεν θα είναι στην Ευρώπη όπως πριν.
Το κάθε κράτος θα έχει βιώσει την τραυματική εμπειρία με τον δικό του τρόπο. Και φυσικά θα έχει καταρρεύσει ο μύθος μιας «ευρωπαϊκής ασπίδας προστασίας».
Οι Ιταλοί δεν θα συγχωρήσουν ποτέ την ιδιοτέλεια της Γερμανίας κι ας τραγουδούν το Bella Ciao κάποιοι Γερμανοί στα μπαλκόνια.
Οι Σκανδιναβικές χώρες θα κάνουν τον απολογισμό τους για τον δικό τους μοναχικό δρόμο. Η Γαλλία πιθανότατα θα έχει τραυματιστεί βαριά. Και η δημοσιονομική πειθαρχία θα έχει ντε φάκτο καταρρεύσει καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη επαναφορά της.
Τα κράτη θα έχουν αντιληφθεί ότι σε ειδικές και ακραίες συνθήκες (π.χ. μεταναστευτικό) λειτουργούν μόνα τους. Κι αφήνονται να κολυμπήσουν στα βαθιά δίχως ευρωπαικό σωσίβιο.
Η Γερμανία λοιπόν μπορεί να αντέξει και σε αυτή την κρίση, αλλά η Ευρώπη που ονειρευόταν δεν θα υπάρχει πιά…