Η νέα στρατηγική ελέγχου για τον κορωνοϊό αλλά και ο τρόπος καταγραφής των θανάτων στη χώρα μας αναδείχθηκαν χθες κατά την καθιερωμένη ενημέρωση του εκπροσώπου του υπουργείου Υγείας για τον κορωνοϊό, κ. Σωτήρη Τσιόδρα. Ο ειδικός με αφορμή «κάποια φιλολογία» όπως ανέφερε για τους θανάτους κάλεσε για μια ακόμη φορά τους Έλληνες να δείξουν εμπιστοσύνη στα επιστημονικά δεδομένα και «όχι σε κάποιες διαισθητικές προσεγγίσεις».
Η «φιλολογία» για τους θανάτους που πυροδότησε την ανάγκη του καθηγητή για διευκρινίσεις σχετίζεται με φήμες για υποκαταγραφή θανατηφόρων κρουσμάτων. Ο κ. Τσιόδρας ξεκαθάρισε ότι η καταγραφή των θανάτων γινεται με βάση τις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Νόσων (ECDC) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες, κάθε περιστατικό όπου υπάρχει εργαστηριακή επιβεβαίωση της παρουσίας του ιού, θεωρείται περιστατικό της νόσου. «Σε αυτές σαφώς αναφέρεται πως οιοσδήποτε θάνατος με θετική εξέταση PCR, δεν θα πρέπει να αποδίδεται σε άλλη αιτία χωρίς ξεκάθαρη απόδειξη. Έχεις θετική εξέταση PCR; Είσαι κρούσμα» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Τσιόδρας.
«Αυτό είναι το επιστημονικά ορθό» ανέφερε και εξήγησε γιατί: «ο θάνατος είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο και δεν μπορεί να υπάρχει ένας συντελεστής που να λέει τόσο συνέβαλε ο ιός, τόσο η υπόλοιπη κατάσταση του οργανισμού. Φυσικά ένας ιός μπορεί να συνεισφέρει σε άλλο βαθμό στην επέλευση του θανάτου και δεν μπορούμε να διακρίνουμε αν ο ιός συνετέλεσε 1%, 10%, 90% ή παραπάνω».
Μάλιστα, ο κ. Τσιόδρας έδωσε για πρώτη φορά στοιχεία για τα θύματα του κορωνοϊού στη χώρα μας, λέγοντας πως ανεξάρτητα από το σοβαρό χρόνιο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζαν όσοι κατέληξαν, σχεδόν όλοι είχαν την τυπική εικόνα της πνευμονίας και την αναπνευστικής ανεπάρκειας, η οποία είναι χαρακτηριστική των σοβαρών περιπτώσεων της νόσου. Υπενθυμίζεται πως μέχρι και χθες είχαν καταλήξει 147 άνθρωποι.
«Δεν πρόκειται για κάποια επινόηση δική μου, αν ήταν ποτέ δυνατόν! Εμείς, η επιστημονική κοινότητα της χώρας, οι επιστήμονες και οι επιδημιολόγοι του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας και του Υπουργείου Υγείας ακολουθούμε τις ευρωπαϊκές οδηγίες, την επιστημονική πρακτική» κατέληξε αναφορικά με την προέλευση των οδηγιών για την καταγραφή των θανάτων.
Σε ό,τι αφορά την υποδιάγνωση της λοίμωξης που προκαλεί ο κορωνοϊός ο κ. Τσιόδρας επικαλέστηκε το δίκτυο επιτήρησης όλων των θανάτων, το EuroMOMO, και τα στοιχεία που αφορούν τις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Όπως εξήγησε παρατηρούνται σε αυτες τις χώρες μεγάλες αυξήσεις των θανάτων, πολύ υψηλότερες από τους καταγεγραμμένους εργαστηριακά επιβεβαιωμένους θανάτους από το νέο ιό. Άρα, τόνισε ο ειδικός, μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης αποδίδεται στο νέο ιό και στην υποδιάγνωσή του, παρότι δεν έχει επιβεβαιωθεί εργαστηριακά.
Αλλάζει και ο τρόπος διενέργειας των τεστ
Κατά τη δεύτερη φάση της επιδημίας που διανύει τώρα η χώρα καθιερώνεται νέο μοντέλο για τον έλεγχο του πληθυσμού. Σύμφωνα με αυτό, όλοι όσοι έχουν συμπτωματολογία συμβατή με εκείνη που προκαλεί τον Sars-CoV-2 θα αναζητούν ιατρική βοήθεια είτε μέσω του θεράποντος ιατρού τους είτε εφόσον δεν έχουν προσωπικό γιατρό μέσω ΕΟΔΥ που θα τους κατευθύνει στα δημόσια νοσοκομεία για έλεγχο.
Στην προηγούμενη φάση της επιδημίας δεν πραγματοποιούταν έλεγχος σε όλους όσους έφεραν συμπτώματα, εάν αυτά ήταν ελαφρά, αλλά υπήρχε η σύσταση να παραμένουν σπίτι τους.
Υπενθυμίζονται πως τα συμπτώματα του κορωνοϊού είναι τα εξής: Πυρετός, βήχας, δύσπνοια, κρυάδες, έντονο ρίγος, μυαλγίες, κεφαλαλγία, πονόλαιμος, ξαφνική απώλεια γεύσης ή όσφρησης.
Στην περίπτωση που κάποιος βρεθεί θετικός, θα ελέγχονται και οι στενές επαφές. Το προηγούμενο διάστημα οι στενές επαφές ενημερώνονταν για την απομόνωση των 14 ημερών και υποβάλλονταν σε έλεγχο εάν εμφάνιζαν συμπτώματα. Ο ευρύτερος εργαστηριακός έλεγχος σε όσους φέρουν συμπτώματα θα επιτρέψει στους ειδικούς να έχουν όσο το δυνατόν πραγματική εικόνα των κρουσμάτων ώστε να διαχειριστούν την επιδημία.
Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται άλλωστε και ο δειγματοληπτικός έλεγχος μέσω των κινητών ομάδων του ΕΟΔΥ σε στοχευμένες δομές με ευάλωτο πληθυσμό. Το πρώτο 48ωρο πραγματοποιήθηκαν περισσότερα από 1.200 τεστ από τις ομάδες αυτές και όλα αποδείχθηκαν αρνητικά.