Την αντίθεσή του στο άνοιγμα των σχολείων μέσα στον Μάιο, εξέφρασε ο Νίκος Φίλης σε συνέντευξη του
Ο τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισε άφρονα την απόφαση της κυβέρνησης να πάρει το σχετικό ρίσκο για πολύ λίγες μέρες μαθημάτων. Μάλιστα, έκανε λόγο για «πολιτικούς τυχοδιωκτισμούς», καθώς και για κυνικά και αδίστακτα «παιχνίδια στις πλάτες των μαθητών και των καθηγητών».
Ο Νίκος Φίλης κάλεσε την Νίκη Κεραμέως να αποσύρει την τροπολογία για την εξ από αποστάσεως εκπαίδευση, αφού σύμφωνα με την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, «υπάρχει υψηλός κίνδυνος για τα προσωπικά δεδομένα, των παιδιών πρωτίστως, αλλά φυσικά και των εκπαιδευτικών». Είναι ενδεικτικό ότι ο κ. Φίλης κάλεσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη να ανακαλέσει την κ. Κεραμέως στην τάξη έστω και με… βιντεοκλήση.
Ο πρώην υπουργός Παιδείας χαρακτήρισε το πολυνομοσχέδιο της κ. Κεραμέως «μνημείο αντιπαιδαγωγικών ρυθμίσεων και επαναφοράς του ρολογιού της εκπαίδευσης πίσω στο 2012-14».
Ο Νίκος Φίλης είπε ακόμα ότι είναι εφικτή η ανατροπή της δημοσκοπικής εικόνας αν ο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρωθεί στα κοινωνικά ζητήματα και τα εκφράσει πολιτικά. Υποστήριξε ότι το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι κοστολογημένο. Κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «η Ελλάδα είναι ουραγός στις δαπάνες επί του ΑΕΠ για την αντιμετώπιση της κρίσης». Εκτίμησε όμως ότι: «Αν η κρίση διαρκέσει, καμία ευρωπαϊκή χώρα, και ειδικά οι χώρες του Νότου, δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα χωρίς κοινές και συντονισμένες ευρωπαϊκές δράσεις».
Τέλος, έκανε λόγο για τα πολλά πρόσωπα του λαϊκισμού κι έστειλε εσωκομματικό μήνυμα συνεννόησης μεγάλης βαρύτητας: «Χρειαζόμαστε, λοιπόν, όχι ένα κόμμα κλειστό και περιχαρακωμένο, αλλά ένα κόμμα ευρύχωρο και ανοιχτό στην κοινωνία και στους πολίτες με ένα συνεκτικό πολιτικό και προγραμματικό πλαίσιο και μια περιεκτική- γιατί όχι;- «εγκάρδια συνεννόηση», στην κορυφή και στη βάση του κόμματος και της προοδευτικής συμμαχίας που θέλουμε να οικοδομήσουμε».
Αναλυτικά η συνέντευξη του Νικου Φίλη
–Κύριε Φίλη, πώς κρίνετε τη γνωμάτευση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση; Σας κάλυψαν οι διευκρινίσεις που έκανε το υπουργείο Παιδείας μετά τη γνωμάτευση; Ζητάτε επίσης από την κυβέρνηση να μη φέρει το νομοσχέδιο για την παιδεία στη Βουλή. Θα επιμείνετε σε αυτή σας τη θέση;
Πρώτα από όλα, δεν υπάρχει κάποια οριστική γνωμοδότηση. Διάβασα προσεκτικά το δελτίο Τύπου που εξέδωσε η Αρχή μετά τις συναντήσεις της με τις ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών και εκεί επισημαίνεται αυτό που λέμε από την πρώτη στιγμή, ότι δηλαδή υπάρχει υψηλός κίνδυνος για τα προσωπικά δεδομένα, των παιδιών πρωτίστως, αλλά φυσικά και των εκπαιδευτικών. Και ότι για να αξιολογηθεί συνολικά η δυνατότητα μετάδοσης με κάμερα μέσα από την τάξη οφείλουν να προηγηθούν η λεγόμενη «μελέτη αντικτύπου» και η υπουργική απόφαση, την οποία η κα Κεραμέως είχε εξαγγείλει στη βουλή ότι θα εκδιδόταν… προχτές.
Μετά από μια τόσο ηχηρή διάψευση των ισχυρισμών της η κυρία υπουργός, αν δεν λειτουργούσε με τόσο απροσχημάτιστο αυταρχισμό, θα έπαιρνε πίσω τη ρύθμιση, τουλάχιστον, για τη φετινή χρονιά που ολοκληρώνεται σε μόλις ένα μήνα. Δηλαδή, στο minimum διάστημα που απαιτεί η αρμόδια Aρχή για να μελετήσει το παγκόσμιας πρωτοτυπίας εγχείρημα της κυρίας Κεραμέως.
Πολύ περισσότερο όταν η υπουργός βαρύνεται με σωρεία παραβιάσεων του ευρωπαϊκού κανονισμού GDPR, που υπερτερεί του εθνικού δικαίου (άρα και της νομοθετικής της ρύθμισης) και γι` αυτό το λόγο επειχειρεί να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων και ανεπιτυχώς συγκεκριμένες επιλογές της. Ενίοτε, όπως θα διαπιστώσει σύντομα στη Βουλή η κυρία Κεραμέως η καλύτερη άμυνα δεν είναι η επίθεση ούτε η αποφυγή του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Φευ, όμως! Αντί να αναστείλει έστω την απόφασή της, προτίμησε με περίσσιο θράσος, να ανέβει στο βήμα της Βουλής και να επιδοθεί αμετανόητη σε λεονταρισμούς ότι δεν θα κάνει πίσω και άλλες γραφικότητες. Δηλαδή, τι ακριβώς εννοεί; Μήπως, ότι χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Αρχής επί μελέτης αντικτύπου, θα υποχρεώσει παρανόμως εκπαιδευτικούς και μαθητές να εκτεθούν σε κοινή θέα στη σχολική αίθουσα;
Λυπάμαι, αλλά, αν μέσα στον πανικό και στην αποδόμησή της, όχι μόνο ως υπουργός αλλά και ως νομικός, η κυρία Κεραμέως, εννοεί κάτι τέτοιο και πυροδοτήσει έτσι αχρείαστες εντάσεις και αντιπαραθέσεις στα σχολεία, τότε, ο πρωθυπουργός πρέπει να παρέμβει και να την ανακαλέσει στην τάξη. Μέσω βιντεοκλήσης, έστω!
Τίποτα, βέβαια, από αυτά δεν θα είχε συμβεί αν μας άκουγαν και δεν άνοιγαν για ελάχιστο χρονικό διάστημα τα σχολεία. Ενός κακού μύρια έπονται. Τι θα έπρεπε να γίνει ρωτούν καλοπροαίρετα ορισμένοι. Απαντώ: Να συνεχιζόταν η εξ αποστάσεως διδασκαλία. Αυτή που με πολύ κόπο και χωρίς καμιά ουσιαστική παιδαγωγική βοήθεια από το υπουργείο και το ΙΕΠ δημιούργησαν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, χρησιμοποιώντας, κι αυτό αξίζει να ειπωθεί, τον ατομικό τους οικιακό εξοπλισμό και παράγοντας έναν τεράστιο όγκο εκπαιδευτικού υλικού. Τώρα, με όλους τους καθηγητές να υπηρετούν το ωράριό τους στα Γυμνάσια και στα Λύκεια, μετά την άφρονα απόφαση να ανοίξουν τα σχολεία, δυσκολεύει προφανώς, η παροχή τηλεκπαίδευσης, στα παιδιά που θα απουσιάσουν. Και έτσι εκβιαστικά η υπουργός πάει να ενώσει δύο ξεχωριστές και μη επιδεχόμενες σύμπτυξης εκπαιδευτικές διαδικασίες, σε μία, με τη live αναμετάδοση του μαθήματος που δεν εφαρμόζει κανένα άλλο εκπαιδευτικό σύστημα στον κόσμο. Ακόμη και εκεί που η πανδημία έχει προκαλέσει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα. Για το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας- ακόμα και για τις συνδικαλιστικές παρατάξεις της ΝΔ στο χώρο- οι κάμερες στα σχολεία είναι «κόκκινη γραμμή». Η ρύθμιση της κυρίας Κεραμέως πιστεύω ότι στην πράξη έχει τελειώσει. Σίγουρα δεν πρόκειται να εφαρμοστεί τη φετινή χρονιά.
Πέρα από το περιεχόμενο της ρύθμισης, είναι και το πώς προσεγγίζει κανείς τόσο σοβαρά θέματα. Όταν νομοθετεί στο πόδι, όπως έκανε η υπουργός, αιφνιδιαστικά, χωρίς την ελάχιστη διαβούλευση, χωρίς διάλογο, με μια τροπολογία σε νομοσχέδιο του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής. Είναι ντροπιαστική η απαξίωση που δείχνει για την εκπαιδευτική κοινότητα και τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς την ώρα που σε κάθε πέντε φράσεις της επαναλαμβάνει μηχανικά και μονότονα τις λέξεις «αριστεία» και «κανονικότητα».
Νομοσχέδιο αντιπαιδαγωγικών ρυθμίσεων
-Γιατί κρατάτε τόσο ψηλά τους τόνους για το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας;
Μετά από αυτό το φιάσκο -που αν τυχόν επιμείνει θα εξελιχθεί σε μεγάλο στραπάτσο για την κυβέρνηση, αντίστοιχο των vouchers- σειρά για την εκπαιδευτική κοινότητα έχει η απόκρουση του νομοσχεδίου που έχει καταθέσει η κυρία Κεραμέως, εν μέσω πανδημίας.
Ένα σχέδιο νόμου μνημείο αντιπαιδαγωγικών ρυθμίσεων και επαναφοράς του ρολογιού της εκπαίδευσης πίσω στο 2012-14. Δεν λείπουν μάλιστα ακόμη και πιο βαθιές βουτιές στην ιστορία, αφού επανέρχεται η διά βίου αναγραφή της διαγωγής στα απολυτήρια. Αντί για αριστεία, ώρες της δεκαετίας του `50 στην Παιδεία! Και μόνο η εν μέσω παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης αύξηση των παιδιών στα τμήματα δημοτικών και νηπιαγωγείων στα 26 από 22 επί ΣΥΡΙΖΑ, θα έφτανε για να δικαιώσει την επιμονή μας να αποσυρθεί το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου. Υπάρχει έπειτα η τραγική ρύθμιση που διώχνει από τα ΕΠΑΛ με τρόπο ρατσιστικό και βαθύτατα ταξικό όσα παιδιά είναι πάνω από 17 ετών, δηλαδή, κοντά στους 40.000 μαθητές.
Πλήρης διάλυση της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, που αναστήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ. Προς τέρψιν βέβαια των ιδιωτών παρόχων επαγγελματικής κατάρτισης τύπου -αρκετοί από αυτούς- Σκόιλ Ελικίκου. Δεν κατάφερε να τους ενισχύσει οικονομικά ο κ. Βρούτσης, θα τους ενισχύσει με πελατεία η κυρία Κεραμέως. Με τον κ. Μητσοτάκη να τα παρακολουθεί όλα αυτά ως απαθής και τελικά επιτήδειος Επιμηθεύς.
Όμως για όσα ακόμα περιλαμβάνονται στα άρθρα του θα έχουμε την ευκαιρία να ξανασυζητήσουμε εκτενέστερα, ειδικά αν η κυβέρνηση διαπράξει και πάλι το λάθος να μη μας ακούσει και αποτολμήσει να φέρει αυτό το νομοσχέδιο-νάρκη στη δημόσια εκπαίδευση στη Βουλή.
Να μην ανοίξουν τα σχολεία
-Στη δημοσκόπηση της Alco για το Open το 60% πιστεύει ότι τα γυμνάσια και τα λύκεια πρέπει να ανοίξουν μόνο για τις Πανελλήνιες, ενώ το 73% δεν θέλει να ανοίξουν τα δημοτικά. Πώς σχολιάζετε αυτά τα ευρήματα; Εξακολουθείτε να καλείτε την κυβέρνηση να μην ανοίξει τα σχολεία;
Σημειώστε ότι αυτά τα ποσοστά είναι πολύ μεγαλύτερα μεταξύ των γονέων όπου κινούνται πέριξ του 80%. Αλλά, ούτε αυτοί, ούτε οι εκπαιδευτικοί που επίσης αντιτίθενται, ξέρουν. Τα ξέρει όλα μια παντογνώστρια υπουργός. Και ένας πρωθυπουργός που θέλει να χτίσει μια επίπλαστη εικόνα κανονικότητας, έχοντας απλωμένα στο γραφείο του σενάρια πολιτικών εξελίξεων, όπως διαλαλούν οι βουλευτές του και τα φιλικά ΜΜΕ. Πρόκειται για αχρείαστους πειραματισμούς με την υγεία χιλιάδων μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων και για καθαρή μικροπολιτική στόχευση.
Αυτό αποτυπώνεται και δημοσκοπικά, γι’ αυτό οι πολίτες αποδοκιμάζουν την κυβερνητική απόφαση να ανοίξουν τα σχολεία, παρ’ ό,τι κατά τα άλλα οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να δίνουν το προβάδισμα στη ΝΔ. Μέσα στο 60% ή το 70% ή το 80%, υπάρχει και ένα μεγάλο κομμάτι συντηρητικών ψηφοφόρων. Ούτε αυτούς υπολογίζει ο κ. Μητσοτάκης και δεν χαλαλίζει 6 μέρες μάθημα; Αλλά, είπαμε, αλλού έχει στραμμένη την προσοχή του. Σε πολιτικούς τυχοδιωκτισμούς με τρόπο κυνικό και αδίστακτο, παίζοντας παιχνίδια στις πλάτες των μαθητών και των καθηγητών.
Το δημοσκοπικό αυτό εύρημα δικαιώνει την πολιτική που ως ΣΥΡΙΖΑ χαράξαμε και ως κοινοβουλευτικός τομέας εξειδικεύσαμε, με τη βοήθεια του τμήματος Παιδείας του κόμματος.
Από την πρώτη μέρα, η θέση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να ανοίξει η Γ’ Λυκείου μόνο για τις πανελλήνιες, γιατί πρέπει να δώσουν τα παιδιά εξετάσεις και να υπάρξουν πρωτοετείς φοιτητές του χρόνου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για 6-7 μέρες μαθημάτων να ανοίξουν οι υπόλοιπες τάξεις. Σε αυτό επιμένουμε. Να ήταν Οκτώβρης, Νοέμβρης, θα το ζυγίζαμε αλλιώς. Για ελάχιστες μέρες εναλλάξ διδασκαλίας από τη Δευτέρα 18/5 και ως τα μέσα Ιουνίου, το ρίσκο είναι σοβαρό, όπως διδάσκει και η διεθνής εμπειρία. Τα σχολεία πρέπει να προγραμματιστεί να ανοίξουν το Σεπτέμβριο με σοβαρή προετοιμασία της σχολικής υποδομής όλο το καλοκαίρι. Τότε, το Σεπτέμβριο δηλαδή, θα είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε τα δεδομένα της πανδημίας από καλύτερη θέση, με περισσότερες μελέτες και στοιχεία, ίσως και με περισσότερα φάρμακα ή πολύ πιο αξιόπιστα και ταχύτερα test.
Θα ανατραπεί η δημοσκοπική εικόνα
-Ωστόσο, στην ίδια δημοσκόπηση ενώ υποχωρεί η αποδοχή των κυβερνητικών χειρισμών, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κερδίζει και η ΝΔ έχει προβάδισμα 16 μονάδων; Τι δεν κάνετε καλά ως αξιωματική αντιπολίτευση;
-Οι εκλογές είναι ακόμα νωπές, δεν έχουν περάσει δέκα μήνες. Αυτό αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις, τίποτα περισσότερο. Μην ξεχνάτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε όχι δημοσκόπηση, αλλά εκλογές το Σεπτέμβριο 2015, εννιά μήνες μετά τη νίκη του Γενάρη, έχοντας στο μεταξύ υπογράψει μνημόνιο που τον έφερε σε σοβαρή κρίση με αποχώρηση του ενός τρίτου των βουλευτών του και σκόρπισε δικαιολογημένα την πίκρα σε μεγάλη μερίδα των παραδοσιακών του ψηφοφόρων.
Η κυβέρνηση κερδίζει επίσης δημοσκοπικά από το γεγονός ότι το lockdown, που θα ήταν κοινή πολιτική για όποια παράταξη κυβερνούσε, αφού αποτελούσε την πρόταση της επιστημονικής ομάδας του υπουργείου Υγείας, έφερε ως τώρα αποτελέσματα στον υγειονομικό -ας τον ονομάσουμε έτσι- τομέα της κρίσης. Τώρα όμως ξεκινούν τα δύσκολα. Πώς θα ανοίξεις την οικονομία, πόσο βαθιά θα είναι η ύφεση που κρέμεται με βεβαιότητα πάνω από το κεφάλι μας; Νομίζω ότι σταδιακά στην κοινή γνώμη αρχίζει να καταγράφεται τι σημαίνει στα ζητήματα αυτά διαχείριση από τη ΝΔ. Ο τραγέλαφος με τους υπολογισμούς της ύφεσης, η πολιτική της στα εργασιακά, το περιβαλλοντοκτόνο νομοσχέδιο, οι εξυπηρετήσεις σε «κολλητούς» και ομάδες ισχυρών συμφερόντων, το «τάισμα» με δεκάδες εκατομμύρια ευρώ των συστημικών ΜΜΕ για να παρουσιάζουν τον κ. Μητσοτάκη ως νέο Μωυσή, τα σκάνδαλα τύπου vouchers, οι απευθείας αναθέσεις, ο αυταρχισμός απέναντι στη νεολαία, οι κάμερες στα σχολεία, δημιουργούν όλο και περισσότερες «χαρακιές» στο πρόσωπο της κυβέρνησης.
Οι τομές και οι ρωγμές μέσα στην κοινωνία δημιουργούνται και θα επιταχύνονται την επόμενη περίοδο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να επικεντρωθεί στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και να εκφράσει πολιτικά αυτές τις τομές στην κοινωνία. Αν αυτό το κάνουμε με συνέπεια και προσήλωση στο στόχο, είναι βέβαιο ότι αυτές οι ρωγμές θα γίνουν μεγάλα ρήγματα ανάμεσα στην κοινωνική πλειοψηφία και την κυβερνητική πολιτική και τότε θα δείτε πώς θα ανατραπεί η δημοσκοπική εικόνα.
Κοστολογημένο το πρόγραμμά μας
-Πώς απαντάτε στις αιτιάσεις ότι υπόσχεστε εύκολα λεφτά στις διάφορες κοινωνικές ομάδες, ενώ η κρίση έχει πρωτοφανή έκταση.
-Δεν υπάρχει καμία με ελαφρότητα υπόσχεση χρημάτων. Υπάρχει ένα κοστολογημένο πρόγραμμα αξιοποίησης του μαξιλαριού εμπροσθοβαρώς για να μην κατρακυλήσουμε ακόμα βαθύτερα στην ύφεση, την οποία με τον τρόπο αυτό θα πληρώσουμε κατόπιν διπλά. Και υπάρχει επίσης ανάγκη να στηριχθούν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες, που έχουν χάσει τα μέσα επιβίωσης. Ρίξτε μια ματιά στις ευρωπαϊκές στατιστικές.
Η Ελλάδα είναι ουραγός στις δαπάνες επί του ΑΕΠ για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αλλά και στις επιπλέον δαπάνες για την ενίσχυση του ΕΣΥ είμαστε από τους τελευταίους σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι. Αν η κρίση διαρκέσει, καμία ευρωπαϊκή χώρα, και ειδικά οι χώρες του Νότου, δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα χωρίς κοινές και συντονισμένες ευρωπαϊκές δράσεις.
Κι εδώ τα νέα δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνα, αν και τελευταία υπήρξαν αναδιπλώσεις στη στάση χωρών του Βορρά που έδωσαν τη δυνατότητα να υπάρξουν αποφάσεις ενίσχυσης των πληττόμενων από την κρίση ευρωπαϊκών χωρών.
Στο σημείο αυτό εμείς ως ΣΥΡΙΖΑ έχουμε την ευκαιρία να εξαπολύσουμε μια ιδεολογική και πολιτική αντεπίθεση. Όταν όλη η Ευρώπη συζητάει για κορωνοομόλογα, ενισχύσεις που θα δίνονται ως κοινοτική επιδότηση ή που δεν θα εγγράφονται στο δημόσιο χρέος, ακόμη και για υποχρεώσεις που θα εξυπηρετούνται σε μεγάλο βάθος χρόνου, για να αντιμετωπιστεί η επαπειλούμενη ύφεση, που όλοι την βλέπουν να έρχεται, τι θα έπρεπε το 2015 να πράξει η ήδη χρεοκοπημένη Ελλάδα με την ύφεση να έχει ήδη πραγματοποιηθεί, με 25% μείωση του ΑΕΠ και την ανεργία στο 27%; Να μην είχε διεκδικήσει τότε η κυβέρνησή μας, μέτρα σαν αυτά που σήμερα συζητάει όλη η υφήλιος;
Νομίζω, ότι, πρέπει να δούμε και αυτή την πλευρά και να επανεκτιμήσουμε την πολιτική του πρώτου 6μήνου του 2015. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μετρήσαμε λάθος τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς συσχετισμούς. Αυτό, ναι, θα είναι ένα διαρκές μάθημα. Όχι όμως να αντιδιαστείλουμε τη «λάθος» πολιτική του πρώτου 6 μήνου με τη συγκλονιστική κορύφωση του δημοψηφίσματος και την ήττα που επακολούθησε, με τη «σωστή» του συμβιβασμού και του 3ου μνημονίου. Οι δύο περίοδοι δεν χωρίζονται με «σινικά τείχη». Η ενδελεχής, θα έλεγα επιστημονική, εξέτασή τους, θα μας αποκαλύψει κρίσιμες πλευρές που ενώνουν τις δύο περιόδους, με κοινό παρονομαστή ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και όταν υποχρεώθηκε να υποχωρήσει κράτησε άσβεστη μέσα στις γραμμές του την πίστη ότι ο αγώνας εναντίον του νεοφιλελευθερισμού είναι διαρκής, δεν κρίνεται σε μια στιγμή και πρέπει να ωριμάσει σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Ότι συνεχίσαμε τον πόλεμο από άλλες θέσεις, εφαρμόζοντας, παράλληλες δράσεις σε μια σειρά τομείς και κρατώντας την κοινωνία όρθια, ειδικά στους τομείς της υγείας, της πρόνοιας και της παιδείας.
Ότι παρά τις πιέσεις των αντιπάλων δεν απεμπολήσαμε την αριστερή μας ταυτότητα, ούτε αναλάβαμε την ιδιοκτησία του προγράμματος, όπως επίμονα μάς ζητούσαν. Ότι δεν γίναμε και δεν θα γίνουμε ένα «κανονικό» -«συστημικό» κόμμα, μια ακόμη μνημονιακή δύναμη, αποκομμένη από την παράδοση, τους αγωνίες, τους καημούς και τις προσδοκίες του κόσμου της Αριστεράς και των δημοκρατικών – προοδευτικών ανθρώπων που πλαισιώνουν τον αγώνα μας.
Αυτό ήταν που μας επέτρεψε να αποτινάξουμε από πάνω μας τον κίνδυνο νέων μνημονίων, να βγούμε από αυτά, με μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού το καλοκαίρι του 2018 και στη συνέχεια να εφαρμόσουμε ένα άλλο πρόγραμμα, που όμως, δεν στάθηκε ικανό να εμποδίσει την εκλογική μας ήττα. Τώρα που με την κρίση, ως και οι ιδεολογικοί μας αντίπαλοι χειροκροτούν το ΕΣΥ που μέχρι χθες σκόπευαν να ξεπουλήσουν είναι η ώρα, πατώντας πάνω στην εμπειρία του κόσμου να μιλήσουμε στο πρόγραμμά μας εν όψει του Συνεδρίου για το «Κοινό Καλό», για τα «Κοινά Αγαθά» στο περιβάλλον, στην υγεία, στην παιδεία, στο πρότυπο ανάπτυξης, αυτά που όπως έλεγε ο Μπερλινγκουέρ δεν χωρούν στις καπιταλιστικές μορφές. Ούτε, όμως, και σε μορφές ενός γραφειοκρατικού και αποστεωμένου κρατισμού που πολλές φορές βάζει από την πίσω πόρτα την ιδιοποίηση των κοινωνικών αγαθών, από οργανωμένες ομάδες συμφερόντων.
Ο λαϊκσμός έχει πολλά πρόσωπα
-Πολύς λόγος γίνεται τελευταία στο κόμμα σας περί αυριανισμού. Όμως σε ένα κόμμα του 33% (και όχι του 3%) δεν είναι λογικό να υπάρχει και μια κάπως λαϊκίστικη τάση;
-Kατ` αρχάς να συνεννοηθούμε στις έννοιες. Γιατί ο κυρίαρχος νεοφιλελεύθερος λαϊκισμός, διαστρέφει και συκοφαντεί οτιδήποτε τού αντιστέκεται ως λαϊκίστικο – συντεχνιακό, αναχρονιστικό κλπ. Ακόμη χειρότερα, ο ακροδεξιός λαϊκισμός που απευθύνεται στα πιο ταπεινά ένστικτα των ανθρώπων και πυροδοτεί ακραίους κοινωνικούς αυτοματισμούς.
Είναι προφανές ότι ο λαϊκισμός έχει πολλά και διαφορετικά πρόσωπα. Διατρέχει οριζοντίως το πολιτικό σύστημα, έχει διαβρώσει σε σημαντικό βαθμό τα μέσα ενημέρωσης και τα social media, παραγνωρίζει τις κοινωνικές- ταξικές ανισότητες και δημιουργεί μια φαντασιακή κατασκευή «λαού» τον οποίο κατά περίπτωση απειλεί ένας εχθρός. Οι λαϊκιστές για κάθε πρόβλημα έχουν έναν εχθρό, συνήθως τον αδύναμο και τον διαφορετικό.
Ιστορικά στη χώρα μας υπήρξε ο πολιτικός λαϊκισμός με μήτρα το ΠΑΣΟΚ. Όπου, με βάση τη διάκριση δεξιά-αντιδεξιά, οικοδομήθηκε ένα αδιαφοροποίητο σύνολο “μη προνομιούχων” κοινωνικών στρωμάτων στο οποίο ο καθένας μπορούσε να αναγνωρίζει τον εαυτό του. Ο αντιδεξιός λαϊκισμός που παροξύνθηκε την περίοδο της παντοδυναμίας του “αυριανισμού”, είχε βέβαια και τον δεξιό αντίστοιχό του. Δίπλα από τα χυδαία πρωτοσέλιδα της Αυριανής, ήταν κρεμασμένα άθλια πρωτοσέλιδα δεξιών εφημερίδων που έγραφαν ότι το ΠΑΣΟΚ σκότωσε τον αείμνηστο Παύλο Μπακογιάννη.
Τα τελευταία δέκα χρόνια, το πάνω χέρι πήρε ο νεοφιλελεύθερος- τεχνοκρατικός λαϊκισμός, αυτός που στην Ελλάδα εκφράστηκε με τη ρήση «Μαζί τα φάγαμε», με σκοπό να ενοχοποιήσει το σύνολο της κοινωνίας για την κρίση και να απαλλάξει από την ευθύνη τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας και την έριξαν στα βράχια της χρεοκοπίας. Αλλά και στα μεσαία και τα λαϊκά στρώματα, ο λαϊκισμός άλλαξε μορφή, επιδιώξεις και τρόπους έκφρασης, καθώς η παρατεταμένη κρίση και τα μνημόνια, δημιούργησαν ένα «παράπονο» -ακόμη και οργή- των λαϊκών τάξεων απέναντι στα μεγάλα κόμματα της μεταπολίτευσης που υποτίθεται ότι θα προστάτευαν τα λαϊκά στρώματα κι αντί γι` αυτό τα οδήγησαν στη φτωχοποίηση.
Αυτές οι βαθιές ανακατατάξεις μας έφεραν σε μια πρωτοφανή κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και σε ένα τεράστιο πολιτικό κενό. Στην Ευρώπη αυτό το κενό αξιοποίησαν νεοσυντηρητικές και ακροδεξιές δυνάμεις. Στην Ελλάδα, ευτυχώς, ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που υποδέχθηκε το μεγαλύτερο τμήμα της αγανάκτησης και της δυσαρέσκειας, επιτυγχάνοντας να αποτελέσει δημοκρατικό ανάχωμα και «αντιπαράδειγμα» στη νεοσυντηρητική και ακροδεξιά πλημμυρίδα.
Είναι φυσικό ένα μαζικό λαϊκό κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ να διαπερνάται στη βάση του ακόμη και από διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα τα οποία όμως πρέπει να ενοποιούνται σε ένα πρόγραμμα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, καταπολέμησης των ανισοτήτων και ριζικής κοινωνικής χειραφέτησης. Αυτό όμως δεν αρκεί σε μια εποχή σύγχυσης και στο αξιακό- ιδεολογικό πεδίο. Η κλιματική κρίση και οι πανδημίες για παράδειγμα, θέτουν στις κοινωνίες και τα άτομα μπροστά σε επιλογές “ταυτοτικού” χαρακτήρα. Δημιουργούν διλήμματα ηθικού, ακόμη και συνειδησιακού χαρακτήρα.
Προβληματίζομαι, λοιπόν, όταν ακούω ότι στο όνομα του ανοιχτών πορτοπαράθυρων που συμφωνώ ότι πρέπει να έχουμε στον ΣΥΡΙΖΑ, μπορούμε να συνυπάρχουμε π.χ. με ανθρώπους που ασπάζονται την άποψη ότι με τη συμφωνία των Πρεσπών ξεπουλήθηκε η Μακεδονία.
Ή που πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια επιστημονική απάτη, ή, διαφωνούν με τις θέσεις της Αριστεράς στο προσφυγικό ή στο δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση και πολλά άλλα.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, όχι ένα κόμμα κλειστό και περιχαρακωμένο, αλλά ένα κόμμα ευρύχωρο και ανοιχτό στην κοινωνία και στους πολίτες με ένα συνεκτικό πολιτικό και προγραμματικό πλαίσιο και μια περιεκτική- γιατί όχι;- «εγκάρδια συνεννόηση», στην κορυφή και στη βάση του κόμματος και της προοδευτικής συμμαχίας που θέλουμε να οικοδομήσουμε.
Αυτό προϋποθέτει, στη σημερινή φάση μια αντιπολίτευση με χαρακτηριστικά κοινωνικού και πολιτικού μετώπου, με πρόγραμμα και αξίες, με επεξεργασμένες-τεκμηριωμένες θέσεις και όχι κραυγές, παρωχημένα συνθήματα και προσωπικές επιθέσεις σε εχθρούς και φίλους. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε στον τομέα της Παιδείας που μας έχει αναθέσει το κόμμα και νομίζω ότι, σε γενικές γραμμές τα πάμε καλά.
Μια ακόμη προϋπόθεση που θέλω να επισημάνω, είναι ότι πρέπει να απεγκλωβιστούμε από έναν “αδρανή” κυβερνητισμό, λες και δεν έχουμε φύγει από την κυβέρνηση και από μια παρελθοντική αντίληψη που λειτουργεί ως “δεξιό” βαρίδι στο αναγκαίο ριζοσπαστικό άπλωμα της πολιτικής μας σε νέα πεδία και έξω από μνημονιακούς καταναγκασμούς που αναγκαστήκαμε να εφαρμόσουμε. Επίσης, πρέπει να ξεκολλήσουμε από την αντίληψη, που λειτουργεί ως “αριστερό” βαρίδι “μόνοι μας εναντίον όλων” και να ανοιχτούμε αποφασιστικά στην προώθηση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών. Οι αυτοδυναμίες του παρελθόντος αποτέλεσαν επιταχυντές της κρίσης. Τώρα, με δεδομένο ότι οι επόμενες εκλογές-οψέποτε γίνουν- θα διεξαχθούν με απλή αναλογική είναι αναγκαία η διαμόρφωση προγραμματικών συγκλίσεων για εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
Τέλος ο λαϊκισμός είχε ιστορικά ταυτιστεί με αρχηγικά κόμματα. Σήμερα, προϋπόθεση για την αριστερή ηγεμονία, παραμένει ένα αριστερό κόμμα με δημοκρατία στο εσωτερικό του, αλλά και στη σχέση του με την κοινωνία και τα κινήματα.