Η αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ήταν το αντικείμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το τηλεφωνικό ραντεβού φαίνεται ότι προετοιμαζόταν εδώ και καιρό και από τις δύο πλευρές.
Σύμφωνα με πληροφορίες υπήρξε προετοιμασία μέσω της διπλωματικής οδού, ενώ φαίνεται για την συγκεκριμένη εξέλιξη υπήρξε ενδιαφέρον από ευρωπαϊκή χώρα, η οποία συνομιλεί τόσο με την ελληνική πλευρά, όσο και με την τουρκική.
Στο τυπικό της υπόθεσης, σύμφωνα με την ανακοίνωση για τη συνομιλία με τον Τούρκο πρόεδρο, το Μέγαρο Μαξίμου τονίζει ότι οι δύο πλευρές διατηρούν ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας:
«Οι δύο ηγέτες συζήτησαν για τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού και τις προσπάθειες αντιμετώπισής τους, καθώς και για ζητήματα που συνδέονται με το άνοιγμα των συνόρων και την αποκατάσταση των τουριστικών ροών. Ακόμη, ο κ. Μητσοτάκης και ο κ. Ερντογάν συμφώνησαν να διατηρήσουν ανοικτούς τους διμερείς διαύλους επικοινωνίας».
Στην πραγματοποίηση της τηλεφωνικής επικοινωνίας των κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν έπαιξε ρόλο και η διπλωματική ενίσχυση της Ελλάδας την τελευταία περίοδο από διεθνείς παράγοντες, με τελευταία εκείνη του Εμανουέλ Μακρόν.
Στην επικοινωνία που υπήρξε ένα 24ωρο πριν από την συνομιλία του με τον Τούρκο πρόεδρο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Εμανουέλ Μακρόν συζήτησαν για τις προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και για τη κατάσταση στη Λιβύη, αναφορικά κυρίως στη δράση των Τούρκων στην περιοχή.
Οι κ.κ. Μητσοτάκης και Μακρόν συντονίζουν τις κινήσεις τους ενόψει της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) στα μέσα Ιουλίου.
Κοινό μέτωπο επιβεβαιώνεται και με τον ύπατο εκπρόσωπο της Ε.Ε. για την Εξωτερική Πολιτική, Ζοζέπ Μπορέλ, ο οποίος κατά την επίσκεψη του στην Κύπρο πέταξε με ελικόπτερο πάνω από την κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), συνοδευόμενος από τον υπουργό Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας έστειλε το μήνυμα ότι Ελλάδα, Κύπρος και Ε.Ε. τηρούν ενιαία στάση σε ό,τι αφορά τις απειλές της Άγκυρας για έρευνες και γεωτρήσεις στην περιοχή: «Όσον αφορά τις γεωτρήσεις της Τουρκίας η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδεικνύει συνεχώς την ακλόνητη υποστήριξη και την αλληλεγγύη της προς την Κύπρο».
Το τείχος που έχουν υψώσει απέναντι στην Άγκυρα Ελλάδα, Γαλλία και Ευρωπαϊκή Ένωση -το οποίο άλλωστε αναμένεται να εκδηλωθεί στο Συμβούλιο Κορυφής- προκαλεί εκνευρισμό στην Τουρκία που κλιμακώνει τις απειλές της, τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο.
Ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, δήλωσε ευθέως:
«Τους ξεκαθαρίζουμε ότι αν συμβεί κάτι, οι τρίτες χώρες θα τους αφήσουν στη μέση του δρόμου. Τους ζητάμε να αποστρατικοποιήσουν τα νησιά. Τους λέμε, εξαλείψτε τη διαφορά του εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων. Έχουν διαφορετικό εναέριο χώρο και διαφορετικά χωρικά ύδατα».
Ταυτόχρονα ο εκπρόσωπος του Ρετζεπ Ταγίπ Ερντογάν, Ιμπραχίμ Καλίν επιμένει και αυτός στις απειλές, τονίζοντας στο θέμα των γεωτρήσεων:
«Δεν υποχωρούμε αλλά δεν έχουμε καμία επιθυμία και θέληση να συγκρουστούμε ή να κλιμακώσουμε την ένταση. Όμως αν προχωρήσουν σε απειλές και εκβιασμούς, τότε θα λάβουν την απάντηση που χρειάζονται».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, επανέλαβε πως η τουρκική φρασεολογία είναι τελείως απαράδεκτη και φυσικά καθόλου εποικοδομητική.
«Αυτό που εμείς λέμε είναι ότι πρέπει να υπάρχει έμπρακτα μια αποκλιμάκωση από πλευράς της Τουρκίας για να μπορέσουμε να συζητήσουμε την μία και μοναδική διαφορά μας, που είναι η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών».
Συναντήσεις Δένδια με ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ
Ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, ενημέρωσε το μεσημέρι της Παρασκευής τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ, Γιώργο Κατρούγκαλο και Ανδρέα Λοβέρδο, για τη συνομιλία Μητσοτάκη – Ερντογάν.
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, στις δηλώσεις του μετά τη συνάντηση δεν έκρυψε την ανησυχία του:
«Δεν υπάρχει πυξίδα στην διπλωματία» ανέφερε και για αυτό το κόμμα του ζητά τη σύγκληση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών.
Σε άλλο μήκος κύματος εμφανίστηκε ο εκπρόσωπος του ΚΙΝΑΛ και πρώην υπουργός Ανδρέας Λοβέρδος, ο οποίος έκρινε τη συζήτηση παραγωγική.