Kαθ’όλη τη διάρκεια της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης, όλοι οι έγκυροι και αξιόπιστοι οργανισμοί,κρατικοί και μη, παγκοσμίως προειδοποιούσαν για τους σοβαρότατους κινδύνους που εκπορεύονταν από τους Τζιχαντιστές μαχητές που εξορμούσαν από την Ευρώπη προς τα πεδία μαχών της Μέσης Ανατολής και εν συνεχεία επέστρεφαν πίσω.
Παρόλα αυτά και παρά τις πολύνεκρες επιθέσεις που τελικά συνέβησαν , η Γερμανική καγκελαρία και η Άνγκελα Μέρκελ προσωπικά, πήρε την απόφαση να υποδεχθεί άνευ όρων, ελέγχου και στοιχειώδους προεργασίας πάνω από 1 εκ. μεταναστών & προσφύγων το 2015-2016. Εάν σε αυτό τον αριθμό προστεθούν και τουλάχιστον άλλο 1 εκ.που προσήλθε στη Γερμανία μεταξύ 2012-2016 και από την Ιταλία και άλλες διόδους, τότε ο συνολικός αριθμός ξεπερνά το 3% του πληθυσμού της Γερμανίας.
Υπολογίζεται ότι το 50% όσων μετέβησαν στη Γερμανία χρησιμοποίησαν πλαστά ονόματα/προσωπικά στοιχεία και μαζί τους εισήλθε άγνωστος αριθμός εξτρεμιστών, ριζοσπαστικοποιημένων αλλά ακόμα και τρομοκρατών. Επιπλέον από όλο αυτό το σημαντικό πληθυσμό ήδη έχει συμβεί εσωτερική διασπορά εντός της ζώνης του Σένγκεν, δηλαδή μετά από μικρή διαμονή σε Γερμανικό έδαφος είχαμε μετακίνηση αρκετών χιλιάδων σε γειτονικές Ευρωπαικές χώρες.
Ως αποτέλεσμα η διακυβέρνηση Μέρκελ διέσπειρε το πρόβλημα σε ολόκληρη την Ευρώπη, προκαλώντας δις Ευρώ σε οικονομικό κόστος, αύξηση του εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας,αλλά και της εγκληματικότητας, δίχως εν τέλει να προσποριστεί το Βερολίνο και οποιοδήποτε γεωπολιτικό όφελος.
Επιπλέον μέσα στην ίδια τη Γερμανία, η πολιτική αυτή συντελεί στην σμίκρυνση της εκλογικής βάσης του κυβερνώντος κόμματος CDU, της ταχύτατης απομάκρυνσης από αυτού του αδερφού κόμματος της Βαυαρία CSU, της ανόδου του AFD σε συνδυασμό με δεκάδες άλλες κινήσεις πολιτών που αντιμάχονται τη κυβέρνηση. Επιπλέον οι κινήσεις της Μέρκελ συντέλεσαν τα μέγιστα τόσο στην άνοδο του ρεύματος που οδήγησε στο Μπρεξιτ, όσο και στη γιγάντωση των λεγόμενων αντιευρωπαικών δυνάμεων στη Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία, Τσεχία και άλλου.
Όλες οι υπηρεσίες ασφαλείας στην ΕΕ αναμένουν συνεχείς αλλά και μαζικές επιθέσεις το επόμενο διάστημα. Πλέον η κατάσταση τείνει να ξεφύγει από τον έλεγχο γιατί οι ύποπτοι είναι πλέον τόσοι πολλοί που αδυνατούν οι αρχές να τους ελέγξουν-μια φυσική 24ωρη παρακολούθηση ατόμου μπορεί να απασχολήσει έως και 30 στελέχη ασφαλείας, ενώ η ζώνη του Σένγκεν δημιουργεί ένα πολύ μεγάλο γεωγραφικό πλάτος ανεμπόδιστων μετακινήσεων. Επιπλέον δεν είναι μόνο η τρομοκρατία που απασχολεί τις αρχές αλλά και μια πλειάδα άλλων θεμάτων και με την υπάρχουσα δυνατότητα των αρχών δεν υπάρχει το περιθώριο κινήσεων για την αποτροπή που θα έπρεπε.
Σ ένα άλλο επίπεδο η διακυβέρνηση Μέρκελ,ενώ είχε την ευκαιρία, δεδομένης και της εκλογής Τράμπ στις ΗΠΑ, να εκκινήσει τις διαδικασίες εξομάλυνσης των σχέσεων ΕΕ-Ρωσίας, προτίμησε να εντείνει της κυρώσεις όσο και να τις διατηρήσει και για το 2017, σπρώχνοντας την ΕΕ στο περιθώριο των παγκοσμίων εξελίξεων ενόψει της προσέγγισης ΗΠΑ-Ρωσίας, όσο και να απομακρύνει παντελώς το ρόλο της ΕΕ από τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή σε συνδυασμό με τη πλήρη αποτυχία “ελέγχου” του Ερντογκάν και της Τουρκίας.
Η δε αποτυχία στην Ιταλία και η πτώση του πρωθυπουργού Ρέντζι είναι δια χειρός Μέρκελ, δείχνοντας μεσοπρόθεσμα το δρόμο εξόδου από την Ευροζώνη για την Ιταλία-και άλλα κράτη-ταυτοχρόνως με μια πολιτική που δεν είναι μόνο λιτότητας, αλλά και φρικώδους γραφειοκρατίας και ρυθμίσεων που υποβαθμίζει το σύνολο της ΕΕ στο διεθνές στερέωμα και της ίδιας της Γερμανίας.
Μέχρι το 2020 σε όρους ΑΕΠ αγοραστικής δύναμης η Γερμανία θα είναι κάτω από τη Ρωσία, Βραζιλία, Ινδονησία και βεβαίως υπό των ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία και Ινδία, εν τέλει στην 8ή θέση διεθνώς ενώ πέριξ το 2025 θα την ξεπεράσει το Μεξικό και θα είναι πολύ κοντά στη Νότια Κορέα και τη Τουρκία. Το 2030 οι προβλέψεις του ΔΝΤ τη δείχνουν να έχει ξεπεραστεί και από το Ιράν και να κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα με τη Ταυλάνδη.
΄
Τα ανωτέρω σενάρια-ceteris paribus- δεν λαμβάνουν υπόψη μια τυχόν απρογραμμάτιστη διάλυση της Ευρωζώνης και τυχόν άλλα δραματικά σενάρια. Σε όρους βιομηχανικής παραγωγής, που υποτίθεται ότι είναι το δυνατό πλαίσιο της Γερμανικής οικονομίας, δεν κατέχει πάνω από το 25% της συνολικής δραστηριότητας της ΕΕ και είναι μόλις το 18% της βιομηχανικής παραγωγής της Κίνας και το 23% της Αμερικανικής. Η δε αγροτική παραγωγή της Γερμανίας είναι το 25% της Ρωσικής, το 13% της Αμερικανικής και το 40% της Γαλλικής. Ακόμα και στο τομέα των υπηρεσιών η Γερμανία είναι το 1/7 των ΗΠΑ και το 1/4 της Κίνας.
Σε γενικές γραμμές η υποτιθέμενη ηγετική θέση της Γερμανίας υπό τη διακυβέρνηση της Μέρκελ βασίζεται σε δύο σκέλη. Έλεγχος των κρατών-μελών της ΕΕ μέσω της συνεχιζόμενης “κρίσης χρέους” της Ευρωζώνης, με απαρχή την Ελλάδα το 2009 και έλεγχος ζωτικών τμημάτων της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών μέσω συγκεκριμένων προσώπων και των δικτύων επιρροής αυτών.
Ορισμένα από αυτά τα ονόματα είναι:
Κλάους Ρέγκλινγκ του ΕΣΜ, Μάρτιν Σελμάγερ επικεφαλής του γραφείου του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Johannes Laitenberger της διεύθυνσης ανταγωνισμού, Matthias Ruete της διεύθυνσης μετανάστευσης και εσωτερικών υποθέσεων, Walter Radermacher της στατιστικής υπηρεσίας, κ.α. Σε γενικές γραμμές και σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Μπρέγκελ , περίπου το 20% των σημαντικών θέσεων στις Βρυξέλλες πληρώνονται από Γερμανούς, αλλά σε ποιοτικό επίπεδο είναι παραπάνω αυτή η μέτρηση σε συνδυασμό με μια ευρύτατη δικτύωση που φτάνει σε εθνικά κοινοβούλια και στις τοπικές αυτοδιοικήσεις.
Παρόλα αυτά οι δύο ανωτέρω πτυχές έχουν ημερομηνία λήξης και μάλιστα σύντομα. Η διαχείριση της κρίσης χρέους απλούστατα καταστρέφει χρόνο με το χρόνος τις οικονομίες όλων των κρατών οδηγώντας ταχύτερα στη διάλυση της Ευρωζώνης αλλά και της Ε.Ε. ενώ η προσπάθεια ελέγχου της Κομισιόν μετά και την έξοδο της Βρετανίας, θα επιφέρει σύγκρουση με τη Γαλλία η οποία αλλάζει πολιτική σελίδα σε μερικούς μήνες και θα επιδιώξει κάθετη αναβάθμιση του ρόλου της.
Σε γενικές γραμμές το υπάρχον μοντέλο βαίνει προς το τέλος του και η εκκίνηση των διαδικασιών από τη διακυβέρνηση Τραμπ τους επόμενους μήνες θα προετοιμάσει το έδαφος για την αποσύνθεση της ΕΕ όπως την γνωρίζουμε έως σήμερα.
Η ταύτιση της Μέρκελ με την απερχόμενη πολιτική τάξη των Δημοκρατικών (βλ. οικογένεια Κλίντον, Κατάρ, Σόρος, Ανατολικόευρωπαικό λόμπυ των ΗΠΑ, κ.α.) ήταν τραγικό λάθος τόσο για την ίδια όσο και για την μακροημέρευση του πλαισίου που είχε δομηθεί τη τελευταία δεκαετία.
Μόνη ελπίδα για την συγκρότηση μια μακροπρόθεσμης σταθερότητας στην Ευρωπαική Ήπειρο είναι η προγραμματισμένη διάλυση και ανασύνταξη της Ευρωζώνης με ένα σκληρό πυρήνα Βόρειο-κεντρικό Ευρωπαικό και με τα λοιπά κράτη σε εθνικά νομίσματα σε συνδυασμό με μαζική απορρύθμιση των κανονισμών,νόμων και διατάξεων σε όλα τα επίπεδα, μείωση τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά του κράτους σε όλες τις πτυχές της δημόσιας ζωής σε όλα τα κράτη, σοβαρότατα κίνητρα για την καθιέρωση της πρωτοκαθεδρίας του ιδιωτικού τομέα σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής αλλά και επενδύσεις σε σημαντική κλίμακα. Διαφορετικά η κατάρρευση θα θυμίζει το Ανατολικό Μπλοκ των αρχών της δεκαετίας του ’90.