«Ερμηνεία έωλη, αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος» χαρακτηρίζουν 14 καθηγητές την εισήγηση της προέδρου του Αρείου Πάγου για αύξηση των ορίων ηλικίας των δικαστικών
Η εισήγηση της Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου σχετικά με τα όρια ηλικίας των δικαστικών είναι «αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος», τονίζουν 14 καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου σε κοινή δήλωσή τους.
Πρόκειται για την εισήγηση από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου σύμφωνα με την οποία η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 88 του Συντάγματος μπορεί να ερμηνευθεί ως εξής: πρώτον, ότι απαγορεύεται να παυθούν οι δικαστικοί προτού συμπληρώσουν το 67ο έτος και, δεύτερον, ότι επιτρέπεται, αν οι ίδιοι το επιθυμούν, να παραταθεί η θητεία τους και πέραν του 67ου έτους.
Η εισήγηση θα συζητηθεί την Πέμπτη από το ανώτατο δικαστήριο.
Οι καθηγητές, πρώην και νυν, τονίζουν ότι η αποδοχή της εισήγησης «απειλεί να πλήξει ανεπανόρθωτα όχι μόνο το κύρος του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά και την δεσμευτικότητα του Συντάγματος» και μιλούν για «ερμηνεία έωλη, αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος».
Τη δήλωση υπογράφουν οι Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Σπύρος Βλαχόπουλος, Γιώργος Γεραπετρίτης, Τζούλια Ηλιοπούλου-Στράγγα, Ιφιγένεια Καμτσίδου, Γιώργος Κασιμάτης, Ξενοφών Κοντιάδης, Αντώνης Μανιτάκης, Παναγιώτης Μαντζούφας, Λίνα Παπαδοπούλου, Γιώργος Σωτηρέλης, Γιάννης Τασόπουλος, Σταύρος Τσακυράκης και Πηνελόπη Φουντεδάκη.
Το κείμενο της δήλωσης έχει ως εξής:
«1. Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου συγκάλεσε τη διοικητική ολομέλεια του Δικαστηρίου στην οποία εισηγείται ότι η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 88 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι ανώτατοι δικαστικοί «αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους», πρέπει να ερμηνευθεί πως σημαίνει: πρώτον, ότι απαγορεύεται να παυθούν προτού συμπληρώσουν το 67ο έτος· και, δεύτερον, ότι επιτρέπεται, αν οι ίδιοι το επιθυμούν, να παραταθεί η θητεία τους και πέραν του 67ου έτους. Αλλιώς, υποστηρίζει η κ. Πρόεδρος, οι δικαστές υφίστανται δυσμενή διάκριση, η οποία, κατά την άποψή της, είναι αντίθετη με Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. H παύση, εν τούτοις, δικαστικού λειτουργού ρυθμίζεται από άλλες διατάξεις του Συντάγματος (τα άρθρα 88 παρ. 4 και 91), χωρίς να συναρτάται με την ηλικία του λειτουργού. Εξ άλλου, το ενωσιακό δίκαιο, όπως έχει μάλιστα ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της ΕΕ, δεν αποδοκιμάζει διατάξεις που θέτουν αντικειμενικά ηλικιακά όρια στη συνταξιοδότηση (βλ. ιδίως στις υποθέσεις C-411/05 και C-250/09), ούτε μπορεί να εφαρμοσθεί όταν πρόκειται για εθνική κανονιστική ρύθμιση, αν δεν υφίσταται κανένα συνδετικό στοιχείο με το ενωσιακό δίκαιο (υπόθεση C-268/15). Πολλώ δε μάλλον που η ρύθμιση της σταδιοδρομίας των δικαστών -και των δημόσιων λειτουργών γενικότερα- δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Σε κάθε περίπτωση, οι λέξεις «αποχωρούν υποχρεωτικά» (και μάλιστα στις 30 Ιουνίου του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν τα 67, όπως ορίζει ρητά το Σύνταγμα), δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να ερμηνευθούν ότι σημαίνουν «αποχωρούν αν το θέλουν.
3. Εντελώς αβάσιμα είναι βέβαια και τα περί διακρίσεων σε βάρος των δικαστών. Διότι δεν υπάρχουν αντισυνταγματικές συνταγματικές διατάξεις. Διαφορετικά, κάθε ηλικιακός προσδιορισμός που υπάρχει στο Σύνταγμα (όπως π.χ. για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που πρέπει να είναι τουλάχιστον 40 χρονών, ή για τον βουλευτή, που πρέπει να είναι τουλάχιστον 25) θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά διάκριση και να ερμηνευθεί έτσι ώστε να παραμερισθεί η σχετική ρύθμιση, παρ’ ότι είναι σαφής.
4. Τα μέλη του Αρείου Πάγου καλούνται, επομένως, να υιοθετήσουν μιαν ερμηνεία έωλη, αντίθετη προς το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος, η οποία απειλεί να πλήξει ανεπανόρθωτα όχι μόνο το κύρος του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά και την δεσμευτικότητα του Συντάγματος. Αν στο μέλλον θέλει θεωρηθεί ότι οι Ανώτατοι Δικαστές πρέπει να αποχωρούν στα 70 ή στα 75 τους, μια μόνο λύση υπάρχει: να αναθεωρηθεί το άρθρο 88 του Συντάγματος.
5. Ως καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου φρονούμε ότι η εισήγηση της κ. Προέδρου πρέπει να απορριφθεί χωρίς δισταγμούς και επιφυλάξεις. Μόνον έτσι θα διασφαλισθεί το κύρος της δικαιοσύνης και του Συντάγματος».
Ενωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ: Παράταση μόνο με αναθεώρηση
Εν τω μεταξύ, σε ανακοίνωσή της η Ενωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ τονίζει ότι η παράταση των ορίων ηλικίας μπορεί να γίνει μόνο με αναθεώρηση του Συντάγματος. Προσθέτει ότι «οι συνταγματικές διατάξεις περί ορίου εξόδου των δικαστών από το σώμα δεν παραβιάζουν ούτε το Ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο».
Η ανακοίνωση αναφέρει ότι:
«Ο καθορισμός από το Σύνταγμα του 1975 συγκεκριμένου ορίου ηλικίας αποτρέπει παρεμβάσεις του νομοθέτη που θα αποσκοπούσαν είτε στην παράταση παραμονής ήδη υπηρετούντων ανώτατων δικαστών είτε στην πρόωρη απομάκρυνσή τους με την μείωση του ορίου, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει την ανανέωση των προσώπων στις ανώτατες θέσεις της δικαστικής ιεραρχίας που αποτελεί βασική επιλογή ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.
» Εξάλλου, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του ενωσιακού δικαίου, το οποίο σέβεται την συνταγματική ταυτότητα των κρατών μελών (άρθρο 4 παρ. 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση), συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του Συντάγματος για την δικαστική ανεξαρτησία».
» Οι παρεμβάσεις αυτές παρατηρούνται από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά (ΑΝ 1912/1939), από τις κατοχικές κυβερνήσεις (ΝΔ 266/1941, ΝΔ 1380/1942) και από κυβερνήσεις κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου (ΑΝ 721/1945).
» Το Συμβούλιο της Επικρατείας, επί προσφυγής του αποχωρήσαντος προέδρου του Αρείου Πάγου λόγω μείωσης του ορίου ηλικίας, με την απόφαση 46/1945 έκρινε αντισυνταγματικό τον ΑΝ 721/1945 με τη σκέψη ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 88 παρ. 2 Σ. 1911 ειδικός νόμος μόνον εφάπαξ μπορούσε να εκδοθεί, διότι αντίθετη εκδοχή που θα επέτρεπε τη διαρκή αυξομείωση των ορίων ηλικίας θα οδηγούσε σε ουσιώδη μείωση της συνταγματικής εγγύησης της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. Ωστόσο, ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου απαλλάχθηκε εκ νέου από την υπηρεσία με β.δ. εκδοθέν, αυτή τη φορά, κατ’ επίκληση της 93/1946 συντακτικής πράξης, αλλά η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την 370/1946 απόφαση έκρινε και την εν λόγω συντακτική πράξη αντισυνταγματική, ακυρώνοντας το ως άνω β.δ.
» Η συζήτηση γύρω από το ζήτημα του ορίου ηλικίας των δικαστικών λειτουργών μπορεί να γίνει μόνο με τελικό σκοπό τη διατύπωση πρότασης για την αναθεώρηση της σχετικής διατάξεως του Συντάγματος. Οποιαδήποτε άλλη λύση δίνει τη δυνατότητα να ανατρέπονται διατάξεις του Συντάγματος με σαφές και ανεπιφύλακτο περιεχόμενο».
Απάντηση Θάνου στην Ενωση Δικαστών
Εν τω μεταξύ, σε γραπτή δήλωσή της τη Δευτέρα η πρόεδρος του Αρείου Πάγου απαντά σε «ανακοινώσεις ορισμένων μελών επιστημονικών και συνδικαλιστικών φορέων», τις οποίες χαρακτηρίζει «αδικαιολόγητες» και «ανεπίτρεπτη προσπάθεια επηρεασμού και παρεμπόδισης της ελεύθερης έκφρασης γνώμης των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου». Σχετική δήλωση είχε κάνει η Ενωση Δικαστών την Παρασκευή.
Αναλυτικότερα, η κυρία Θάνου, αναφέρει:
«Οι ανακοινώσεις ορισμένων μελών επιστημονικών και συνδικαλιστικών φορέων, σχετικά με τη σύγκληση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, της 26-1-2017 είναι αδικαιολόγητες και δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά, και τούτο διότι με το περιεχόμενο των ανακοινώσεών τους προσπαθούν να στοχοποιήσουν προσωπικά την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, παρότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι:
1) Το αίτημα αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης των Δικαστών δεν είναι αίτημα προσωπικό, αλλά αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ανώτατων και Ανώτερων Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι κατ’ επανάληψη είχαν απευθυνθεί και εξακολουθούν να απευθύνονται και στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ζητώντας να στηρίξει το δίκαιο και νόμιμο αίτημά τους.
2) Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου διαθέτει απόλυτα νόμιμο δικαίωμα (άρθ. 14 παρ. 2 και 4 ΚΟΔΚΔΛ – Ν. 1756/1988) να συγκαλεί την Ολομέλεια, για να γνωμοδοτήσει επί νομικών ζητημάτων, δικαίωμα το οποίο και κατά το παρελθόν συχνά έχει ασκήσει ο εκάστοτε Πρόεδρος. Τα μέλη της Ολομέλειας είναι εκείνα, τα οποία θα αποφασίσουν για την νομική ορθότητα, τη βασιμότητα και τη συνταγματικότητα ή μη των τεθέντων ερωτημάτων.
» Ας αφήσουν λοιπόν ανεπηρέαστους τους δικαστές του Αρείου Πάγου, οι οποίοι δεν έχουν ανάγκη ούτε υποδείξεων ούτε παραινέσεων, για να εκφράσουν την επιστημονική τους άποψη.
» Οι ανακοινώσεις των ως άνω φορέων λίγες μόλις ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Ολομέλειας και χωρίς να αναμένουν για να ακουσθεί και η αντίθετη προς τη δική τους νομική άποψη, μπορούν δικαιολογημένα να θεωρηθεί ότι συνιστούν ανεπίτρεπτη προσπάθεια επηρεασμού και παρεμπόδισης της ελεύθερης έκφρασης γνώμης των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αποτελούν σαφή παρέμβαση, για την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου»