Η Μαριάμ Σουλακιώτου είχε φτιάξει ένα μοναστήρι που μύριζε φόβο και θάνατο
«Εις τη Μονή Κερατέας είχε αναβιώσει ο Μεσαίων». Αυτός ήταν ένας από τους δεκάδες τίτλους της εφημερίδας «Ελευθερία» που περιέγραφε λιτά και παραστατικά όλα τα φρικτά που διαδραματίζονταν μέσα στη Μονή στα τέλη του 1950, σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα που συγκλόνισαν την Ελλάδα.
Κακοποιήσεις ενηλίκων και παιδιών, βασανιστήρια, κατάχρηση περιουσιών, φόβος, θάνατος, απ’ όλα είχε η τρομερή αυτή υπόθεση, που περιβαλλόταν από θρησκευτικό φανατισμό, φέρνοντας στο μυαλό τα βασανιστήρια του Μεσαίωνα. Πρωταγωνίστρια η ηγουμένη της Μονής Μαριάμ Σουλακιώτου, που καταδικάστηκε για όλα τα φρικτά που είχε πράξει και πέθανε μέσα στη φυλακή το 1954.
Στο παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι της Πευκοβουνογιάτρισσας στην Κερατέα κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι συνέβαινε πίσω από τις κλειστές πόρτες. Στο χώρο της προσευχής και της λατρείας, της νηστείας και του λιτού βίου, διεξάγονταν σειρά βασανιστηρίων.
Το Δεκέμβριο του 1950 οι αστυνομικοί με επικεφαλής αξιωματικούς της χωροφυλακής, τον αρμόδιο αντιεισαγγελέα και ιατροδικαστή εισβάλλουν στη Μονή και έρχονται μπροστά στη θέα δεκάδων καχεκτικών και φοβισμένων ηλικιωμένων και παιδιών, που βρίσκονταν σε κατάσταση εξάντλησης.
Τα παιδιά τα επιβιβάζουν μέσα σε λεωφορεία με προορισμό των παιδικό σταθμό του Λαυρίου, ενώ οι καλόγριες ρίχνουν κατάρες και προβάλλουν αντίσταση. Ταυτόχρονα συλλαμβάνεται και ο εγκέφαλος των βασανιστηρίων, η γυναίκα που αποκαλούνταν ο «γυναικείος σατανάς», η Μαριάμ Σουλακιώτου, αρκετές μοναχές, αλλά και ο επίσκοπος των παλαιοημερολογιτών.
Οι ανακρίσεις κρατούν πολλούς μήνες και οι καταθέσεις θυμάτων και συγγενών προκαλούν ανατριχίλα. Χαρακτηριστική η φράση του εισαγγελέα που κατά τη διάρκεια της δίκης διακόπτει μια μάρτυρα και λέει: «Η Κερατέα είναι αίσχος δια την Ελλάδα. Σηκώνονται αι τρίχες της κεφαλής μου. Σκεφτείτε ότι εκεί πέθαναν 150 φυματικά κορίτσια».
Η μαρτυρία του Σεραφείμ Σιλβέστρου, όπως αναφέρεται μέσα στο βιβλίο του Γ. Καρανικόλα «Ανορθόδοξοι έρωτες ορθοδόξων κληρικών» είναι σοκαριστική. Ο μάρτυρας αναφέρεται σε φρικτά βασανιστήρια και προτροπές σε δολοφονίες. Μέσα στη Μονή πέθαναν η αδελφή του και ο γαμπρός του που ήταν φυματικοί, τα δε τρία παιδιά τους υποβάλλονταν σε φριχτά βασανιστήρια. Ο μάρτυρας λέει ότι το ένα από τα παιδιά κρεμάστηκε ανάποδα πολλές φορές, έτρωγε ξύλο μέχρι αναισθησίας, ενώ όταν ζούσε ο πατέρας του οι καλόγριες τον προέτρεπαν να το μολύνει με φυματίωση, γιατί αν ζούσε θα γινόταν κακός άνθρωπος, θα γινόταν ο διάβολος που θα έκαιγε το μοναστήρι!
«Έλεγαν ότι πρέπει να πεθάνουμε, να αδειάσουν τα κελιά να έρχονται άλλοι, για να πάμε στον παράδεισο» λέει χαρακτηριστικά. Την περιουσία των παιδιών -65 στρέμματα και ένα σπίτι- την καταχράστηκε η Μονή, μετά το θάνατο των γονιών τους. Και αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Η Μαριάμ και οι υπόλοιπες καλόγριες συνήθιζαν να προσηλυτίζουν τα θύματά τους με σκοπό την οικειοποίηση των περιουσιών τους. Σύμφωνα με τον εισαγγελέα είχε αποκτήσει περιουσία άνω των 150.000 δολαρίων από τις προίκες των Ελληνίδων που είχαν μπει στο μοναστήρι.
Η σατανική ηγουμένη έβρισκε διάφορους τρόπους προσηλυτισμού. Ένας από αυτούς αφορούσε το θάνατο του επισκόπου Ματθαίου Καρπαθάκη για τον οποίο είχε διαδώσει ότι το πτώμα του είχε μυροβολήσει. Εκατοντάδες πιστοί πίστεψαν τα ψέματά της και έσπευσαν από πολλά μέρη της Ελλάδας για να δουν το θαύμα του Αγίου, το σώμα του οποίου ανάβλυζε μύρο. Στην πραγματικότητα όμως η Μαριάμ είχε ραντίσει το πτώμα με άρωμα για να παραπλανήσει τους ευσεβείς και να δημιουργήσει θρύλο γύρω από το όνομά του!
Τα βασανιστήρια ήταν διαρκή. Μία μάρτυρας, η ηλικιωμένη Ευγενία Μαργέτη, περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα τα όσα είχε υποστεί μαζί με άλλες μοναχές. Η Μαριάμ διέτασσε τις υπό τιμωρία μοναχές να μένουν μόνο με τα εσώρουχα και στη συνέχεια ανέθετε σε μια έμπιστή της να τις χτυπά με σανίδα. Άλλες μοναχές τις οδηγούσαν στα δάση και τις έδεναν ημίγυμνες στα δέντρα από τον εσπερινό έως τον όρθο.
Από την προανάκριση είχε αποκαλυφθεί ότι ο συνηθέστερος τρόπος βασανισμού των θυμάτων της Μαριάμ ήταν το ανάποδο κρέμασμα από τα δέντρα με ένα σκοπό: να βγουν τα δαιμόνια από το σώμα και να εξαγνιστούν οι πιστοί. Συνήθιζε να ξυπνάει τα μικρά παιδιά με βάρβαρο ξυλοδαρμό πάλι με σκοπό τον εξαγνισμό τους. Μόνο έτσι, έλεγε, θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν τη θεία λειτουργία, απαλλαγμένα από τα δαιμόνια και να αντιληφθούν το μεγαλείο της χριστιανικής θρησκείας!
Νεαρή γυναίκα αφήνει άφωνη την έδρα περιγράφοντας τα βασανιστήρια των μοναχών στην 10χρονη ανιψιά της.
«Κάποτε το ανιψάκι μου, 10 χρόνων κοριτσάκι, το έβαλαν αγγαρεία στο μαγειρείο. Πεινούσε και έγλειψε μια πατάτα. Να η ποινή που του επέβαλαν: Το έδεσαν ολόγυμνο όλη τη νύχτα στο στάβλο και το πρωί το βρήκαν λιπόθυμο από το κρύο και το φόβο. Είχε καθαρίσει την ψυχή του και είχε υποστεί όλη την προεργασία για τον παράδεισο…».
Η κόρη μιας έγκλειστης περιγράφει πώς απαγόρευσαν στη μητέρα της να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Οι μοναχές με ύπουλο τρόπο κατάφεραν μάλιστα να τις αποσπάσουν 10.000 δολάρια, που της είχε αφήσει κληρονομιά ο αδερφός της.
Η Μαριάμ καταδικάστηκε για σειρά κακουργημάτων ανάμεσα στα οποία η απάτη, η πλαστογραφία διαθηκών, η εκβίαση, η ανθρωποκτονία. Οι θάνατοι ήταν πολλοί. Φυματική γυναίκα μόλις αντιλήφθηκε τον ύπουλο τρόπο της Μαριάμ θέλησε να αποδράσει από τη Μονή, αλλά η ηγουμένη την έκλεισε σε μία τρώγλη με ελάχιστη τροφή για έξι μήνες με αποτέλεσμα να πεθάνει. Ζευγάρι που της εκχώρησε την περιουσία του πέθανε από ασιτία στη Μονή, ενώ υπήρχαν και μοναχές, όπως η Θεοδότη η οποία ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου.
Ο Τύπος της εποχής περιέγραφε με γλαφυρότητα όσα συνέβαιναν ακόμα και αρκετά χρόνια μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά το απόσπασμα από την εφημερίδα Ελευθερία στις 6 Φεβρουαρίου 1955.
«Ενθυμείσθε την υπόθεσιν της μονής της Κερατέας. Εις τα κράσπεδα της πρωτευούσης και υπό την ρίνα του μακαριωτάτου αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος ελειτουργούσεν επί έτη ανενόχλητον ένα φρικαλέον άντρον παχυλής αμαθείας, εγκληματικής ασυνειδησίας και ακατανόμαστων οργίων. Ένας αγράμματος μοναχός, εν συνεργασία με μίαν κτηνώδη μοναχήν παρέσυραν εις το άντρον αυτό διαφόρους αφελείς και κουρασμένους και ψυχασθενείς και αμαθείς και σιγά σιγά με μεθόδους αναλόγους των χιτλερικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως τους εξαπέστελλαν εις τα αιωνίους μονάς… ».
Η Μαριάμ αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και υποστήριξε ότι όσα της αποδίδονταν ήταν «κατασκευάσματα του σατανά», υποστηρίζοντας ότι στη Μονή ο κόσμος ερχόταν για να σώσει την ψυχή του. Ακούγοντας την ετυμηγορία για τη φυλάκισή της φαίνεται πως είπε: «Με καταδίκασαν αδίκως. Έχω τη συνείδησή μου ήσυχη απέναντι στον θεό, ότι έπραξα το καθήκον μου απέναντι στα αδύνατα αυτά πλάσματα τα οποία με κατηγόρησαν στη δίκη». Η ηγουμένη πέθανε το 1954 στη φυλακή σε ηλικία 71 ετών.
H Μονή όπου υποβλήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια εκατοντάδες ψυχές. Οι απάνθρωπες ιστορίες φαίνεται πως ξεχάστηκαν, αλλά οι νέες μοναχές προσεύχονται καθημερινά στην ψυχή της Μαριάμ, «στην αγία αυτή που συκοφαντήθηκε και πλήρωσε για κάτι που δεν έκανε», όπως λένε χαρακτηριστικά.
Όπως επισήμαναν στην εφημερίδα δύο από τις παλαιότερες μοναχές, «η μονή αυτή έχει χτυπηθεί ανελέητα στο παρελθόν και συνεχίζουν να την πολεμούν. Αλλά δεν φοβόμαστε. Όπως δεν φοβήθηκε και η Μαριάμ που την καταδίκασαν να πεθάνει πάνω σ’ ένα κρεβάτι των φυλακών για εγκλήματα που όχι μόνο δεν είχε κάνει, αλλά και να ήθελε δεν της το επέτρεπε η ψυχής της. Ήταν ένας άγιος άνθρωπος. Μάλιστα, περίμενε ότι θα είχε τραγική κατάληξη, όπως και άλλες αγίες που βασανίστηκαν από τους κοσμικούς πριν πάρουν τη θέση τους δίπλα από τον Θεό».