Αλλαγή σελίδας στην αντιμετώπιση των ατόμων με παραβατική συμπεριφορά που απαλλάσσονται από την ποινή τους λόγω ψυχικών ή διανοητικών διαταραχών:
Με σχέδιο νόμου, που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από τον υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Σταύρο Ν. Κοντονή, καταργείται ο εγκλεισμός σε άσυλο για αόριστο χρονικό διάστημα, βάζοντας τέλος σε αντιλήψεις που προηγούμενου αιώνα, οι οποίες αντιβαίνουν στις σύγχρονες θέσεις της ψυχιατρικής και του ποινικού δικαίου.
Βασικός άξονας του προωθούμενου νομοσχεδίου είναι η εξασφάλιση θεραπείας και η θεσμοθέτηση, ο σεβασμός των δικαιωμάτων των αδικοπραγούντων ψυχικά ασθενών ατόμων, αλλά και η τήρηση των περιορισμών που επιβάλλουν οι δικαστικές αρχές.
Με το νομοθέτημα αυτό η ελληνική Πολιτεία προσαρμόζεται στις εξελίξεις, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, στην ψυχιατρική και το ποινικό δίκαιο, όπως αποτυπώνονται σε θεμελιώδη κείμενα προάσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ, Σύμβαση ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των ΑμεΑ).
Ενσωματώνονται, παράλληλα, επισημάνσεις της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, του Συνηγόρου του Πολίτη, αλλά και της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας.
Τα προτεινόμενα μέτρα έχουν ως βασικό άξονα την εξασφάλιση θεραπείας και επιβάλλονται μόνο για σοβαρά αδικήματα. Ο παρωχημένος μακροχρόνιος εγκλεισμός σε κλειστές (ασυλικές) μονάδες καταργείται και στη θέση του θεσπίζονται σύγχρονα μέτρα, που εγγυώνται το θεραπευτικό αποτέλεσμα, ταυτόχρονα με την ασφάλεια των ίδιων των ψυχικά ασθενών δραστών αξιόποινων πράξεων αλλά και των τρίτων. Παράλληλα, με το προτεινόμενο ΣχΝ καλύπτεται το υπάρχον νομοθετικό κενό (από το 1950) για τον τρόπο εκτέλεσης των μέτρων ασφαλείας των άρθρων 69 και 70Α ΠΚ.
Επίσης, με τον εν λόγω σχέδιο νόμου υιοθετούνται ως «μέτρα θεραπείας» η τοποθέτηση σε ειδικό ψυχιατρικό τμήμα ή η θεραπεία και ψυχιατρική παρακολούθηση σε εξωνοσοκομειακή Μονάδα Ψυχικής Υγείας (δηλαδή Κέντρο Ψυχικής Υγείας ή Κινητή Μονάδα Ψυχικής Υγείας) ή εξωτερικά ιατρεία δημόσιου ψυχιατρικού ή γενικού νοσοκομείου. Παράλληλα, καταργείται η στιγματιστική ορολογία του ΠΚ, ενώ αρμόδιο για την επιβολή του μέτρου ασφαλείας καθίσταται πλέον αποκλειστικά το Δικαστήριο στο οποίο έχει δυνατότητα συμμετοχής το τυχόν θύμα της άδικης πράξης. Επιπλέον, ορίζεται η μέγιστη διάρκεια του μέτρου ασφαλείας, που καθορίζεται με δύο πραγματογνωμοσύνες, η μία αμέσως μετά τη σύλληψη και η άλλη όσο το δυνατό πλησιέστερα προς τη δικάσιμο, οι οποίες θα μπορούν να εκτιμήσουν τόσο την κατάσταση της ψυχικής υγείας όσο και την ενδεικνυόμενη θεραπεία.
Το προωθούμενο νομοσχέδιο αυξάνει τη βαρύτητα του πλημμελήματος που μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή του μέτρου και ορίζει ότι το πλημμέλημα πρέπει να απειλείται με ποινή τουλάχιστον ενός έτους και όχι τουλάχιστον έξι μηνών, όπως προβλέπεται σήμερα. Παράλληλα, όμως, προβλέπεται ότι το μέτρο μπορεί να επιβληθεί για όλα τα εγκλήματα κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας που απειλούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον τριών μηνών, ώστε να μπορεί να επιβληθεί και σε μια περίπτωση επικίνδυνης σωματικής βλάβης, κάτι που σήμερα δεν είναι εφικτό. Σε καμία περίπτωση το μέτρο δεν μπορεί να επιβληθεί για εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας που δεν εμπεριέχουν χρήση βίας ή απειλής βίας, μια ρύθμιση που έχει τεθεί και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές νομοθεσίες.
Επίσης, παρέχεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα άσκησης έφεσης, δίδεται η δυνατότητα αδειών, εξόδων ή διαμονής σε εποπτευόμενους χώρους στους θεραπευόμενους και, τέλος, ορίζονται εισαγγελέας επόπτης και ανεξάρτητα όργανα ελέγχου. Το μέτρο λήγει όταν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο επιβλήθηκε, όταν, δηλαδή, δεν θεωρείται πλέον πιθανό ότι το άτομο θα τελέσει νέα εξίσου σοβαρά εγκλήματα στο μέλλον.