Βραβευμένος με Νομπέλ Ιατρικής το 2003, ο σερ Πίτερ Μάνσφιλντ πέθανε στα 83 του, αφήνοντας ως παρακαταθήκη τη μαγνητική τομογραφία, μία σημαντική ανακάλυψη η οποία σώζει εκατομμύρια ζωές κάθε χρόνο. Μάλιστα ήταν ο πρώτος άνθρωπος ο οποίος, ως εθελοντής, μπήκε σε μαγνητικό τομογράφο
Ο σερ Πίτερ Μάνσφιλντ, καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Νότινγχαμ, που κέρδισε το βραβείο Νομπέλ Ιατρικής το 2003 για τις θεμελιώδεις ανακαλύψεις του στην κατασκευή του μαγνητικού τομογράφου, έφυγε την Τετάρτη από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών. Πέρα από τη μεγάλη ανακάλυψη, ο δρ. Μάνσφιλντ ήταν αυτός που κατασκεύασε τον πρώτο μαγνητικό τομογράφο το 1978. Ως αφοσιωμένος και ριψοκίνδυνος επιστήμονας, ήταν και ο πρώτος εθελοντής που μπήκε στην κατασκευή του και εξετάστηκε, τη στιγμή που οι συνάδελφοί του εξέφραζαν τις ανησυχίες τους ότι το ανομοιόμορφο μαγνητικό πεδίο, θα μπορούσε να του προκαλέσει καρδιακή μαρμαρυγή.
Το βραβείο είχε μοιραστεί με τον Πολ Λότερμπερ, διευθυντή του Εργαστηρίου Βιοϊατρικού Μαγνητικού Συντονισμού στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι, στην Ουρμπάνα, επειδή απέδειξαν ότι τα ραδιοκύματα που εκπέμπει το σώμα μπορούν να αναλυθούν ταχέως όταν εκτίθεται στα μαγνητικά πεδία και ακολούθως να μετατραπούν σε τρισδιάστατη εικόνα. Η ανακάλυψή τους οδήγησε στην ανάπτυξη της σύγχρονης μαγνητικής τομογραφίας (MRI) για την απεικόνιση των εσωτερικών οργάνων του ανθρώπου. Η μέθοδος έχει συμβάλει στην λεπτομερή απεικόνιση των ιστών και οργάνων, άνοιξε μία νέα εποχή στην πρόληψη και αντικατέστησε επώδυνες εξετάσεις. Η τεχνική είναι ιδιαίτερα πολύτιμη για τη λεπτομερή απεικόνιση του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού. Με τη διάγνωση που κάνει ο μαγνητικός τομογράφος σώζονται κάθε χρόνο εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές, καθώς αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα διαγνωστικά εργαλεία. Κάθε χρόνο χρησιμοποιείται σε περίπου 60 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Οι καινοτομίες των δύο ανδρών βασίστηκαν στην ανακάλυψη του φαινομένου του μαγνητικού συντονισμού, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο περιστρέφονται οι ατομικοί πυρήνες σε ένα μαγνητικό πεδίο. Το πρώτο βήμα για την ιστορική ανακάλυψη είχαν κάνει οι Φίλιξ Μπλοτς και Έντουαρντ Μιλς Πάρσελ, οι οποίοι είχαν επίσης κερδίσει το βραβείο Νομπέλ το 1952. Χρειάστηκε, όμως, να περάσουν 20 χρόνια (χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο μαγνητικός συντονισμός χρησιμοποιείτο κυρίως για τη μελέτη της χημικής δομής ουσιών) έως ότου το πρωτοποριακό έργο των Μάνσφιλντ και Λότερμπερ αποδείχθηκε πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την εξέταση του ανθρώπινου σώματος.
Ο Πίτερ Μάνσφιλντ γεννήθηκε στη Βρετανία το 1933 και ήταν φυσικός. Ξεκίνησε την καριέρα του αναζητώντας χρήσεις του μαγνητικού πεδίου. Κατάφερε να δείξει με ποιον τρόπο τα σήματα που εκπέμπει το ανθρώπινο σώμα, αντιδρώντας στο μαγνητικό πεδίο, μπορούν να αναλυθούν με μαθηματική διαδικασία. Ο Μάνσφιλντ απέδειξε ότι η απεικόνιση μπορούσε να είναι εξαιρετικά γρήγορη, αν και πέρασε μία δεκαετία προτού η ταχύτητα αυτή να γίνει τεχνικά εφικτή. Ήταν από το 1979 καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Νότινγχαμ στην Αγγλία, ήταν μέλος της 5ης Βασιλικής Εταιρείας και επίτιμο μέλος του Ινστιτούτου Φυσικής. Χρίστηκε ιππότης από τη Βασίλισσα της Αγγλίας το 1993.