Ενα παλιό, σχεδόν αναλλοίωτο, τέχνασμα εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να χρησιμοποιείται από πολλούς φορολογούμενους σε μια προσπάθεια όχι μόνο να αποφύγουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, αλλά και να αποκτήσουν πρόσβαση στα κοινωνικά επιδόματα που εξακολουθεί να χορηγεί το κράτος. Σε βάρος αυτών που τα έχουν πραγματικά μεγάλη ανάγκη, μέσα στην κρίση.
Το τέχνασμα στηρίζεται στην αναξιοπιστία των στοιχείων που δηλώνονται στις φορολογικές δηλώσεις. Για παράδειγμα, κάπως έτσι, εκ των υστέρων, ακόμη και κυβερνητικά στελέχη παραδέχονται ότι η εσπευσμένη απόφαση για καταβολή της «13ης σύνταξης» μέσα στο 2016 οδήγησε σε μεγάλες αδικίες. Γιατί μακροχρόνια άνεργοι με μηδενικό εισόδημα δεν εισέπραξαν τίποτα για να ενισχυθούν συνταξιούχοι με τακτικές μηνιαίες αποδοχές έως και 800 ευρώ. Ακόμη και στους κόλπους των συνταξιούχων όμως υπήρξαν αδικίες, καθώς εξαιρέθηκαν όσοι ξεπερνούσαν τα εισοδηματικό όριο για λίγα ευρώ, προκειμένου να εισπράξουν επίδομα όσοι είχαν εισοδήματα χιλιάδων ευρώ από άλλες πηγές, όπως ενοίκια ή συντάξεις εξωτερικού.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται και με το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης. Το κίνητρο να «εξαφανιστούν» εισοδήματα, καταθέσεις και ακίνητα από τις φετινές φορολογικές δηλώσεις έγινε ιδιαίτερα ισχυρό από τη στιγμή που ξεκίνησε η διαδικασία υποβολής των αιτήσεων. Ηδη, το αρμόδιο υπουργείο έχει εγκρίνει περισσότερες από 185.000, ενώ ο τελικός αριθμός των δικαιούχων αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί. Μάλιστα, εκφράζονται φόβοι ότι μετά την υποβολή των φετινών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος ο αριθμός των δικαιούχων στα «χαρτιά» θα γίνει ακόμη μεγαλύτερος.
Μερικές από τις «πρακτικές» που ακολουθούν φορολογούμενοι προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι εξής:
1. Τα εικονικά διαζύγια. Είναι «κόλπο» που υιοθετείται αρκετά τα τελευταία χρόνια, με κυρίαρχο λόγο την ένταξη στον «νόμο Κατσέλη» για τη διαγραφή υποχρεώσεων από καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Επίσης, τα διαζύγια «μαϊμού» χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να ενταχθούν παιδιά στους παιδικούς σταθμούς μέσω των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ και οι γονείς να γλιτώνουν από μια επιβάρυνση της τάξεως των 200-300 ευρώ μηνιαίως. Στην περίπτωση του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης, ο χωρισμός στα χαρτιά μπορεί να αποφέρει ένα εισόδημα της τάξεως των 300-350 ευρώ τον μήνα, καθώς σε περιπτώσεις μονογονεϊκής οικογένειας θα καταβληθούν 200 ευρώ για τον γονιό, 100 ευρώ για πρώτο παιδί και 50 ευρώ για το δεύτερο και τα υπόλοιπα αν υπάρχουν. Ως δικλίδα ασφαλείας, το υπουργείο Εργασίας ζητεί δικαστικές αποφάσεις και επίσημα έγγραφα που να αποδεικνύουν τον χωρισμό, ωστόσο δεν υπάρχουν διαδικασίες ελέγχου –για παράδειγμα– σχετικά με τον πραγματικό τόπο διαμονής των δύο συζύγων.
2. Η διακοπή επαγγελματικής δραστηριότητας. Με αφορμή τη σύνδεση του δηλωθέντος εισοδήματος με τον υπολογισμό όχι μόνο του φόρου εισοδήματος αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών, δεκάδες χιλιάδες επαγγελματίες έσπευσαν να διακόψουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και ουσιαστικά να μείνουν χωρίς εισόδημα.
Το κίνητρο είναι πολύ ισχυρό:
Για εισόδημα της τάξεως των 7.000 ευρώ ετησίως από ένα ελεύθερο επάγγελμα, ο φορολογούμενος θα πλήρωνε 650 ευρώ τέλος επιτηδεύματος, 2.015 ευρώ ασφαλιστικές εισφορές και 1.097 ευρώ για φόρο εισοδήματος. Θα του έμεναν επομένως 3.238 ευρώ καθαρά σε ετήσια βάση. Με τη διακοπή δραστηριότητας –και με την παρέλευση εξαμήνου προκειμένου να φανεί το μηδενικό εισόδημα– ο επαγγελματίας θα μπορεί να εισπράττει τουλάχιστον 2.400 ευρώ μέσω του κοινωνικού επιδόματος εφόσον βέβαια πληρούνται οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος.
Εννοείται ότι η ένταξη στο κοινωνικό εισόδημα δεν στερεί από τον επαγγελματία του παραδείγματος το δικαίωμα να ενισχύει το εισόδημά του με «μαύρα» ούτε το δικαίωμα στην υγειονομική περίθαλψη, η οποία επίσης παρέχεται δωρεάν στους ανασφάλιστους μέσω του «κοινωνικού κράτους».
Ανεργοι, αυτοαπασχολούμενοι και άτομα που κατατάσσονται εκτός του εργατικού δυναμικού της χώρας αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα ακραίας φτώχειας, ενώ τα μικρότερα ποσοστά εντοπίζονται στους δημοσίους υπαλλήλους και στους συνταξιούχους, δηλαδή άτομα που έχουν εξασφαλισμένο μηνιαίο εισόδημα.
Αυτό το στατιστικό εύρημα επικαλείται και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για να ζητήσει τη μείωση του αφορολογήτου αλλά και την περικοπή των υφιστάμενων συντάξεων, προκειμένου να ενισχυθούν κυρίως οι άνεργοι.