Η Άνεκε Λουκάς, συγγραφέας και ιδρύτρια του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Liberation Prison Yoga, καταγγέλλει, στο πλαίσιο του αφιερώματος της οργάνωσης Global Citizen «Real Women, Real Stories», την σεξουαλική κακοποίησή που υπέστη όταν ήταν ακόμη 6 ετών. Η μητέρα της την είχε μετατρέψει σε σκλάβα του σεξ και την εξέδιδε σε πρόσωπα της ευρωπαϊκής ελίτ (υπουργοί, ευρωπαίοι ηγέτες, ακόμη και μέλος βασιλικής οικογένειας).
Όπως αποκαλύπτει από μικρή ηλικία στην πατρίδα της στο Βέλγιο την ανάγκασαν να μετατραπεί σε σκλάβα του σεξ. «Η μητέρα μου με εξέδιδε οπουδήποτε. Επικεφαλής του δικτύου παιδεραστίας ήταν ένας Βέλγος υπουργός. Όλοι οι πελάτες ήταν μέλη της ελίτ. Αναγνώρισα ανθρώπους από την τηλεόραση», αναφέρει και συνεχίζει:
«Τα πρόσωπά τους ήταν γνωστά στον κόσμο και εγώ ήμουν αντιμέτωπη με τη σκοτεινή πλευρά του εθισμού τους για δύναμη, μια πλευρά που κανείς δεν θα πίστευε πως υπήρχε. Ήρθα αντιμέτωπη με VIP πρόσωπα, αρχηγούς ευρωπαϊκών κρατών ακόμη και μέλος βασιλικής οικογένειας.
Περίπου κοντά στα έκτα γενέθλιά μου, το 1969, συμμετείχα για πρώτη φορά σε ένα όργιο σε ένα κάστρο. Με χρησιμοποιήσαν για ένα σαδομαζοχιστικό σόου σε μια χαμηλή σκηνή. Ήμουν αλυσοδεμένη με ένα σιδερένιο κολάρο σκύλου και με έκαναν να φάω ανθρώπινα κόπρανα. Μετά με άφησαν εκεί σαν διαλυμένο αντικείμενο. Ένιωσα τόσο ταπεινωμένη. Έπρεπε να κάνω κάτι για να σώσω την ψυχή μου ή αλλιώς – και το ήξερα αυτό σίγουρα – θα είχα πεθάνει.
Σηκώθηκαν όρια και στάθηκα κοιτάζοντας αυτό το αλλόκοτο πλήθος αριστοκρατών που ήταν ντυμένοι χίπιδες και χόρευαν με τη μουσική σε διάφορα στάδια σεξουαλικής αλληλεπίδρασης, ενώ κατανάλωναν χάπια και έτοιμα τσιγαριλίκια που τους έφερναν σε ασημένιους δίσκους σερβιτόροι.
Έτρεμα από το φόβο αλλά το σώμα μου έμενε όρθιο, σταθερό, όπως το τόξο πριν ρίξει το βέλος και άκουσα τη φωνή μου, σαν να μην ήταν δικιά μου, να επιπλήττει όλους αυτούς τους ενήλικες και να τους λέει πως όλα αυτά ήταν λάθος και πως θα μιλούσα και θα πήγαιναν όλοι τους φυλακή.
Οι περισσότεροι δεν μου έδωσαν σημασία. Είδα όμως έναν άνδρα, που φορούσε κοστούμι, να με κοιτάζει. Με κοίταξε φοβισμένος, κράτησε για λίγο το βλέμμα του επάνω μου και φάνηκε να με νιώθει. Στη συνέχεια έφυγε. Ποτέ δεν το ξαναείδα στο δίκτυο. Όμως χρόνια αργότερα τον είδα στην τηλεόραση. Έγινε ένας εξέχων πολιτικός του Βελγίου. Με απομάκρυναν και με έβαλαν σε ένα κελάρι. Ήμουν σίγουρη εκείνη τη στιγμή πως θα με σκότωναν. Όμως αντί για αυτό που έδειξαν έναν άλλο νεκρό λέγοντάς μου πως θα πρέπει να σιωπήσω».
«Στο σχολείο ήμουν ανύπαρκτη και στο σπίτι κανείς δεν νοιαζόταν για εμένα. Περισσότερο με πρόσεχαν στο δίκτυο. Ήταν ωραίο που ισχυροί άνθρωποι με έβλεπαν ως το πιο τέλειο, όμορφο, αισθησιακό αντικείμενο. Αυτό ήταν το μόνο που έβρισκα ως θετικό στη ζωή μου και στηρίχθηκα από αυτό σαν μια σχεδία που με έσωζε από τον πνιγμό σε μια θάλασσα ντροπής και αυτοαπέχθειας.
Μετά από τέσσερα χρόνια στο δίκτυο, όταν πλέον είχαν φτάσει 10 χρονών, ένας νέος πελάτης έφερε μαζί του τον 20χρονο γιο του. Ψηλός, ξανθός με γαλανά μάτια. Αυτός με τόλμη προχώρησε προς το μέρος μου. Του χαμογέλασα και με αποκάλεσε “μικρή πόρνη”. Από την πρώτη φορά που με είχαν πάει σε όργιο, πριν από τέσσερα χρόνια, δεν είχα εκφράσει ξανά τα συναισθήματά μου. Έγινα έξαλλη: “Νομίζεις πως μου αρέσει εδώ;”, του είπα».
Εκείνη η χρονιά που ακολούθησε ήταν και αυτή που ένιωσα πως με αγάπησαν και με κατανόησαν περισσότερο από ποτέ. Αλλά ταυτόχρονα ήταν και η χρονιά που κακοποίησαν περισσότερο από ποτέ. Όλα από τον ίδιο νεαρό άνδρα. «Ένα χρόνο μετά, όταν πλέον είχε τελειώσει μαζί, ήμουν άχρηστη για τον ίδιο και το δίκτυο. Έπρεπε να με σκοτώσουν. Όταν το βασανιστήριό μου άρχισε αυτός με κοιτούσε γελώντας».
Όπως διηγείται την οδήγησαν σε ένα μικρό δωμάτιο, την έδεσαν πάνω σε ένα πάγκο χασάπη και έσβηναν τσιγάρα στο σώμα της . «Ο άνθρωπος που με βασάνισε ήταν ένας από τους κατηγορούμενους στην περιβόητη υπόθεση Ντιτρού, η οποία όταν αποκαλύφθηκε το 1996 θεωρήθηκε πως θα τίναζε στον αέρα το βελγικό δίκτυο παιδεραστών. Αντί αυτού, οκτώ χρόνια αργότερα, ο μόνος άνθρωπος που καταδικάστηκε ήταν η Μαρκ Ντιτρού. Θα έπρεπε να είχα πεθάνει εκείνο το βράδυ του 1974 στον πάγκο του χασάπη. Αλλά η ζωή μου σώθηκε την τελευταία στιγμή. Ο νεαρός διαπραγματεύτηκε με τον πολιτικό που ήταν υπεύθυνος του δίκτυο και έκανε μια συμφωνία. Θα του προσέφερε τις σκιώδεις υπηρεσίες του με αντάλλαγμα τη ζωή μου. Αυτή ήταν μια καλή πράξη που τελικά του κόστισε τη ζωή. Σε αυτόν τον χώρο κάθε ίχνος ανθρωπιάς αποτελεί μια θανάσιμη αδυναμία».
«Μοιράζομαι την εμπειρία μου δημόσια εδώ για πρώτη φορά, έχοντας φτάσει σε ένα σημείο στη θεραπεία μου όπου έχουν πρόσβαση ξανά στη δύναμη που είχα εκείνες τις στιγμές διαύγειας στο δίκτυο. Επίσης πιστεύω πως ο κόσμος είναι πιο έτοιμος από ποτέ να αντιμετωπίσει το σκοτάδι του. Πρέπει να το κάνουμε, αν είναι να επιβιώσουμε ως είδος».