– Στο αρχείο η υπόθεση μετά από 9 χρόνια έρευνας και βροχή καταγγελιών από πολίτες
– Νόμιμες οι μέθοδοι των εισπρακτικών
– Δίωξη σε 15 υπάλληλους επειδή χρησιμοποίησαν προσωπικά στοιχεία δανειοληπτών
– “Κάναμε τη δουλειά μας” λένε εκπρόσωποι των εισπρακτικών
Στην άσκηση ποινικής δίωξης για το πλημμέλημα της παράνομης χρήσης αρχείων προσωπικού χαρακτήρα σε βάρος 15 προσώπων, υπαλλήλων ή εκπροσώπων έξι εισπρακτικών εταιριών και δύο τραπεζών προχώρησε η εισαγγελέας Πρωτοδικών, Ευγενία Μαρούδα, η οποία ολοκλήρωσε την πολυετή δικαστική έρευνα που διενεργήθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών μετά τις καταγγελίες πολιτών, του ΔΣΑ και του Συνηγόρου του Καταναλωτή.
Σύμφωνα με το πόρισμα της εισαγγελικής λειτουργού οι συγκεκριμένες εταιρίες που είναι θυγατρικές τραπεζών δεν ήταν εγγεγραμμένες στο Μητρώο Καταναλωτών και κατά συνέπεια δεν είχαν δικαίωμα νόμιμης πρόσβασης στα στοιχεία των δανειοληπτών.
Η προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση ωστόσο δεν κατέληξε δεν στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής κατηγορίας της εκβίασης για την υπόθεση. Κι αυτό διότι όπως έκρινε η εισαγγελέας τα επίμονα τηλέφωνα από εισπρακτικές εταιρίες και η φορτικότητα με την οποία διεκδικούν την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών δεν συνιστούν το αδίκημα της κακουργηματικής εκβίασης καθώς όπως αναφέρεται στο πόρισμα : “Δεν προκύπτει ότι οι εταιρείες επεδίωκαν παράνομο όφελος από την επικοινωνία τους με τους οφειλέτες αλλά είχαν το δικαίωμα να ζητούν τα οφειλόμενα”.
Λόγω αυτού η κυρία Μαρούδα ζήτησε να μπουν στο αρχείο οι καταγγελίες εκατοντάδων πολιτών και του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας για τα αδικήματα της εκβίασης, της απάτης κατ΄ εξακολούθηση, της αντιποίησης δικηγορικού επαγγέλματος και της παράνομης βίας. Την τελική απόφαση ωστόσο πρόκειται να λάβει η Εισαγγελία Εφετών.
Στο πλαίσιο της έρευνας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών ελέγχθησαν 29 εισπρακτικές εταιρίες και 17 δικηγορικά γραφεία. Ωστόσο μόνο για τις έξι που διώκονται προέκυψε η τέλεση αξιόποινης πράξης. Για τις υπόλοιπες από την έρευνα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών εντοπίστηκε πως είχαν συμβάσεις με τις τράπεζες από τις οποίες προέκυπτε πως νομίμως είχαν στην κατοχή τους ονόματα, τηλέφωνα και προσωπικά στοιχεία οφειλετών. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κρύα Μαρούδα επικαλείται στο πόρισμα της και γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους η οποία νομίμως τους άναβε το “πράσινο φως” για τη διαβίβαση των στοιχείων.
Σημειώνεται πως ανάμεσα στα δικηγορικά γραφεία που ελέγχθησαν περιλαμβανόταν και αυτό πρώην υπουργού, για το οποίο ωστόσο με εισαγγελική διάταξη του 2013 είχε αποφανθεί η Δικαιοσύνη πως δεν προέκυπτε η τέλεση αξιόποινων πράξεων.
Από το 2008 ερευνάται η υπόθεση
Η πολυετής έρευνα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών της Αθήνας για την “δράση” των εισπρακτικών εταιριών άρχισε το 2008 μετά από μήνυση του ΔΣΑ αλλά και καταγγελίες εκατοντάδων πολιτών και ρεπορτάζ τηλεοπτικών σταθμών. Στο πλαίσιο της εισαγγελικής έρευνας, οι υπεύθυνοι των εισπρακτικών εταιριών έδωσαν “ανωμοτί” εξηγήσεις, υποστηρίζοντας πως έκαναν τη δουλειά τους σύμφωνα με τον νόμο, «πέφτοντας» συνεχώς πάνω σε κακοπληρωτές που απέφευγαν να διακανονίσουν την οφειλή τους.
Αντίθετα, σύμφωνα με τις καταγγελίες που ερεύνησε η Δικαιοσύνη οι εργαζόμενοι στις εισπρακτικές δεν τηρούσαν το νόμο, ο οποίος προβλέπει ότι οι εταιρείες μπορούν να τους τηλεφωνούν μόνο συγκεκριμένες ώρες της ημέρας. Επίσης, ότι απαγορεύεται να ενημερώνουν τρίτους για την οφειλή του δανειολήπτη, ενώ απαγορεύεται να επικοινωνούν σε επαγγελματικό τηλέφωνο, εκτός εάν είναι το μόνο που έχει δοθεί στην τράπεζα.
Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, υπάλληλοι των εισπρακτικών εταιρειών εμφανίζονταν ως συνεργάτες δικηγορικών γραφείων προκειμένου να ασκήσουν πιέσεις ενώ υπήρχαν καταγγελίες ότι πολλοί υπάλληλοι εισπρακτικών χρησιμοποιούσαν ψευδώς την ιδιότητα του δικηγόρου για να πιέσουν περισσότερο τον οφειλέτη.
Το οξύμωρο είναι πως σύμφωνα με πληροφορίες στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης διαπιστώθηκε ότι οι εισπρακτικές εταιρείες είχαν ανάρμοστη συμπεριφορά σε βάρος των πολιτών τους οποίους ενοχλούσαν τηλεφωνικά, η οποία στοιχειοθετεί το πλημμέλημα της παράνομης βίας. Το εν λόγω αδίκημα ωστόσο διώκεται μόνο κατόπιν έγκλησης (μήνυσης) του παθόντα. Παρά το γεγονός ωστόσο ότι από την Εισαγγελία Πρωτοδικών κλήθηκαν περισσότεροι από 100 καταγγέλλοντες, η πλειοψηφία τους δεν θέλησε να καταθέσει έγκληση, ενώ, κι όσοι προσέφυγαν σε βάρος των εισπρακτικών προχώρησαν σε ασαφείς ή αόριστες περιγραφές της συμπεριφοράς των εισπρακτικών εταιρειών.